Οι ποιητές μας διασώζουν τὴν ἀλήθεια τοῦ προσώπου μας. Στην εποχὴ της εἰκονικῆς πραγματικότητάς μας καθαρίζουν την ὅραση απὸ τις τρέχουσες επιχωματώσεις και μας κάνουν αισθητὸ το αἴτημα για πραγματικότητα βίου εορταστικὴ και πένθιμη συνάμα.
"Ἐὰν τὸ Πάσχα εἶναι ἡ λαμπροτάτη τοῦ Χριστιανισμοῦ ἑορτή, τὰ Χριστούγεννα βεβαίως εἶναι ἡ συγκινητικωτάτη" γράφει στὴν Ἐφημερίδα τῆς 25ης Δεκεμβρίου τοῦ 1887 ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Γιὰ τὸν πεζογράφο Παπαδιαμάντη διόλου τυχαῖα ὁ Μαλακάσης δήλωνε ὅτι εἶναι ὁ καλύτερος ποιητὴς ποὺ γνώρισε.
Ἀλλὰ ὁ Παπαδιαμάντης ἔγραφε καὶ ποιήματα. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἀναφέρεται στὸν ναὸ τῆς Γεννήσεως, τόσο ἀπαράμιλλα εἰκονιζόμενο στὸ διήγημα "Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο" (1892):
Μὲ χρόνους μὲ καιροὺς καὶ ἥμισυ καιροῦ,
κάποιος ἀμαθής, ἁμαρτωλὸς χυδαῖος,
καμμία γυναίκα τοῦ λαοῦ πτωχὴ
σ᾿ ἐνθυμεῖται κι ἔρχεται νὰ σοῦ φέρ᾿
ὄχι χρυσόν, ἀλλὰ ὀλίγο λιβάνι,
ἕνα κερί, κι ὀλίγο λάδι στὴν μποτίλια
σ᾿ ἐσὲ ποὺ εἶσαι ὅλων ὁ δοτήρ.
Ἂν ὁ Παπαδιαμάντης (ἀλλὰ καὶ ὁ Μωραϊτίδης) πηγάζουν ἀπὸ τὴν ὑμνογραφία τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρευτικῆς ἐμπειρίας καὶ τῆς βαθύρριζης ἀπήχησής της στὸ συλλογικὸ σῶμα, ὅμως καὶ οἱ δυὸ διαπιστώνουν ὅτι ἡ νεοελληνικὴ συνθήκη διαμορφώνεται μέσα στὰ ὅρια τοῦ νεωτερικοῦ κόσμου, ἀπομακρυνόμενη ἀπὸ τὸν πυρήνα τῆς Γιορτῆς, ὡς ἀναφορᾶς νοήματος. Πάντως στὴν πεζογραφία μας, καὶ μάλιστα στὴ διηγηματογραφία, οἱ χριστουγεννιάτικες ἱστορίες ἔχουν διαμορφώσει ὁλόκληρο ξεχωριστὸ εἶδος, μὲ ἐξαιρετικὰ ἐπιτεύγματα. Δειγματοληπτικὰ ὑπενθυμίζουμε ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνα τῶν δυὸ παραπάνω συγγραφέων τὸ «Θεῖον ὅραμα» τοῦ Ἀνδρέα Καρκαβίτσα (Λόγια τῆς πλώρης, 1899), τὰ «Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα» τῆς Πηνελόπης Δέλτα (Παραμύθια καὶ ἄλλα, 1915), «Τὰ Χριστούγεννα τοῦ Ἀμερικάνου» τοῦ Ἀντώνη Τραυλαντώνη (1922), τὸν «Ξένο τῶν Χριστουγέννων» τοῦ Στέφανου Δάφνη (1927).
