Κυριακή Μπεϊόγλου
Πώς να χωρέσεις σε έναν πρόλογο έναν άνθρωπο σαν τον ποιητή Γιώργο Κακουλίδη; Έναν άνθρωπο που ακολουθώντας το ένστικτό του έζησε έντονα και με πάθος το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής του.
Αντιμέτωπος με τον μεγαλύτερο εχθρό, τον καρκίνο, γράφει με τον πάντα ιδιαίτερο τρόπο του για τον θάνατο και τη ζωή, μετουσιώνοντας την εμπειρία του στην ποιητική συλλογή "Περαστικός είμαι και ονειρεύτηκα" (Γαβριηλίδης).Θα αφήσω εδώ κάποιους στίχους που εντυπώθηκαν στη σκέψη μου, ελπίζοντας πως αυτή η συνέντευξη θα σας δώσει την ευκαιρία να τον γνωρίσετε λίγο καλύτερα.
"Μια φωνή ήταν αρκετή
για ν’ αρχίσουν όλα να με τραβάνε
είδα κι έπαθα μέχρι να νιώσω
πως ήταν μια νύχτα
που κοιμόμουνα μέσα της".
● Θυμάστε την πρώτη μέρα που μπαρκάρατε;
Ναι. Ξεκινήσαμε από τον Πειραιά, το καράβι το λέγανε «Καλλιόπη Λ.». Ημουν τζόβενο, 16 χρονών.
● Μα πώς το τολμήσατε τότε;
Ούτε εγώ έχω καταλάβει. Σίγουρα όμως έπαιξε ρόλο ο θάνατος της μητέρας μου.
● Σε τι ηλικία ήσασταν όταν συνέβη;
Εννιά. Σκοτώθηκε σε δυστύχημα. Ημουν γενικά όμως από παιδί σε μια κατάσταση που ονειροπολούσα και παραμυθιαζόμουν.
● Από πολύ μικρός όμως ήσασταν ανάμεσα σε πολύ καλούς «παραμυθάδες»…
Παραμυθάς μεγάλος ήταν ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός. Ο Νίκος Καρούζος όχι, ήταν αψύς. Αλλά ο Νίκος, που ήμουν όλη τη μέρα μαζί του γιατί βρισκόταν συνεχώς στο ατελιέ του πατέρα μου, έδινε καταπληκτικές συμβουλές.
Παρατηρούσε το καθετί, αυτό που δεν έκανε για μένα ο πατέρας μου. Ξέρετε, όταν είσαι όλη τη μέρα μαζί με κάποιον άνθρωπο τέτοιου μεγέθους, χάνεις καμιά φορά και το ύψος του.
Θυμάμαι όταν γύρισα από τα καράβια τού πήγα ένα ποίημα για τη μητέρα μου.
● Και τι σας είπε;
Μου είπε: «Αυτό σκίσ' το, είναι καλό αλλά θα σου πω κάτι, μην πιέζεις τη μητέρα σου να έρθει προς εσένα, άσ' την εκείνη να έρθει μόνη της προς εσένα».
● Είστε, λοιπόν, στο πλοίο «Καλλιόπη Λ.», τι κάνατε εκεί;
Για έξι μήνες ξεσκάτιζα όλο το καράβι. Επλενα τις τουαλέτες και μάζευα ό,τι πετάγανε οι ναύτες πάνω στο κατάστρωμα.
Το καράβι ήταν ποντοπόρο, σπάνια θα γυρίζαμε πίσω. Πρώτο λιμάνι Τεργέστη.
● Αρχίσατε από τότε να γράφετε ποιήματα; Τα βράδια, ας πούμε, που δεν κάνατε δουλειές.
Οχι. Αυτό έκατσε αργότερα. Σιγά σιγά. Ξέρετε, δεν ήταν εύκολο, όπως θα ήταν για κάποιον άλλον ποιητή.
Είχα από πάνω μου τον πατέρα μου κι άλλους τεράστιους ποιητές. Γι' αυτό και δεν τους έλεγα ότι γράφω.
