Σελίδες

Κυριακή 23 Απριλίου 2017

Η δημιουργία χωρίς... Δημιουργό


Παρά τον εικονοκλαστικό ζήλο που έχουν επιδείξει τα λαμπρότερα μυαλά του είδους μας -φιλόσοφοι, επιστήμονες, κοινωνιολόγοι- ενάντια στις λεγόμενες θεολογικές ψευδαισθήσεις, παρά τον συστηματικό και δικαιολογημένο πόλεμο ενάντια στις σκοταδιστικές θεοκρατικές-εκκλησιαστικές αντιλήψεις του παρελθόντος και παρά την πανίσχυρη επιστημονική «εκκοσμίκευση» της ανθρώπινης κατάστασης, η ανάγκη για υπερβατικές και θρησκευτικές εμπειρίες φαίνεται πως εξακολουθεί να αποτελεί ανεξάλειπτο χαρακτηριστικό της ζωής και της σκέψης των σύγχρονων ανθρώπων.



Γιατί η θρησκευτική πίστη είναι ένα διαχρονικό και πανταχού παρόν ανθρωπολογικό φαινόμενο; Μήπως οι πιστοί σε κάποια θρησκεία ζουν καλύτερα, περισσότερο ή και υγιέστερα από τους άθεους; Είμαστε πραγματικά ελεύθεροι να επιλέγουμε το αν θα πιστεύουμε ή όχι σε κάποια θεότητα;

Και η σύγχρονη επιστήμη πώς αντιμετωπίζει αυτή τη μαζική συμπεριφορά; Είναι άραγε σε θέση να εξηγήσει το γιατί η πλειονότητα των ανθρώπων εξακολουθεί να υποκύπτει στον πειρασμό των θρησκευτικών, υπερφυσικών και απόκοσμων «εξηγήσεων»; Με τέτοια «ενοχλητικά» αλλά, δυστυχώς, επίκαιρα ερωτήματα αποφασίσαμε να γιορτάσουμε τη Μεγάλη Εβδομάδα.

Εχουν περάσει πάνω από τρεις αιώνες απρόσκοπτης εξέλιξης της επιστημονικής σκέψης, η οποία οδήγησε σε εντυπωσιακή αύξηση των γνώσεών μας για τον φυσικό κόσμο και τον άνθρωπο.

Εντούτοις, ακόμη και σήμερα, πάνω από το 90% του παγκόσμιου πληθυσμού δηλώνει ότι εξακολουθεί να πιστεύει στην ύπαρξη κάποιας υπερφυσικής δημιουργικής δύναμης, ενώ πάνω από το 50% από αυτούς αποκαλεί αυτή τη δύναμη «Θεό».

Είναι προφανές ότι οι θρησκείες επινοήθηκαν και υπάρχουν επειδή επιτελούν κάποια θεμελιώδη κοινωνική και, ενδεχομένως, μια ψυχοθεραπευτική λειτουργία. Ναι, αλλά ποια ακριβώς;

Η κατανόηση των προϋποθέσεων όσο και των αναγκών που εκδηλώνονται ως πίστη σε κάποια θρησκεία δεν μπορεί να εξαρτάται μόνο από «εξωγενείς» ιστορικούς-κοινωνιολογικούς παράγοντες.

Ετσι, για παράδειγμα, η επίκληση εξωγενών αιτιακών παραγόντων -ιστορικών, κοινωνικών ή και υπερφυσικών- αφήνει αναπάντητο το πιο αποφασιστικό ίσως ερώτημα: γιατί η θρησκευτική πίστη στο υπερβατικό αποτελεί ένα καθολικό και διαχρονικό ανθρωπολογικό φαινόμενο;

Η ανάγκη μας για «πίστη» σχετίζεται άμεσα και εξαρτάται από τα ιδιαίτερα βιολογικά χαρακτηριστικά μας ως είδους και, ειδικότερα, από τα εγγενή φυσικά όρια ή περιορισμούς του ανθρώπινου νου. Χαρακτηριστικά του ανθρώπινου νου που, ενώ δεν σχεδιάστηκαν από κανέναν πάνσοφο Δημιουργό, προϋπάρχουν και από κοινού με την ιστορία διαμορφώνουν τις συγκεκριμένες εκδηλώσεις των δήθεν θρησκευτικών αναγκών μας.