Ἡ δίψα γιὰ διάρκεια
Στὴν ποιητικὴ ἐπικράτεια οἱ χριστουγεννιάτικες ἀναφορὲς εἶναι ἐξίσου πλούσιες,
ἀλλὰ ἴσως καὶ περισσότερο πολυσήμαντες. Στὸν καθρέφτη τοῦ ποιητικοῦ ἀποτελέσματος,
δηλαδὴ στὰ ἑκάστοτε μέσα στὴν ποιητική μας παράδοση μορφικὰ ἐπιτεύγματα, τὰ πράγματα
δὲν μένουν μόνο στὴν ἀναπόληση ἢ στὴ νοσταλγία τῆς παιδικῆς καθαρότητας κατὰ τὴν
πρόσληψη τῆς γιορταστικῆς ἀτμόσφαιρας. Ἀλλά, μέσῳ τῆς μεταμορφωτικῆς διαδικασίας,
ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἀληθινὴ ποίηση, ἀναιρεῖται ἡ χρονικὴ ἀπόσταση, καὶ ὁ χρόνος
λειτουργεῖ ὡς ἑνότητα βιώματος. Ἐπιπλέον χαρτογραφεῖται ἡ δίψα γιὰ διάρκεια, κι
ἂς γίνεται τοῦτο πολλὲς φορὲς διὰ τῆς ἀντιστροφῆς: μὲ ἄλλα λόγια, μέσα ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψη
τῆς ἀ-λογίας του ἱστορικοῦ χρόνου καὶ τῶν - συχνὰ - αἱματηρῶν ἢ ἀπάνθρωπων δεδομένων.
Ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς στὸ αὐτοβιογραφικὸ «Τὰ χρόνια μου καὶ τὰ χαρτιά μου» ἐντάσσει δυὸ κείμενα μὲ ἀντίστοιχα χριστουγεννιάτικα περιστατικά. Εἶναι ὁ περίφημος «Ταβᾶς» (1924) καὶ τὸ «Ὁ Λαμαρτίνος» (1922). Ὡστόσο στὴν ποίησή του ἀλλοῦ λάμπει τὸ νόημα τῆς γιορτῆς:
Μέσα μου λάμπουν ξάστεροι οὐρανοί,
καὶ τὸ κορμί μου, φάτνη ταπεινή,
βλέπω κι ἀλλάζει, γίνεται ναός.
Ὤ! μέσα μου γεννιέται ἕνας Θεός.
Καὶ ἀλλοῦ τὸ νόημα ἀναδεικνύεται διὰ τῶν ὑλικῶν τῆς ἀπόλυτης ἀπελπισίας ἢ τῶν ἀνθρώπινων ἀντιφάσεων:
Εἴδωλα, δαίμονες, ξωθιές, φαντάσματα, στοιχειά,
τῆς νύχτας μέσα μου ὁ λαὸς κυλιέται καὶ κουνιέται,
καὶ μέσα στὴ χιλιόδιπλη καρδιά μου μιὰ σπηλιά,
κι ἕνας Χριστὸς γεννιέται.
(«Χριστούγεννα», 1928)
Στὰ ἑορταστικὰ σχολικὰ ἀναγνώσματα - καὶ ἐκ τούτου διόλου περιφρονητέα - παραπέμπουν οἱ στίχοι τοῦ ἐπιπόλαια ὑποτιμημένου Γεωργίου Δροσίνη («Νύχτα χριστουγεννιάτικη», 1935):
Τὴν ἅγια νύχτα τὴ χριστουγεννιάτικη, / ποιὸς δὲν τὸ ξέρει;
Τῶν μάγων κάθε χρόνο τὰ μεσάνυχτα / λάμπει τ᾿ ἀστέρι.
Κι ὅποιος τὸ βρεῖ μέσ᾿ στ᾿ ἄλλα ἀστέρια ἀνάμεσα / καὶ δὲν τὸ χάσει
σὲ μία ἄλλη Βηθλεὲμ ἀκολουθώντας το / μπορεῖ νὰ φτάσει.