Θυμάμαι όταν πήγα στον εκδότη τον Φίλιππο Βλάχο (Κείμενα) -ένας εκπληκτικός εκδότης της εποχής- ενθουσιάστηκαν και εκείνος μου είπε απορημένος «καλά, δεν τα έχεις δείξει στον πατέρα σου ή σε κάποιον άλλον;».
● Ποια ήταν εκείνα τα ποιήματα;
Το «Λίμπερτυ». Τις πρώτες μέρες που βγήκε δεν το διάβαζα. Ελεγα «τώρα θα το διαβάσει κι ο άλλος (ο πατέρας) και θ' αρχίσει τις κριτικές».
Ο Καρούζος ήταν πολύ χαρούμενος, έλεγε μάλιστα «εγώ το μεγάλωσα, το περίμενα ότι θα γράφει».
Οπότε έμενε ο «λύκος», ο πατέρας μου, ήταν ο μεγαλύτερος μποέμ της Αθήνας (σ.σ. ο γνωστός ζωγράφος Δημήτρης Κακουλίδης).
● Αγαπάτε κάποιον πίνακά του ιδιαίτερα;
Αγαπάω όλα αυτά που έκανε όταν δούλευε στην Επίδαυρο.
● Στο σπίτι έχετε κανέναν πίνακά του κρεμασμένο;
Οταν αρρώστησε ο πατέρας μας πουλήσαμε τα πάντα για να σωθεί. Εχω κρατήσει δύο. Αλλά εκείνος ήθελε να τα πουλήσω. Χάριζε κιόλας.
● Σας ήταν εύκολο να αφήσετε τον πατέρα σας τότε που μπαρκάρατε;
Πολύ. Ηθελα να ελευθερωθώ. Οσους γνώριζα μου λέγανε ότι στην εφηβεία τους ήθελαν να μπαρκάρουνε. Ολοι, μα όλοι! Η δουλειά όμως ήταν σκληρή.
Οι τελευταίες λέξεις που μου είπε ο πατέρας μου πριν μπαρκάρω ήταν: «Φύγε, κωλόπαιδο, και σε ένα μήνα θα γυρίσεις πίσω κλαίγοντας». Κι εγώ γύρισα μετά από δυόμισι χρόνια.
● Και όταν γυρίσατε, τι βρήκατε;
Είχε γίνει ένα λάθος. Πήγαμε στην Κόκκινη Θάλασσα και κατεβήκαμε στο λιμάνι της Ακαμπα να δούμε την πρωτεύουσα.
Ξεχάσαμε ότι είμαστε ναυτικοί και έχουμε φυλλάδιο που επιτρέπει μόνο δύο μέρες παραμονή σε ξένη χώρα.
Εμείς κάτσαμε μια βδομάδα. Ηρθαν, μας συλλάβανε και μας γύρισαν πίσω. Ηταν το ’73. Προετοιμαζόταν η ανατροπή της χούντας.
Από την απέραντη ελευθερία και ησυχία βρέθηκα μέσα στο Πολυτεχνείο. Δεν θέλω όμως να μιλήσω για το Πολυτεχνείο.
● Είναι ένα θέμα που σας πονάει;
Λίγα πράγματα με πονάνε, ένα από αυτά είναι αυτό. Ενα άλλο είναι ο θάνατος του φίλου μου του Ηλία Λάγιου.
● Οταν γυρίσατε ξέρατε τι θα κάνατε εδώ;
Ιδέα δεν είχα. Αρχίζω και κοπροσκυλιάζω στην Ομόνοια και στα στέκια του λιμανιού καθόμουν μαζί με τους ναυτικούς.
● Σε ποιο ποίημα αποτυπώσατε την αίσθηση της θάλασσας;
Στο «Λίμπερτυ». Και λίγο στο «Μουσουλμάνος δρόμος». Αλλά δεν ήταν τα λιμάνια που περιέγραφα, ήταν η θάλασσα η ίδια.