Θεολογική αποτοξίνωση


Χριστιανισμός, Δευτέρα Παρουσία


Αν δεχτούμε, συμφωνώντας με τον Μαρξ, ότι «η θρησκεία είναι το όπιο των λαών», τότε οφείλουμε να διαπιστώσουμε, αντικειμενικότατα, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν και εξακολουθούν να είναι «οπιομανείς του υπερφυσικού». Μήπως τελικά η θρησκευτική πίστη, εκτός από τις εμφανείς κοινωνικές ή πολιτισμικές λειτουργίες της, εξυπηρετεί και κάποιες βαθύτερες βιολογικές και άρα εξελικτικές μας ανάγκες;

Ενάμιση αιώνα μετά τη διατύπωση της θεωρίας της εξέλιξης από τον Δαρβίνο, έχει μεγάλο ενδιαφέρον να κατανοήσουμε το πώς αυτή η επιστημονική θεωρία επηρέασε -και επηρεάζει!- τις πανίσχυρες θρησκευτικές προκαταλήψεις των ανθρώπων. Και με ποιες πανούργες μεθοδεύσεις οι σύγχρονοι «δημιουργιστές» επιχειρούν να αντιδράσουν στα θανάσιμα πλήγματα που δέχονται από την επιστημονική έρευνα οι θεοκρατικές «εξηγήσεις» τους;

Η σύγκρουση των εξελικτικών ιδεών με τις «αιώνιες», ως εξ αποκαλύψεως, θρησκευτικές αλήθειες θα έπρεπε να θεωρείται, σήμερα, όχι μόνο ιστορικά ξεπερασμένη αλλά και εντελώς στείρα γνωσιακά: αφενός, γιατί αποκλείει κάθε προσπάθεια διαλόγου μεταξύ της «εκκοσμικευτικής» επιστήμης και της «υπερβατικής» θρησκείας και, αφετέρου, γιατί μας εμποδίζει να κατανοήσουμε τα βαθύτερα αίτια της επίμονης ανάγκης μας για υπερβατικές ή θρησκευτικές εξηγήσεις.

Αραγε, η εμφάνιση κάθε μορφής ζωής πάνω στη Γη, των ανθρώπων μη εξαιρουμένων, είναι το αξιοθαύμαστο προϊόν ενός πάνσοφου και νοήμονος σχεδιασμού ή, αντίθετα, προέκυψε αποκλειστικά από φυσικές διεργασίες;

Για την κατανόηση κάθε μεγάλου εξελικτικού βήματος, κατά τη διάρκεια των 4,7 δισεκατομμυρίων χρόνων της γήινης βιολογικής ιστορίας, είναι όντως απαραίτητη η επίκληση ενός Υπέρτατου Αρχιτέκτονα ή, αντίθετα, η «τυφλή» φυσική επιλογή αποτελεί την αναγκαία και συνήθως επαρκή επιστημονική εξήγηση;

Ανάλογα με το πώς απαντά κανείς σε αυτό το θεμελιώδες ερώτημα κατατάσσεται αυτομάτως σε ένα από τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, των «δημιουργιστών» ή των «εξελικτιστών».

Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η ιδέα της βιολογικής «εξέλιξης» δεν επινοήθηκε από τον Δαρβίνο· διάφοροι σημαντικοί στοχαστές πριν από αυτόν είχαν διατυπώσει, λιγότερο ή περισσότερο ρητά, την υπόθεση ότι τα έμβια όντα μεταμορφώνονται στη διάρκεια του χρόνου.

Για παράδειγμα, ο Αναξίμανδρος (610-540 π.Χ.) πρότεινε μια πολύ ευφάνταστη εξελικτική ανθρωπογονία, σύμφωνα με την οποία οι πρώτοι άνθρωποι δημιουργήθηκαν από ιχθυόμορφα πλάσματα. Αλλά και άλλοι προσωκρατικοί φιλόσοφοι είχαν προτείνει ανάλογες εικασίες για τη φυσική προέλευση και τις συνεχείς μεταμορφώσεις των πρώτων μορφών ζωής.

Αυτές οι πρώτες προσπάθειες των προσωκρατικών φυσικών φιλοσόφων να διατυπώσουν κάποια εύλογη εξήγηση για την εμφάνιση της ζωής, παρά την απλοϊκότητά τους, είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: επέμεναν στην «αυθόρμητη γένεση» και όχι στη «δημιουργία» της ζωής από κάποια πάνσοφη θεότητα, όπως αργότερα θα υποστηρίξει ο Πλάτων στον «Τίμαιο».