Παρόμοια καὶ ὁ Μιλτιάδης Μαλακάσης μὲ τὰ ποιήματα «Χριστός»(1894) καὶ «Χριστουγεννιάτικος» (1934) μιλάει γιὰ τὴν παραμυθητικὴ σημασία τῶν Χριστουγέννων:
Κι ὅσο κι ἂν ματώνεις, ὦ ψυχή, στὸ γύρισμα ἅγιων ἡμερῶν
μόνο αὐτὸ σοῦ μένει
στὶς θύελλες μέσα τῆς ζωῆς καὶ στὰ παιχνίδια τῶν καιρῶν
σκληρὰ παραδομένη.
Ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη, θαλερή, φλέβα στὴν ποίησή μας ὅσον ἀφορᾶ τὶς μεγάλες ἐκκλησιαστικὲς ἑορτές. Πρόκειται γιὰ τοὺς ποιητὲς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἄσχετα ἀπὸ τὸ ἂν ἀνήκουν στὸ ρεῦμα τοῦ μοντερνισμοῦ ἢ στὴν «παραδοσιακή» τεχνοτροπία - ἐκφράζουν μία μυστικὴ βιωματικὴ σχέση μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, γενόμενοι ἀντηχεῖα μιᾶς ὁλόκληρης συλλογικῆς ἰδιοσυγκρασίας, καθὼς διατυπώνουν ἕνα πλατὺ (καὶ παραθεωρημένο στὴ σύγχρονη μαζικὴ πραγματικότητα) ἀνθρωπολογικὸ αἴτημα. Ἐξέχουσα θέση μεταξύ τους κατέχει ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς μὲ τὸ ποίημα «Ἡ Γέννηση» (1919;) ἀπὸ τὸ Πάσχα τῶν Ἑλλήνων. Μέσα σε μία καυτὴ σὰν χιόνι λυρικὴ αὔρα οἱ στίχοι του περιγράφουν τὴν πορεία τῆς Θεοτόκου πρὸς τὸ Σπήλαιο:
Ἀπ᾿ ὅλα Ἐκείνη λόγιαζε τὰ πλάσματα πῶς σ᾿ Ἕνα
ποτάμια οἱ πόνοι ἐτρέχανε κι ἀστέρευτοι κρουνοί,
κι ἂν ἤτανε τὰ σπλάγχνα της ν᾿ ἀνοίξουν ματωμένα
πὼς ματωμένοι θ᾿ ἄνοιγαν μαζί τους κι οἱ οὐρανοί.
Βεβαίως «οἱ κρίκοι στὴν ἁλυσίδα τοῦ ἱεροῦ» φαίνονται στὴ νεωτερικότητα νὰ ἔχουν σπάσει. Ὡστόσο εἶναι μέσα σὲ αὐτὲς τὶς συνθῆκες ὅπου ἡ ἔκφραση τῆς δίψας γιὰ ἁγνότητα καὶ γιὰ πλήρωμα νοήματος, ρητὴ ἢ διατυπούμενη ὡς αἴτημα, ἀποτελεῖ μία κορυφαία μοντερνιστικὴ ἀναζήτηση. Στὰ καθ᾿ ἡμᾶς, στεκόμαστε στὸν T. K. Παπατσώνη, πρωτοπόρο νεωτερικό, καὶ θρησκευτικό, ποιητή, ποὺ μὲ τὰ τρία του ποιήματα γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ («Χριστουγεννιάτικη ἀγρυπνία», 1914, «Κατὰ τὴν Γέννησιν τοῦ Κυρίου», 1915, «Τὰ Χριστούγεννα τῶν δακρύων», 1962) μᾶς ἔδωσε βαθιὰ κατανυκτικοὺς στίχους:
Δὲν περιμένω τὴν ὀσμὴ καμιᾶς σπανίας βοτάνης,
ἀλλὰ τὸ Ὑπερουράνιο, ποὺ Θεέ μου, θὰ μὲ ῥάνεις,
καὶ θὰ φανῶ Ποιμενικὸν θαῦμα, θὰ φανῶ φάσμα,
ποὺ φέρνει τὸ Ἀρχαγγελικὸ τῆς νύχτας τούτης ἄσμα.