Να σκεφτείτε ότι κάποια στιγμή σταμάτησα να βγαίνω τα βράδια κι έγινα «γουατσιμάνης» στο καράβι. Αυτός που το φυλάει όταν οι άλλοι βγαίνουν. Από το watchman.
● Ναι, αλλά όταν γυρίσατε μόνο «γουατσιμάνης» δεν ήσασταν, γυρίσατε τη νύχτα όσο λίγοι…
Αλήτεψα πολύ.
● Θέλετε να μου προσδιορίσετε τι εννοείτε αλητεία ή ακόμα και μαγκιά;
Ακούστε, αν έκανε κανένας τσαμπουκά στο καράβι γελάγαμε μαζί του. Αν κάνεις τέτοια εκεί, την έχεις βάψει.
Θα σας πω ένα επεισόδιο για να καταλάβετε ποιον θεωρώ εγώ μάγκα. Υπήρχε ένα μαγαζί στην Αχαρνών, του Κωτσέα, που πηγαίναμε εκεί μετά τα μεσάνυχτα και την αράζαμε.
Χόρευαν άντρες, χόρευαν γυναίκες, τραβεστί χόρευαν, και μάλιστα είχαν βγάλει τα γυναικεία ρούχα τους αλλά ήταν ακόμα βαμμένοι.
Ηταν το πιο ωραίο στέκι της Αθήνας. Είχε ένα φαγητό, κόκορα σε λαδόκολλα. Είχα πάει με έναν αγαπημένο μου φίλο.
Κάποια στιγμή, λοιπόν, όπως καθόμασταν σηκώνεται ένας φαντάρος και ζητάει τον λόγο από τον φίλο μου γιατί υποτίθεται πως τον κοίταξε κάπως.
«Τι με κοιτάς ρε; Νομίζεις ότι είμαι κανένας πούστης;», του λέει έτοιμος για καβγά.
Εμείς τα χάσαμε. «Παρεξήγηση, ρε παιδιά», τους λέμε. Αυτοί όμως πήρανε φόρα να ορμήσουνε.
Εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε ένας τύπος που καθότανε στο τραπέζι πίσω μας και φωνάζει: «Στοπ! Τα παιδιά είναι δικά μου». Οι άλλοι αποτραβήχτηκαν.
Γύρισε αυτός και μου λέει «δεν με θυμάσαι, ε;», του λέω «όχι».
Κι άρχισε να μου λέει: «Πριν από χρόνια, εδώ πιο κάτω στην πλατεία Βάθης, είχα πέσει σε ένα χαντάκι. Και συ πέρασες, άκουσες τα ωχ και τα αχ και κατέβηκες κάτω και με βοήθησες».
Θυμήθηκα, πράγματι, ότι μου είχε βγει η πίστη να τον ανεβάσω και τον άφησα κάπου εκεί κοντά που έμενε.
Εγώ το ξέχασα, αλλά αυτός παρ' όλο το μεθύσι του δεν το ξέχασε. Εγραψε μέσα του. Αυτό είναι μαγκιά για μένα.
● Αλητεύω τι σημαίνει;
Είναι αυτό που λένε οι Γάλλοι flaneur, δηλαδή γυρνάω, να γυρνάς συνέχεια. Υπήρχε νόμος κάποτε που το απαγόρευε. Επρεπε να εξηγείς πού είσαι και πού πας.
Ο πατέρας μου ήταν μάγκας, αν και κάθε μέρα μεθυσμένος - τα γράφω στο «Περί αλητείας».
Μια φορά, παραμονή Χριστουγέννων, μου λέει «έλα στο “Μπραζίλιαν” το βράδυ να σου δώσω χαρτζιλίκι».
Πήγα και εγώ με μια κοπέλα που ήμουν τότε και καθίσαμε μέσα και τον περιμέναμε. Αρχίσαμε να χαϊδευόμαστε και να φιλιόμαστε.
