Το μέρος του έργου του Καντ που παρουσιάζει σπουδαιότητα για τη σύγχρονη φυσική, περιέχεται στην «Κριτική του καθαρού λόγου». Ο Καντ θέτει το ερώτημα, αν η γνώση μπορεί να βασίζεται μόνο στην εμπειρία ή αν μπορεί να προέρχεται κι από άλλες πηγές, και φθάνει στο συμπέρασμα, πως τουλάχιστο εν μέρει η γνώση μας προέρχεται «a priori» κι επομένως όχι από την εμπειρία. Γι αυτό κάνει διάκριση ανάμεσα στην εμπειρική γνώση και στη γνώση «a priori». Ταυτόχρονα κάνει διάκριση ανάμεσα στις αναλυτικές και συνθετικές προτάσεις. Οι αναλυτικές προτάσεις βγαίνουν απλώς από τη λογική, και η άρνησή τους θα οδηγούσε σε εσωτερικές αντιφάσεις. Οι προτάσεις, που δεν είναι αναλυτικές ονομάζονται συνθετικές.
Ποιο είναι κατά τον Καντ το κριτήριο για το ότι η γνώση είναι «a priori»; Ο Καντ συμφωνεί με τους εμπειριστές στο ότι όλες οι γνώσεις αρχίζουν με την εμπειρία. Προσθέτει όμως, πως δεν βγαίνουν εν τούτοις πάντα από την εμπειρία. Η εμπειρία μας μαθαίνει πως ένα ορισμένο πράγμα έχει για παράδειγμα αυτές και αυτές τις ιδιότητες, αλλά δεν μας μαθαίνει, πως δεν θα μπορούσε καθόλου να είναι αλλιώς. Όταν λοιπόν μια πρόταση, όπως λέει ο Καντ, τη σκεπτόμαστε πάντοτε ταυτόχρονα με την αναγκαιότητά της, δηλαδή όταν δεν μπορούμε να φανταστούμε το αντίθετό της, τότε αυτή οφείλει να είναι a priori……
Η εμπειρία δεν δίνει ποτέ στις κρίσεις μας απόλυτη γενικότητα. Η φράση π.χ. «Ο ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί» σημαίνει, πως από το παρελθόν δεν γνωρίζουμε καμιάν εξαίρεση σ’ αυτόν τον κανόνα. Αν μια κρίση διατυπώνεται με απόλυτη γενικότητα, αν είναι αδύνατο να φανταστούμε μια εξαίρεση, τότε αυτή είναι υποχρεωτικά a priori. Ακόμα κι όταν ένα παιδί μαθαίνει να μετράει παίζοντας με μικρές μπάλες, δεν είναι υποχρεωμένο να ανατρέξει στην εμπειρία για να αντιληφθεί πως δυο και δυο κάνουν τέσσερα. Τέτοιες κρίσεις είναι αναλυτικές. Οι εμπειρικές γνώσεις από την άλλη μεριά είναι συνθετικές.
Γι’ αυτό ένα από τα κεντρικά ερωτήματα του Καντ είναι: «Είναι δυνατές οι συνθετικές κρίσεις a priori;». Ο Καντ προσπαθεί να το αποδείξει αυτό δίνοντας παραδείγματα, στα οποία τα παραπάνω κριτήρια φαίνονται να εκπληρώνονται. Ο χώρος και χρόνος είναι, όπως λέει, a priori μορφές της καθαρής εποπτείας.
Στην περίπτωση του χώρου δίνει τα παρακάτω μεταφυσικά επιχειρήματα:Δεν θα συζητήσουμε εδώ αυτά τα επιχειρήματα. Αναφέρθηκαν εδώ μονάχα σαν παράδειγμα για το γενικό είδος των αποδείξεων, που προβάλλει ο Καντ για να αναγνωρίσει σαν δυνατές τις συνθετικές κρίσεις a priori.
«1. Ο χώρος δεν είναι εμπειρική έννοια, που συνάγεται από εξωτερικές εμπειρίες. Γιατί, για να μπορούν συγκεκριμένα αισθήματα ν’ αναφερθούν σε κάτι έξω από μένα, πρέπει να υπάρχει ήδη σα βάση η αντίληψη του χώρου.