Συγκεκριμένη πνευματικὴ στάση καὶ ὀπτικὴ συγκεφαλαιωτικὴ τῆς ἐκκλησιαστικότητας στὴν ὑπαρκτικὴ περιπέτεια τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου καταθέτει ἡ οὐσιώδης Ζωὴ Καρέλλη μὲ τὸ ποίημα «Παραμονὴ τῆς Γέννησης» (Πορεία, 1940):
Ἐκεῖνος ποὺ δὲν γεννᾶ, δὲν γεννᾶται,
δὲν ἀναγεννᾶται ποτέ, Κύριε,
τῆς Γέννησης, «σκήνωσον ἐν ἐμοί»,
ἐνῶ ἐφιαλτικὸς σκηνοποιὸς ὁ Μίλτος Σαχτούρης στοὺς ὄχι λίγους «χριστουγεννιάτικους» στίχους του («Χριστούγεννα», 1948, «Ὁ νεκρὸς στὶς γιορτές», 1986, «Τὰ λυπημένα Χριστούγεννα», 1990), ἐνστικτώδης καὶ διὰ τῆς ὁμοιοπαθητικῆς μεθόδου, μεταμορφωτὴς ἑνὸς μηδενιστικοῦ παρόντος, συνδέει ἀγχωτικὰ τὴ Γέννηση μὲ τὰ γεγονότα τοῦ Ἐμφυλίου:
Σημαία / ἀκόμη / τὰ δόκανα στημένα στοὺς δρόμους /
τὰ μαγικὰ σύρματα / τὰ σταυρωτὰ / καὶ τὰ σπίρτα καμένα /
καὶ πέφτει ἡ ὀβίδα στὴ φάτνη / τοῦ μικροῦ Χριστοῦ /
τὸ αἷμα τὸ αἷμα τὸ αἷμα.
(«Χριστούγεννα 1948»)
Ὡστόσο τὸ πλέον «χριστολογικό» ποίημα γιὰ τὰ Χριστούγεννά μας τὸ ἔχει, κατὰ τὴ γνώμη μου, χαρίσει ὁ Τάσος Λειβαδίτης στὴν ἑνότητα ποιημάτων του «Ὁ ἀδελφὸς Ἰησοῦς». Ἔχει τίτλο «Ἡ Γέννηση» (1983):
Ἕνα ἄλλο βράδυ τὸν ἄκουσα νὰ κλαίει δίπλα. Χτύπησα τὴν πόρτα καὶ μπῆκα. Μοῦ ῾δειξε πάνω στὸ κομοδίνο ἕνα μικρὸ ξύλινο σταυρό. «Εἶδες - μου λέει - γεννήθηκε ἡ εὐσπλαγχνία». Ἔσκυψα τότε τὸ κεφάλι κι ἔκλαψα κι ἐγώ.
Γιατί θὰ περνοῦσαν αἰῶνες καὶ αἰῶνες καὶ δὲ θά ῾χαμε νὰ ποῦμε τίποτα ὡραιότερο ἀπ᾿ αὐτό.
Οἱ ποιητές μας διασώζουν τὴν ἀλήθεια τοῦ προσώπου μας. Στὴν ἐποχὴ τῆς εἰκονικῆς πραγματικότητάς μας καθαρίζουν τὴν ὅραση ἀπὸ τὶς τρέχουσες ἐπιχωματώσεις καὶ μᾶς κάνουν αἰσθητὸ τὸ αἴτημα γιὰ πραγματικότητα βίου ἑορταστικὴ καὶ πένθιμη συνάμα. Ἀφοῦ, κατὰ τὸ λόγιον ἐκεῖνο, «βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος». Ἢ γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν Ἐλύτη:
Πολλὰ δὲ θέλει ὁ ἄνθρωπος /
νά ῾ν᾿ ἥμερος νά ῾ναι ἄκακος /
λίγο φαΐ, λίγο κρασί /
Χριστούγεννα κι Ἀνάσταση.