Μπαίνει λοιπόν ο πατέρας μου, αυτός ο μποέμ, μας βλέπει και μου λέει «έλα έξω». Βγαίνω. Μου λέει «καλά, είσαι μαλάκας;».
Του λέω «γιατί, τι έγινε ρε Δημήτρη;». «Εδώ -μου λέει- είναι όλοι γέροι συνταξιούχοι που δεν έχουν κανέναν, παραμονή Χριστουγέννων, κι εσύ πήγες εκεί μέσα στη μούρη τους να χαϊδεύεις την γκόμενά σου;».
Αυτός ήταν μάγκας επίσης. Πέθανε πολύ νέος, μόλις 52 ετών.
Στο ίδιο νοσοκομείο, στο ίδιο δωμάτιο που αργότερα έκανα εγώ τη θεραπεία μου για τον καρκίνο. Στην αρχή τρόμαξα, μετά το ένιωσα σαν κάποια προστασία από μέρους του.
● Γράψατε και πεζά, εκτός από ποίηση…
Ναι, γνωρίστηκα με τον Σταύρο Πετσόπουλο. Του έδινα χειρόγραφα και ετοίμασε βιβλίο.
● Ζωγραφίζατε επίσης…
Ναι, ο πατέρας μου ζωγράφος, ο παππούς μου γλύπτης, με έμαθαν σχέδιο. Πάντοτε μου άρεσε η ζωγραφική.
● Στην ποιητική σας συλλογή «Μην ακούς τον παράδεισο» (Γαβριηλίδης) έχετε στην αρχή μια φράση του Καρυωτάκη: «Με το Μηδέν και το Απειρο να συμφιλιωθούμε». Πώς την εννοείτε αυτή τη συμφιλίωση;
Το έζησα με την αρρώστια. Από ένα σημείο και έπειτα μου έλεγαν ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά, γιατί ο καρκίνος αυτός ήταν μεταστατικός.
Είπα εντάξει, όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουμε, είναι μοιραίο. Οχι ότι το είχα αποδεχτεί. Αλλά προσπαθούσα κι εγώ ο φουκαράς να βάλω τη λογική να δουλέψει.
● Στην τελευταία σας συλλογή «Περαστικός είμαι και ονειρεύτηκα» (Γαβριηλίδης) διαλέξατε στην αρχή τη φράση του Μάιστερ Εκχαρτ: «Το πιο γρήγορο άλογο για την τελειότητα είναι ο πόνος».
Πάντα το πίστευα αυτό. Πρέπει να έχεις βιώματα. Δεν μπορείς να τα διαλέξεις. Αν δηλαδή θα σε σπρώξουν σε έναν πόνο ή σε καλό. Αλλά γενικά εγώ βαριόμουν τα καλά. Επαιζα πάντα στα δύσκολα.
● Γράψατε για τον θάνατο από πολύ νωρίς, νιώθετε ότι μπορεί να τον προσκαλέσατε ή να τον προκαλέσατε ίσως; Ή μήπως θέλατε να τον ξορκίσετε;
Του απέδωσα όσα έχει. Τον προκάλεσα ίσως με τη στάση μου. Και συνέχισα να τον προκαλώ και αφού αρρώστησα.
Δεν μου επέτρεπε η παιδεία μου, με όλους αυτούς τους ωραίους τρελούς που μεγάλωσα, να κάνω αλλιώς.
Αυτοί οι άνθρωποι ήταν η παιδεία μου γιατί στο σχολείο με διώχνανε.
● Τι εννοείτε σας διώχνανε;
Ουσιαστικά πήγα μέχρι την Ε' Δημοτικού. Μ’ έβλεπε η εξαίρετη δασκάλα κυρία Ερικαίτη να χαζεύω στο παράθυρο και μου έλεγε «Γιωργάκη, μήπως θες να πας καμιά βόλτα;». Κι έβγαινα. Κι ήμουν όλη τη μέρα έξω.