2. Ο χώρος είναι μια αναγκαία αντίληψη a priori, στην οποία βασίζονται όλες οι εξωτερικές εποπτείες. Δεν μπορεί ποτέ να φανταστεί κανείς πως δεν υπάρχει χώρος, αν και μπορούμε να φανταστούμε ότι δεν υπάρχει τίποτε μέσα στο χώρο.
3. Ο χώρος δεν είναι συμπερασματική ή, όπως λένε, γενική έννοια για οποιεσδήποτε σχέσεις των πραγμάτων, αλλά μια καθαρή εποπτεία. Γιατί κατ’ αρχή μόνον έναν ενιαίο χώρο μπορεί να φανταστεί κανείς, κι όταν μιλάει κανείς για πολλούς χώρους εννοεί μ’ αυτό μονάχα τμήματα ενός και του αυτού μοναδικού χώρου.
4. Ο χώρος νοείται σαν ένα άπειρο μέγεθος. Κατά μια έννοια δεν μπορεί να νοηθεί σαν να περιείχε μέσα της ένα ατελείωτο πλήθος παραστάσεων. Κι εν τούτοις ο χώρος νοείται έτσι. Συνεπώς η πρωταρχική ιδέα για το χώρο είναι εποπτεία και όχι έννοια»
Σ’ ότι αφορά τη φυσική, ο Καντ θεωρούσε όχι μόνο το χώρο και το χρόνο, αλλά και το νόμο της αιτιότητας και την έννοια της ουσίας σαν a priori.
Σ’ ότι αφορά τη φυσική, ο Καντ θεωρούσε όχι μόνο το χώρο και το χρόνο, αλλά και το νόμο της αιτιότητας και την έννοια της ουσίας a priori. Αργότερα προσπάθησε να συμπεριλάβει και το νόμο διατήρησης της ύλης, την ισότητα δράσης αντίδρασης, ακόμα και τον νόμο της βαρύτητας. Κανένας φυσικός δεν θα ήταν σήμερα πρόθυμος να ακολουθήσει εδώ τον Καντ, αν ο όρος “a priori” χρησιμοποιηθεί με το απόλυτο νόημα που της είχε δώσει ο Καντ. Στα μαθηματικά ο Καντ θεωρούσε την ευκλείδεια γεωμετρία ως a priori.
Προτού συγκρίνουμε τις αντιλήψεις αυτές του Καντ με τ’ αποτελέσματα της σύγχρονης φυσικής, πρέπει να αναφέρουμε ακόμα ένα κομμάτι του έργου του, στο οποίο θα χρειαστεί ν’ αναφερθούμε αργότερα. Και στην καντιανή φιλοσοφία επίσης ανέκυψε το δυσάρεστο ερώτημα, αν τα πράγματα «υπάρχουν πραγματικά», το οποίο κάποτε είχε δώσει, όπως είναι γνωστό, την αφορμή για την εμπειριοκρατική φιλοσοφία. Αλλά ο Καντ δεν ακολούθησε εδώ τη γραμμή του Μπέρκλεϋ και του Χιουμ, παρότι που λογικά αυτό θα ήταν συνεπές. Διατήρησε στη φιλοσοφία του την έννοια «πράγμα καθ΄εαυτό» και χαρακτήρισε μ’ αυτό μια αιτία της αίσθησης, που ήταν διάφορη από την αίσθηση. Με τον τρόπο αυτό διατήρησε μια κάποια σύνδεση με το ρεαλισμό.
Aν συγκρίνει κανείς τις αντιλήψεις του Καντ με τα αποτελέσματα της σύγχρονης φυσικής, τότε φαίνεται με την πρώτη ματιά σαν η κεντρική του έννοια των “συνθετικών κρίσεων a priori” να είχε καταστραφεί ολότελα από τις φυσικοπιστημονικές ανακαλύψεις του αιώνα μας.