Lemmy
Ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς στὸ αὐτοβιογραφικὸ «Τὰ χρόνια μου καὶ τὰ χαρτιά μου» ἐντάσσει δυὸ κείμενα μὲ ἀντίστοιχα χριστουγεννιάτικα περιστατικά. Εἶναι ὁ περίφημος «Ταβᾶς» (1924) καὶ τὸ «Ὁ Λαμαρτίνος» (1922). Ὡστόσο στὴν ποίησή του ἀλλοῦ λάμπει τὸ νόημα τῆς γιορτῆς:
Μέσα μου λάμπουν ξάστεροι οὐρανοί,
καὶ τὸ κορμί μου, φάτνη ταπεινή,
βλέπω κι ἀλλάζει, γίνεται ναός.
Ὤ! μέσα μου γεννιέται ἕνας Θεός.
Καὶ ἀλλοῦ τὸ νόημα ἀναδεικνύεται διὰ τῶν ὑλικῶν τῆς ἀπόλυτης ἀπελπισίας ἢ τῶν ἀνθρώπινων ἀντιφάσεων:
Εἴδωλα, δαίμονες, ξωθιές, φαντάσματα, στοιχειά,
τῆς νύχτας μέσα μου ὁ λαὸς κυλιέται καὶ κουνιέται,
καὶ μέσα στὴ χιλιόδιπλη καρδιά μου μιὰ σπηλιά,
κι ἕνας Χριστὸς γεννιέται.
(«Χριστούγεννα», 1928)
Στὰ ἑορταστικὰ σχολικὰ ἀναγνώσματα - καὶ ἐκ τούτου διόλου περιφρονητέα - παραπέμπουν οἱ στίχοι τοῦ ἐπιπόλαια ὑποτιμημένου Γεωργίου Δροσίνη («Νύχτα χριστουγεννιάτικη», 1935):
Τὴν ἅγια νύχτα τὴ χριστουγεννιάτικη, / ποιὸς δὲν τὸ ξέρει;
Τῶν μάγων κάθε χρόνο τὰ μεσάνυχτα / λάμπει τ᾿ ἀστέρι.
Κι ὅποιος τὸ βρεῖ μέσ᾿ στ᾿ ἄλλα ἀστέρια ἀνάμεσα / καὶ δὲν τὸ χάσει
σὲ μία ἄλλη Βηθλεὲμ ἀκολουθώντας το / μπορεῖ νὰ φτάσει.
Παρόμοια καὶ ὁ Μιλτιάδης Μαλακάσης μὲ τὰ ποιήματα «Χριστός»(1894) καὶ «Χριστουγεννιάτικος» (1934) μιλάει γιὰ τὴν παραμυθητικὴ σημασία τῶν Χριστουγέννων:
Κι ὅσο κι ἂν ματώνεις, ὦ ψυχή, στὸ γύρισμα ἅγιων ἡμερῶν
μόνο αὐτὸ σοῦ μένει
στὶς θύελλες μέσα τῆς ζωῆς καὶ στὰ παιχνίδια τῶν καιρῶν
σκληρὰ παραδομένη.