● Θελήσατε κάποια στιγμή αυτό να το αναπληρώσετε;
Καθόλου. Γιατί θα χρειαζόμουν χρόνια ολόκληρα να πετάξω αυτά που μου έμαθαν οι δικοί μου δάσκαλοι.
Πήγα πρόσφατα στην Καλών Τεχνών και είδα έργα των παιδιών. Ξέρετε τι είδα; Ενα φλατ πράγμα, το ένα αντέγραφε το άλλο.
● Ποιον ποιητή αγαπάτε;
Τον Διονύσιο Σολωμό. Είναι έμμονη ιδέα μου που αρνούμαι να απαλλαγώ από αυτήν. «Η γυναίκα της Ζάκυθος» με έχει στιγματίσει. Και τον Καβάφη. Κι εκεί τελειώνω.
● Μια και αναφερθήκατε στον Καβάφη, μια σημαντική προσωπικότητα και στενός σας φίλος, ο Κωστής Μοσκώφ, ήταν ο άνθρωπος που έκανε θεσμό τα «Καβάφεια» στο Κάιρο.
Μαζί του ήμουν όταν έγινε αυτό. Ο Κωστής ήταν ένας πρίγκιπας, το λέω δίχως δεύτερη κουβέντα.
● Δηλαδή;
Θεωρώ άτυχο όποιον δεν τον γνώρισε. Οταν η Μελίνα Μερκούρη τού είπε «γίνεσαι μορφωτικός ακόλουθος, διάλεξε ποια χώρα θέλεις» όλοι περιμένανε τα ένδοξα Παρίσια κι αυτός είπε Κάιρο.
Τρελάθηκαν όλοι. Ακολούθησα κι εγώ τον αγαπημένο μου φίλο.
● Ποιο ήταν εκείνο το μαγικό και ανεκτίμητο που είχε ο Κωστής Μοσκώφ;
Πάλεψε πολύ καιρό για να μου μάθει αυτό: «Επιείκεια, Γιώργο μου, δείξε επιείκεια στους ανθρώπους».
● Σας πλησιάζουν νέοι ποιητές ή συγγραφείς;
Με πλησιάζουν, αλλά όταν μου λέει κάποιος «σκέφτομαι να γράψω ένα βιβλίο», του λέω «σκέψου κάτι άλλο». Δεν γράφεις επειδή το σκέφτεσαι.
Οταν ο Μοσκώφ αποφάσισε να στρίψει από τη φιλοσοφία και να πάει προς την ποίηση, σ’ αυτό το μεταίχμιο που έγραφε -βγήκε και βιβλίο και μάλιστα έκανα εγώ τον πρόλογο- του είπα ότι κάνει ένα μεγάλο άλμα.
● Γιατί; Το φοβηθήκατε;
Ημασταν ειλικρινείς μεταξύ μας. Αυτό ήθελε. Κατάλαβα όμως πόσο μεγάλος είναι ο φίλος μου γιατί μου είπε για το χειρόγραφό του που μου έδωσε «πέτα ό,τι καταλαβαίνεις και μόλις τελειώσεις να έρθεις στο Κάιρο να τα δούμε».
Αρχίζω εγώ, δουλεύω, διορθώνω και κάποια στιγμή λέω στον εαυτό μου «τι κάνεις, ρε μαλάκα; Διορθώνεις κείμενα του Μοσκώφ;». Λέω άσ' το, θα πάω κι ας διαλέξει αυτός.
Πάω στο Κάιρο, έμενε στον πέμπτο ή έκτο όροφο, βλέπαμε από το σαλόνι τις Πυραμίδες. Θυμάμαι με ξύπναγε πιο νωρίς για να δούμε το ξημέρωμα πέντε χιλιάδων χρόνων.
Του λέω κάποια στιγμή: «Αυτά είναι αυτά που κράτησα, αυτά είναι αυτά που έβγαλα, αποφάσισε εσύ».
Παίρνει αυτά που έβγαλα και τα πετάει στον κάδο. «Ο,τι είπαμε είπαμε», μου λέει. Κι έτσι βγήκε το βιβλίο.
