Σελίδες

Τρίτη 18 Ιουνίου 2019

Στον αριθμό 6


"Μια δουλειά, μια γαμημένη δουλειά", φώναζε με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, την ώρα που κοκκίνιζε το φανάρι στη διάβαση των πεζών. Οι παλάμες ανοιχτές, κάτι ανάμεσα σε ικεσία, οργή και απόγνωση που ήθελε να τα φτάσει ψηλά.

Κάνα δυο την κοίταξαν αδιάφορα. Οι περισσότεροι βιάζονταν να περάσουν τα πόδια τους απέναντι.

Η μορφή του Παναγιώτη της, γέμισε το διάζωμα, πέρασε τη λεωφόρο, σκέπασε τη βουή του δρόμου, σκοτείνιασε τα μέσα της.

Τα μουτράκια του αδύνατα. «Πώς στέκεται Παναγία μου;» μονολόγησε.

«Μαμά πεινάω».

«Κυρία μου πρέπει να το δει γιατρός το παιδί», της είπε χθες ο διευθυντής του σχολείου.

*****
Άναψε το πράσινο κι αφέθηκε να παρασυρθεί απ’ το βιαστικό πλήθος. Μήπως ήξερε πού να πάει;


Μάταια τα παρακαλετά της απ’ το πρωί. Άδικα τα πόδια της σεργιάνισαν όλη την Αθήνα.

«Τι να σε κάνουμε»; «Εδώ διώχνουμε κόσμο», της είπε το αφεντικό στο τυροπιτάδικο.

«Κεσάτια κυρά μου»

«Μαμά πεινάω»

«Θα σας κάνω έξωση»

«Ο Θεός είναι μεγάλος»

Ένας αχταρμάς από λόγια με πολεμικές διαθέσεις την κύκλωσαν. Τα μάτια της άοπλα κοίταζαν το κενό.

«Έφυγες κι εσύ νωρίς», ψιθύρισε με τη φωνή κομμάτια.

Σε ποιον απ’ όλους;

Σάμπως είχε καμιά σημασία; Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν υπήρχε για να της αποκριθεί.

*****
Γύρισε επιτόπου σαν μια ξαφνική παρόρμηση να της έγνεψε και κατηφόρισε την παραλιακή.

Στον αριθμό 6 έγραφε η τελευταία αγγελία που την είχε διαγράψει με το μαύρο μαρκαδόρο.

Στον αριθμό 6.

Ώριμος κύριος ευκατάστατος, γενναιόδωρος, αναζητεί συντροφιά τις βραδινές κυρίως ώρες. Ελληνίδες μόνον. (χτυπήστε κουδούνι, κον Περικλή, διακριτικά παρακαλώ).

Τούτο το ''γενναιόδωρος'', σαν να ξεγλίστρησε απ’ τη μουντζούρα που άφηνε στα υπόλοιπα το μεγάλο μαύρο Χ. Σαν να της έταζε σάπια χαμόγελα ένα ξεδοντιασμένο στόμα. Μα όσο να πεις, χαμόγελα ήτανε στα μάτια του αγλύκαντου.

*****
Έσιαξε τα μαλλιά της βιαστικά στη βιτρίνα με τα γυναικεία αξεσουάρ, σκούπισε τις χοντρές στάλες του ιδρώτα που αυλάκωναν το πρόσωπο της, ανακάτεψε τα χείλια της με τη γλώσσα για να φανούν πρόθυμα και ονειρεύτηκε τη σούπα που θα έφτιαχνε στο μικρό της… Αν ήταν τυχερή… αν άρεσε στον γενναιόδωρο και διακριτικό κύριο Περικλή.

*****
Έξω απ’ τον αριθμό 6, άρχισε να βρέχει ηδονές κι οδύνες.

Έξω απ’ το σπίτι της οι γειτόνισσες περίμεναν το ΕΚΑΒ για τον μικρό που κειτόταν καταγής.

«Πού να είναι η πουτάνα τέτοια ώρα», είπε μια, η πιο θεοσεβούμενη, με κότσο τα γκρίζα της μαλλιά, τη ρόμπα κουμπωμένη μέχρι πάνω και το στόμα σφιχτό. Σαν μια ξέκληρη γραμμή έμοιαζε που μοίραζε θανάτους στον ορίζοντα.

«Εμ, δε βλέπεις;», είπε μια άλλη. «Αφού το νου της τον έχει στους άντρες». «Ούτε μια φορά δεν πάτησε στον εσπερινό η βρώμα».

«Ούτε μια φορά δεν πάτησε στον εσπερινό η βρώμα»… αντιλάλησαν τα σκότη απ’ τα ‘σώψυχα των υπόλοιπων.

Την ώρα αυτή, μια δυνατή αστραπή φώτισε ένα θυμωμένο παράθυρο του ουρανού. Και η βροχή που έπεφτε σιγανή, συχώριο έδωσε στην ποινή που πατούσε διακριτικά το κουδούνι…


 

Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου

via

1 σχόλιο:

  1. Συγκλονιστικό, ρεαλιστικό, άνθρωποι της διπλανής μας πόρτας

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)