Η ιδέα της ύπαρξης ενός πάνσοφου Δημιουργού που έχει προσχεδιάσει τα πάντα θα αποτελέσει, κατά την αρχαιότητα, την ταφόπλακα για τις πρώιμες εξελικτικές ιδέες των προσωκρατικών.

Μάλιστα, μετά την επικράτηση του χριστιανισμού στη Δύση, ακόμη και η ιδέα ενός αυθόρμητα εξελισσόμενου Σύμπαντος, το οποίο λειτουργεί σύμφωνα με αυστηρούς και απαραβίαστους φυσικούς νόμους, θα εγκαταλειφθεί οριστικά για πολλούς αιώνες.

Μόνο κατά τον 17ο αιώνα, η νέα φυσική φιλοσοφία θα αρχίσει δειλά δειλά να ανατρέπει αυτή την αμετάβλητη στον χρόνο εικόνα της Φύσης.

Πρώτοι οι αστρονόμοι θα δείξουν ότι η Γη δεν είναι η κορωνίδα της δημιουργίας του Σύμπαντος, αλλά ένας μικρός πλανήτης που περιστρέφεται γύρω από τον Ηλιο.

Εναν αιώνα μετά, οι γεωλόγοι θα αρχίσουν να ανασυγκροτούν την ιστορία της Γης και θα κατανοήσουν ότι η ηλικία της είναι πολύ μεγαλύτερη από όσο πίστευε η Εκκλησία: όχι 4.000 χρόνια, αλλά πάνω από 168.000 χρόνια. Σήμερα, γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι η πραγματική ηλικία της Γης είναι ακόμη πιο μεγάλη: σχηματίστηκε πριν από 5 δισεκατομμύρια χρόνια.

Ενα άλλο μεγάλο πλήγμα στο βιβλικό παραμύθι της ζωής ήταν η ανακάλυψη, από τους νεωτερικούς εξερευνητές του πλανήτη, παντελώς άγνωστων φυτών και ζώων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσαν μέχρι τότε οι δυτικοί φυσιοδίφες· ζώα και φυτά που ασφαλώς δεν υπήρχαν στην... Κιβωτό του Νώε.

Αν ο Θεός υπάρχει, γιατί δημιούργησε τον Δαρβίνο;

Δαρβίνος


Πράγματι, η αξιοπιστία των βιβλικών αφηγήσεων θα αρχίσει να κλονίζεται σοβαρά μόνο κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, χάρη στη συστηματική μελέτη των απολιθωμάτων, η οποία αποκάλυψε ένα απέραντο βασίλειο από εντελώς άγνωστα «προϊστορικά» ζώα και φυτά, που είχαν εξαφανιστεί πριν από πολλούς αιώνες.

Η πρώτη αντίδραση και η καλύτερη εξήγηση που σκέφτηκαν οι φυσιοδίφες της εποχής ήταν να περιγράψουν τα απολιθώματα των εξαφανισμένων ζώων είτε ως ατυχήματα της φύσης (lusus naturae) είτε ως θλιβερά απομεινάρια του μεγάλου βιβλικού Κατακλυσμού.

Μια άλλη, εντελώς παλαβή, «εξήγηση» ήταν ότι αυτά τα αινιγματικά απολιθώματα ζώων είχαν τοποθετηθεί επίτηδες από τον Θεό, για να θέσει σε δοκιμασία την πίστη των ανθρώπων!

Πάντως, η εντυπωσιακή αύξηση των γνώσεων για τον φυσικό και τον έμβιο κόσμο δεν οδήγησε τους τότε απολογητές της θρησκείας να εγκαταλείψουν τις εμφανώς λανθασμένες απόψεις τους σχετικά με τη δομή και τη λειτουργία του φυσικού κόσμου.