● Εχετε μια σχέση ζωής με τη σύντροφό σας, τη Λητώ…
Στην οποία, να το γράψεις, χρωστάω τα πάντα. Χωρίς αυτήν δεν θα ζούσα τώρα.
Το ψευδώνυμο που της έβγαλα τώρα τελευταία είναι «Σελεσάο», Εθνική Βραζιλίας.
● Ο έρωτάς μας γίνεται ο άνθρωπός μας;
Αν έχεις την τύχη. Εγώ δεν ήθελα παιδιά. Αυτό σήμαινε ότι κάποια στιγμή θα χώριζα κι από δυνατούς έρωτες.
● Γιατί δεν θέλατε παιδιά;
Ηθελα να είμαι ελεύθερος. Ο μεγάλος έρωτας ήταν η γυναίκα μου, που δεν ήθελε κι αυτή παιδιά.
Αλλά, ξέρετε, σ’ αυτό που γενικά λέμε δυνατό έρωτα δεν έχω και πολλή εμπιστοσύνη.
Ο έρωτας είναι νεράιδα, δεν είναι κάτι υπαρκτό ακόμα κι όταν το ζεις. Πέρα από αυτό, ο έρωτας -θα γίνω τώρα κυνικός- είναι μόνο κρεβάτι. Τίποτα άλλο. Κι αυτό με συναρπάζει.
Κοιτάξτε όμως, ένας έρωτας μεγάλος σε βάζει να καταλάβεις ότι δεν υπάρχεις μόνο αλλά έχεις ύπαρξη.
● Κύριε Κακουλίδη, αν συναντούσατε τον εαυτό σας σε ένα καφέ σαν κι αυτό που είμαστε τώρα, τι εντύπωση θα σας έδινε;
Να σας πω την αλήθεια; Κάτι ανύπαρκτο.
● Δεν θα βλέπατε μπροστά σας αυτό που βλέπω εγώ, έναν άνθρωπο που με γενναιότητα και δύναμη μάχεται έναν δυνατό αντίπαλο, τον καρκίνο;
Η δύναμη δημιουργείται έτσι κι αλλιώς στα δύσκολα. Ο καθένας το κάνει αυτό.
Να σας πω κάτι που μου συνέβη πρόσφατα στο νοσοκομείο και είναι ό,τι πιο συγκλονιστικό έχω ζήσει τελευταία;
Ημουν στο ίδιο δωμάτιο με έναν άνθρωπο άρρωστο ο οποίος ήταν σχεδόν σε κώμα. Ενα βράδυ η γυναίκα του μού είπε πως θα πήγαινε σπίτι της για να κάνει ένα μπάνιο. Θα ερχόταν μια κυρία, κοινωνική λειτουργός ή κάτι άλλο, για να την αντικαταστήσει.
Βλέπω κι εγώ να έρχεται μια μικρόσωμη κυριούλα που δεν την έπιανε το μάτι σου. Προς το ξημέρωμα ακούω μια δυνατή φωνή: «Μάνα!».
Ξυπνάω και βλέπω τον άρρωστο άνθρωπο να έχει ανασηκωθεί και να φωνάζει «μάνα, μη φεύγεις, είπες πως δεν θα φύγεις» και τότε αυτή η μικρόσωμη κυρία τον αγκάλιασε με απίστευτη δύναμη και του είπε «εδώ είμαι, εδώ, δεν με βλέπεις, δεν έφυγα».
Εγειρε στην αγκαλιά της και ηρέμησε. Επεσε ξανά σε λήθαργο. Σε μία ώρα, είχε πια ξημερώσει, πέθανε.
Τη δύναμη της κυρίας αυτής είναι που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
● Αν μπορούσατε να αγκαλιάσετε τώρα κάποιον άνθρωπο που έχετε χάσει, ποιος θα ήταν αυτός;
Και τι δεν θα έδινα να αγκάλιαζα τον Κωστή Μοσκώφ. Έστω μια φορά. Αυτό θα ήθελα.πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)