Ἡ βαθύτερη φλέβα
Ξανακερδίζουμε στὶς μέρες μας τὸν λόγο αὐτῶν τῶν ποιητῶν καὶ νοοῦμε τὶς φωνές τους σὰν κλαδιὰ ἑνὸς πλούσιου δέντρου - τοῦ σώματος τῆς ἔμμετρης ποιητικῆς μας ἰδιοπροσωπίας. Διαβάζοντας καὶ μελετώντας τὶς κατακτήσεις τους, βρίσκουμε ρυθμοὺς ποὺ μποροῦν νὰ συγκραθοῦν μὲ τοὺς ἤχους τοῦ παρόντος γιὰ τὴ δημιουργία νέων διόδων, στὸν ἀγώνα γιὰ μίαν ἔκφραση σύγχρονη ἀλλὰ μὲ βάθος.Ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη, θαλερή, φλέβα στὴν ποίησή μας ὅσον ἀφορᾶ τὶς μεγάλες ἐκκλησιαστικὲς ἑορτές. Πρόκειται γιὰ τοὺς ποιητὲς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἄσχετα ἀπὸ τὸ ἂν ἀνήκουν στὸ ρεῦμα τοῦ μοντερνισμοῦ ἢ στὴν «παραδοσιακή» τεχνοτροπία - ἐκφράζουν μία μυστικὴ βιωματικὴ σχέση μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, γενόμενοι ἀντηχεῖα μιᾶς ὁλόκληρης συλλογικῆς ἰδιοσυγκρασίας, καθὼς διατυπώνουν ἕνα πλατὺ (καὶ παραθεωρημένο στὴ σύγχρονη μαζικὴ πραγματικότητα) ἀνθρωπολογικὸ αἴτημα. Ἐξέχουσα θέση μεταξύ τους κατέχει ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς μὲ τὸ ποίημα «Ἡ Γέννηση» (1919;) ἀπὸ τὸ Πάσχα τῶν Ἑλλήνων. Μέσα σε μία καυτὴ σὰν χιόνι λυρικὴ αὔρα οἱ στίχοι του περιγράφουν τὴν πορεία τῆς Θεοτόκου πρὸς τὸ Σπήλαιο:
Ἀπ᾿ ὅλα Ἐκείνη λόγιαζε τὰ πλάσματα πῶς σ᾿ Ἕνα
ποτάμια οἱ πόνοι ἐτρέχανε κι ἀστέρευτοι κρουνοί,
κι ἂν ἤτανε τὰ σπλάγχνα της ν᾿ ἀνοίξουν ματωμένα
πὼς ματωμένοι θ᾿ ἄνοιγαν μαζί τους κι οἱ οὐρανοί.
Νεωτερικὲς ἐκφράσεις
Ὁ ἑλληνικὸς μοντερνισμὸς καὶ οἱ ὑψηλὲς - ἀξεπέραστες ὡς σήμερα, ἐν πολλοῖς - κατακτήσεις του συχνὰ διαβάζονται μονότροπα ἢ παραναγιγνώσκονται. Ἔτσι, οἱ κατευθύνσεις του ταυτίζονται ἄστοχα μὲ τὸ χαμηλόφωνο καὶ τὴν ἀποτύπωση τῆς κενότητας τοῦ μοντέρνου καθημερινοῦ βίου.Βεβαίως «οἱ κρίκοι στὴν ἁλυσίδα τοῦ ἱεροῦ» φαίνονται στὴ νεωτερικότητα νὰ ἔχουν σπάσει. Ὡστόσο εἶναι μέσα σὲ αὐτὲς τὶς συνθῆκες ὅπου ἡ ἔκφραση τῆς δίψας γιὰ ἁγνότητα καὶ γιὰ πλήρωμα νοήματος, ρητὴ ἢ διατυπούμενη ὡς αἴτημα, ἀποτελεῖ μία κορυφαία μοντερνιστικὴ ἀναζήτηση. Στὰ καθ᾿ ἡμᾶς, στεκόμαστε στὸν T. K. Παπατσώνη, πρωτοπόρο νεωτερικό, καὶ θρησκευτικό, ποιητή, ποὺ μὲ τὰ τρία του ποιήματα γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ («Χριστουγεννιάτικη ἀγρυπνία», 1914, «Κατὰ τὴν Γέννησιν τοῦ Κυρίου», 1915, «Τὰ Χριστούγεννα τῶν δακρύων», 1962) μᾶς ἔδωσε βαθιὰ κατανυκτικοὺς στίχους:
Δὲν περιμένω τὴν ὀσμὴ καμιᾶς σπανίας βοτάνης,
ἀλλὰ τὸ Ὑπερουράνιο, ποὺ Θεέ μου, θὰ μὲ ῥάνεις,
καὶ θὰ φανῶ Ποιμενικὸν θαῦμα, θὰ φανῶ φάσμα,
ποὺ φέρνει τὸ Ἀρχαγγελικὸ τῆς νύχτας τούτης ἄσμα.