Αντιθέτως, τους ανάγκασε να καταφύγουν σε έναν «διαβολικό» ελιγμό: να χρησιμοποιήσουν τις ανακαλύψεις της επιστήμης για να επιβεβαιώσουν την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός Πάνσοφου Δημιουργού, ο οποίος υποτίθεται ότι εγγυάται όχι μόνο την εύρυθμη λειτουργία του φυσικού κόσμου αλλά και την ανωτερότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Αυτό το καινοφανές και «επιστημονικά ανανεωμένο» κίνημα θρησκευτικού φονταμενταλισμού υποστήριζε ότι η πιο ασφαλής οδός για τη γνώση και τη διάδοση των έργων του Θεού δεν ήταν η επιβολή των εξ αποκαλύψεως αληθειών του αλλά η συνειδητοποίηση των πανάγαθων σχεδίων Του μέσα από την επιστημονική κατανόηση της τελειότητας και της αρμονίας της Φύσης. Και η προσπάθεια να παντρέψουν τη νέα επιστημονική γνώση με τα θεολογικά μυστήρια ονομάστηκε «Φυσική Θεολογία».

Σύμφωνα με τους φυσικούς θεολόγους, η επιστήμη όχι μόνο δεν είναι αντίπαλος της θρησκείας, αλλά αντιθέτως, με το να αποκαλύπτει η επιστήμη τη βαθύτερη νομοτέλεια και την αρμονία του φυσικού κόσμου μας προσφέρει την καλύτερη δυνατή απόδειξη της σοφίας και της παντοδυναμίας του Πλάστη!

Η πρώτη πλήρης και σαφής διατύπωση αυτού του θεολογικού επιχειρήματος για τον «σκόπιμο σχεδιασμό» όλων των πολύπλοκων φυσικών δομών -από τους πλανήτες μέχρι το μάτι που τους παρατηρεί- διατυπώθηκε το 1802, στο βιβλίο «Φυσική Θεολογία» (Natural theology) του Αγγλικανού ιερέα και φυσιοδίφη William Paley.

Στο βιβλίο αυτό διατυπώνεται ρητά το επιχείρημα του Θεού-τεχνουργού: αν κάποιος έβρισκε θαμμένο σε ένα βουνό ένα πολύπλοκο μηχάνημα, π.χ. ένα ρολόι, μελετώντας το θα κατέληγε αναγκαστικά στο συμπέρασμα ότι κάποιος ωρολογοποιός το είχε κατασκευάσει, γιατί τα διάφορα περίπλοκα μέρη του (γρανάζια, ελατήρια) είχαν εμφανώς τοποθετηθεί σκόπιμα και όχι τυχαία, για να επιτελούν κάποιο σκοπό.

Εφαρμόζοντας το ίδιο σκεπτικό στη μελέτη των ζωντανών οργανισμών, ο Paley διατείνεται ότι αν μελετήσει κανείς λεπτομερώς τη δομή και τη λειτουργία των επιμέρους οργάνων ενός οργανισμού, θα οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να δημιουργήθηκαν τυχαία, αλλά αποτελούν το έργο ενός πάνσοφου και πανάγαθου σχεδιαστή, ο οποίος προφανώς δεν μπορεί να είναι άλλος από τον Θεό!

Το πρόβλημα με το επιχείρημα του «σκόπιμου σχεδιασμού» είναι ότι διαπράττει το λογικό σφάλμα της «λήψης του ζητουμένου», θεωρεί δηλαδή ως δεδομένο αυτό που πρέπει να αποδείξει. Και επιπλέον, δεν επιβεβαιώνεται από τις επιστημονικές παρατηρήσεις: δεν υπάρχει καμία βιολογική δομή και κανένας οργανισμός που να λειτουργούν «τέλεια». Συνεπώς ο υποθετικός Δημιουργός τους δεν μπορεί να θεωρείται τέλειος και πάνσοφος!

Πριν από 150 χρόνια, στις 24 Νοεμβρίου του 1859, ο Κάρολος Δαρβίνος εξέθεσε αναλυτικά στο βιβλίο του «Περί της καταγωγής των ειδών μέσω της φυσικής επιλογής» πολλά επιχειρήματα και παρατηρήσεις που καταρρίπτουν την εντελώς αβάσιμη θεολογική εικασία περί «ευφυούς σχεδιασμού» των βιολογικών οργανισμών.

Στο περίφημο αυτό βιβλίο ο πατέρας της σύγχρονης εξελικτικής θεωρίας υποστηρίζει την ακριβώς αντίθετη άποψη: ο βασικός μηχανισμός για την ανάδυση και την εξέλιξη της βιολογικής πολυπλοκότητας είναι η φυσική επιλογή.

