Την πρώτη μέρα κάθισα ήσυχα και σχεδίασα την Ασκητική μου. Όπως πάντα μου αρέσει, με αριθμούς, με αυστηρή λογική εξάρτηση, με γεωμετρική παραφροσύνη έστρωσα το πρόγραμμά μου. Η βάση μου ήταν απλότατη: "Να κάνω ό,τι δε μου αρέσει". Μοίραζα τον εαυτό μου σε δυο στρατόπεδα: το απάνου και το κάτου, το φωτεινό και το σκοτεινό, την ψυχή και το σώμα, και κήρυχνα φανερό πια μεταξύ τους τον πόλεμο.
Έλεγα: Θα ταπεινώσω και θα στενέψω, όσο μπορέσω, τις πεθυμιές της σάρκας: Θέλει να κοιμηθεί; Θ’ αγρυπνήσω. Θέλει να φάει; Θα νηστέψω. Θέλει να καθίσει; Θα σηκώνομαι και θ’ ανεβαίνω στο βουνό. Κρυώνει; Θα γυμνώνομαι και θα περπατώ στις πλάκες.
Την άσκηση πρέπει να την πάρω ως μέθοδο πειθαρχίας, υποταγής του κατώτερου στον ανώτερο, τροχό που με την περιστροφή του συναρπάζει τη λάσπη και της δίνει το πρόσωπο που θέλει.
Κι αγάλια θ’ ανεβαίνω σε σκληρότερους άθλους: Άμα νικήσω τη σάρκα, θα στραφώ στην ψυχή και θα τη μοιράσω κι αυτή σε δύο στρατόπεδα: κατώτερο κι ανώτερο, ανθρώπινο και θεϊκό. Θα πολεμήσω τις μικρές πνεματικές ηδονές, το διάβασμα και την ανάμνηση, την ευχαρίστηση για τη νίκη, τη δικαιοσύνη, τη φιλία και την τρυφερότητα, τη χαρά και τη θλίψη.
Και πάλι, σαν και δεύτερη φορά νικήσω, θα κηρύχνω μέσα μου νέο μελισμό: Κάτου η ελπίδα, ο στερνός εχτρός, και πάνου, ψηλά, η φλόγα του Θεού που θα με τρώει, χωρίς καπνούς και σάλεμα, μέσα σε βαθύ σκοτάδι και σιγή.
Όχι! όχι! Ποτέ δε θα πω το μαρτύριο και την ηδονή στο βαθύ τούτο λάκκο της σκήτης. Όχι γιατί δε θέλω ή δεν τολμώ, μα γιατί ανείπωτο είναι το μαρτύριο και δεν υπάρχουν λόγια ανθρώπου να χωρέσουν την ηδονή του.
Σε τρεις μήνες δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου από τη νηστεία και την κακοπέραση, τα μάτια μου είχαν αγριέψει από την αϋπνία, τ’ αυτιά μου βούιζαν, τα μπράτσα μου και τα πόδια είχαν γίνει σαν της ακρίδας. Μα στις πλάτες μου ένιωθα κ’ εγώ κάποτε, το βράδυ, σαν έπεφτεν ο ήλιος δυο μεγάλες φλόγες σα φτερά.
Και καταχτυπούσε μέσα μου η ψυχή και δυνατά, στη μοναξιά της, μπροστά στο κατώφλι ξεφωνούσε: Από το χαμηλό κατώι που μ’ έχουν καταχωνιάσει σαν τον αναμμένο δαυλό που τον τρίβουν στο χώμα, μ’ αυτός δε θέλει να σβήσει, ολόρθη αναπηδώ κι αρπάζομαι απ’ το στενό φεγγίτη και με τα φρένα λαγαρισμένα απ’ την ιερής αγρύπνια, στηλά τη γης αλάκερη αγναντεύω.
Μήτε η μοναξιά με το τραχύ φιλικό της χέρι απάνου στον ώμο του, καθώς σεργιανίζομε μαζί το αχάραχτο ρουμάνι, μήτε η τρίσβαθη σιωπή που θρέφει το νου μου, μήτε η ελπίδα που μέστωσε πια και δαγκώνει με θυμό του βυζιού τη ρώγα και στέρεη τώρα ζητάει θροφή να ξεπεινάσει, μπορούν να πνίξουν μέσα μου την αδάμαστη κραυγή.
Δούλεψα στην έγνοια και στην απαντοχή το κορμί μου, τα στήθη μου βούλιαξαν και τα πόδια μου πλατύναν και σκληρύναν πατώντας τις πέτρες, κ’ έγινα σαν το σπαθί που κόβει σε δυο τη νύχτα.
Με βάλαν μερονυχτίς ν’ αλέθω, και κατεβαίνουνε στη φυλακή μου ετούτη τα γέλοια τους και τα παιχνίδια.
Μα εγώ ρίχνω το κεφάλι ανάμεσα στα ξερά μου γόνατα, γρούζοντας σα σκύλα δεμένη κι αλέθω το χαμό τους. Είμαι βασιλοπούλα και δεν ξεπέφτω. Ίσια! το μάτι ανοιχτό, πλάκα ατσαλένια η καρδιά και γράφε. Τι βλέπεις;
Βλέπω τις ντροπές, βλέπω τις πολιτείες, βλέπω τη ζωή να στήνει το παρδαλό τσαντίρι της στα τρίστρατα. Δε διαλέγεις! Κι ο αετός σε βατεύει κι ο σάλιαγκας! Κατάντησες σταυροδρόμι και σε πηδούν οι τέσσερεις ανέμοι και γιόμισες τη γης μούλους και μούλες!
Καιρός το πολύβουο πανηγύρι να διαλύσει και το φραγγέλιο να χελιδονίσει στον αέρα κ’ η ψυχή μου, η τεράστια σπίθα, να τιναχτεί στα μουράγια σου, Βαβυλώνα, να χυμήσει στους δρόμους, να κάψει τους ξύλινους θεούς, να λειώσει τα χρυσά μουσκάρια και να τυλίξει τα νεφρά σου και συ να μουκανιέσαι ζητώντας έλεος.
Μα η ψυχή δε σταματάει, κορώνει, γιατί συδαυλίζει ορμώντας πίσου της, σαν ανεμορούφουλας, η πνοή του Θεού. Αχ! αχ! Τη στάχτη σου, τη ζεστή, τη νιώθω να χωράει στη μικρή μου ετούτη φούχτα!
Νίκος Καζαντζάκης
logotexnika
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)