Η θεωρία της σχετικότητας άλλαξε τις αντιλήψεις μας για τον χώρο και τον χρόνο, έφερε πραγματικά στο φως εντελώς καινούργια χαρακτηριστικά του χώρου και του χρόνου, από τα οποία δεν υπάρχει ούτε ίχνος στις a priori μορφές της καθαρής εποπτείας του Καντ. Ο νόμος της αιτιότητας δεν χρησιμοποιείται στη θεωρία των κβάντων ή εν πάσει περιπτώσει δεν χρησιμοποιείται με τον ίδιο τρόπο όπως στην κλασική φυσική, και ο νόμος της διατήρησης της ύλης δεν είναι πια σωστός για τα στοιχειώδη σωματίδια. Φυσικά ο Καντ δεν μπορούσε να προβλέψει τις νέες ανακαλύψεις. Αλλά επειδή ήταν πεπεισμένος, πως οι ιδέες του θ’ αποτελούσαν οπωσδήποτε τη βάση για κάθε μεταφυσική του μέλλοντος, που αυτοονομάζεται επιστημονική, είναι ενδιαφέρον να δούμε που υπήρξαν σφαλερά τα επιχειρήματά του.
Σαν παράδειγμα ας αναζητήσουμε το νόμο της αιτιότητας. Ο Καντ λέει: «Όταν πληροφορούμαστε πως κάτι συμβαίνει, προϋποθέτουμε κάθε φορά, πως κάτι προηγείται, στο οποίο αυτό ακολουθεί σύμφωνα με ένα νόμο». Αυτή είναι, όπως ισχυρίζεται ο Καντ, η βάση για κάθε επιστημονική εργασία. Γι αυτή τη συζήτηση, ελάχιστα ενδιαφέρει αν μπορούμε ή όχι να βρίσκουμε πάντα το προηγούμενο φαινόμενο απ’ το οποίο απορρέει το άλλο. Πραγματικά, το βρίσκουμε πολύ συχνά, μα κι αν ακόμα είναι αδύνατο, τίποτε δεν μπορεί να μας εμποδίσει να ρωτάμε τι θα μπορούσε να είναι αυτό το προηγούμενο συμβάν και να ψάχνουμε γι αυτό. Μ’ αυτό τον τρόπο ο νόμος της αιτιότητας ανάγεται απλώς στη μέθοδο της επιστημονικής έρευνας. Είναι ο όρος, που καθιστά δυνατή γενικά την επιστήμη. Επειδή πραγματικά εφαρμόζουμε αυτή τη μέθοδο, ο νόμος της αιτιότητας είναι a priori και δεν συνάγεται από την εμπειρία.
Είναι σωστό αυτό στην ατομική φυσική; Για παράδειγμα ένα άτομο ραδίου μπορεί να εκπέμψει ένα σωματίδιο άλφα. Ο χρόνος για την εκπομπή του σωματιδίου α δεν μπορεί να προβλεφθεί. Οι φυσικοί μπορούν από την εμπειρία τους να δηλώσουν μονάχα πως κατά μέσον όρο η εκπομπή θα συμβεί μέσα σε δυο χιλιάδες χρόνια περίπου. Όταν παρατηρείται η εκπομπή του σωματιδίου α, οι φυσικοί δεν ρωτάνε πια στην πραγματικότητα για ένα προηγούμενο συμβάν, το οποίο θα έπρεπε αναγκαστικά να συνεπάγεται την εκπομπή.
Λοιπόν, όταν παρατηρούμε την εκπομπή, δεν ζητάμε αποκλειστικά ένα προηγούμενο φαινόμενο απ’ το οποίο πρέπει να ακολουθεί η εκπομπή σύμφωνα με ένα κανόνα. Λογικά θα ήταν πέρα για πέρα δυνατό να ψάξουμε για ένα τέτοιο προηγούμενο συμβάν. Δεν χρειάζεται να αποθαρρυνθούμε απ’ το γεγονός, πως μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί. Αλλά γιατί λοιπόν έχει αλλάξει πραγματικά η επιστημονική μέθοδος απ’ τον καιρό του Καντ σ’ αυτό το πολύ θεμελιακό ερώτημα;………
Απόσπασμα από το βιβλίο του Werner Heisenberg, “Φυσική και Φιλοσοφία“
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)