Με αφετηρία μια σειρά από καλά τεκμηριωμένες υποθέσεις, όπως: 1. οι φυσικοί πόροι σε ένα δεδομένο περιβάλλον είναι περιορισμένοι· 2. τα άτομα ενός πληθυσμού διαφέρουν μεταξύ τους· 3. τα βασικά χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τα άτομα ενός πληθυσμού είναι κληρονομήσιμα, ο Δαρβίνος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αν οι πόροι του περιβάλλοντος είναι περιορισμένοι και τα άτομα ενός πληθυσμού διαφέρουν μεταξύ τους, τότε στον «αγώνα για την ύπαρξη» η επιβίωση δεν είναι καθόλου τυχαία, αλλά εξαρτάται από κάποια ιδιαίτερα βιολογικά χαρακτηριστικά που επιτρέπουν σε ορισμένα άτομα να είναι καλύτερα προσαρμοσμένα στο δεδομένο περιβάλλον.

Αυτόν τον μηχανισμό διαφορικής επιβίωσης μέσα σε έναν πληθυσμό ο Δαρβίνος τον αποκάλεσε «φυσική επιλογή», γιατί, μολονότι δεν διαθέτει καθόλου βούληση ή συνείδηση, μπορεί τελικά να «επιλέγει» ποια άτομα είναι καλύτερα προσαρμοσμένα για να επιβιώσουν και να αναπαραχθούν στο περιβάλλον τους.

Η εικόνα της ζωής που προκύπτει από το έργο του Δαρβίνου είναι όχι μόνο καινοφανής, αλλά και βαθύτατα επαναστατική. Εκεί που ένας προδαρβινικός φυσιοδίφης έβλεπε μόνο φυσική αρμονία, σταθερότητα και σκόπιμο σχεδιασμό, ένας δαρβινιστής βλέπει προσαρμοστικά χαρακτηριστικά και διαρκή αγώνα για την επιβίωση και την αναπαραγωγή, δηλαδή μια φυσική διαδικασία που οδηγεί αναπόφευκτα στη διαρκή εξέλιξη των ειδών.

Ενώ για τον προδαρβινικό τρόπο σκέψης η βιοποικιλότητα και η ποικιλομορφία μεταξύ των ατόμων του ίδιου είδους ήταν ένα επουσιώδες και δευτερεύουσας σημασίας γεγονός, το οποίο καθόλου δεν έθιγε την προδιαγεγραμμένη από τον Θεό αρμονία, για έναν εξελικτιστή αυτή η μεγάλη ποικιλομορφία αποτελεί τη βασική προϋπόθεση της εξέλιξης.

Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα, 150 χρόνια μετά τη δημοσίευση των ιδεών του Δαρβίνου, οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι η βιολογική εξέλιξη είναι απλώς μια θεωρία και όχι ένα καλά επιβεβαιωμένο φυσικό φαινόμενο.

Γιατί όμως η αποδοχή της συγκεκριμένης επιστημονικής εξήγησης του φαινομένου της ζωής συνάντησε και εξακολουθεί να συναντά απίστευτες αντιστάσεις;

Πού βασίζονται οι οπαδοί του «Ευφυούς Σχεδιασμού» (Intelligent Design), μιας σύγχρονης εκδοχής της Φυσικής Θεολογίας, όταν απαιτούν να διδάσκονται στα σχολεία της Αμερικής και της Ευρώπης οι αναπόδεικτες θεολογικές πεποιθήσεις τους;

Για την προσπάθεια αυτών των νεοσκοταδιστών να εμφανίζουν ως αναφαίρετο δημοκρατικό τους δικαίωμα (!) το παράλογο αίτημά τους να θεωρείται ως εξίσου εύλογη και επιστημονικά τεκμηριωμένη η άποψη ότι ο Θεός παρεμβαίνει σκοπίμως και προσανατολίζει τελεολογικά όλες τις εξελικτικές διεργασίες, θα πούμε πολύ περισσότερα στα επόμενα άρθρα μας.

http://www.efsyn.gr/arthro/i-dimioyrgia-horis-dimioyrgo

Lemmy

1 σχόλιο:

  1. Αυτό το άρθρο με άρεσε και το δημοσίευσα στο Google +
    Ένας που πιστεύει προσεύχετε στο Θεό και προστάτη του και ελπίζει στη βοήθεια του. Ο άπιστος πρέπει να τα καταφέρει μόνος αφού δεν έχει θεό προστάτη. Ίσως γι αυτό μερικοί προσπαθούν να αυξήσουν την πίστη τους, για να μην αισθάνονται ορφανοί χωρίς θεό πατέρα και προστάτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)