Συγκεκριμένη πνευματικὴ στάση καὶ ὀπτικὴ συγκεφαλαιωτικὴ τῆς ἐκκλησιαστικότητας στὴν ὑπαρκτικὴ περιπέτεια τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου καταθέτει ἡ οὐσιώδης Ζωὴ Καρέλλη μὲ τὸ ποίημα «Παραμονὴ τῆς Γέννησης» (Πορεία, 1940):
Ἐκεῖνος ποὺ δὲν γεννᾶ, δὲν γεννᾶται,
δὲν ἀναγεννᾶται ποτέ, Κύριε,
τῆς Γέννησης, «σκήνωσον ἐν ἐμοί»,
ἐνῶ ἐφιαλτικὸς σκηνοποιὸς ὁ Μίλτος Σαχτούρης στοὺς ὄχι λίγους «χριστουγεννιάτικους» στίχους του («Χριστούγεννα», 1948, «Ὁ νεκρὸς στὶς γιορτές», 1986, «Τὰ λυπημένα Χριστούγεννα», 1990), ἐνστικτώδης καὶ διὰ τῆς ὁμοιοπαθητικῆς μεθόδου, μεταμορφωτὴς ἑνὸς μηδενιστικοῦ παρόντος, συνδέει ἀγχωτικὰ τὴ Γέννηση μὲ τὰ γεγονότα τοῦ Ἐμφυλίου:
Σημαία / ἀκόμη / τὰ δόκανα στημένα στοὺς δρόμους /
τὰ μαγικὰ σύρματα / τὰ σταυρωτὰ / καὶ τὰ σπίρτα καμένα /
καὶ πέφτει ἡ ὀβίδα στὴ φάτνη / τοῦ μικροῦ Χριστοῦ /
τὸ αἷμα τὸ αἷμα τὸ αἷμα.
(«Χριστούγεννα 1948»)
Ὡστόσο τὸ πλέον «χριστολογικό» ποίημα γιὰ τὰ Χριστούγεννά μας τὸ ἔχει, κατὰ τὴ γνώμη μου, χαρίσει ὁ Τάσος Λειβαδίτης στὴν ἑνότητα ποιημάτων του «Ὁ ἀδελφὸς Ἰησοῦς». Ἔχει τίτλο «Ἡ Γέννηση» (1983):
Ἕνα ἄλλο βράδυ τὸν ἄκουσα νὰ κλαίει δίπλα. Χτύπησα τὴν πόρτα καὶ μπῆκα. Μοῦ ῾δειξε πάνω στὸ κομοδίνο ἕνα μικρὸ ξύλινο σταυρό. «Εἶδες - μου λέει - γεννήθηκε ἡ εὐσπλαγχνία». Ἔσκυψα τότε τὸ κεφάλι κι ἔκλαψα κι ἐγώ.
Γιατί θὰ περνοῦσαν αἰῶνες καὶ αἰῶνες καὶ δὲ θά ῾χαμε νὰ ποῦμε τίποτα ὡραιότερο ἀπ᾿ αὐτό.
Οἱ ποιητές μας διασώζουν τὴν ἀλήθεια τοῦ προσώπου μας. Στὴν ἐποχὴ τῆς εἰκονικῆς πραγματικότητάς μας καθαρίζουν τὴν ὅραση ἀπὸ τὶς τρέχουσες ἐπιχωματώσεις καὶ μᾶς κάνουν αἰσθητὸ τὸ αἴτημα γιὰ πραγματικότητα βίου ἑορταστικὴ καὶ πένθιμη συνάμα. Ἀφοῦ, κατὰ τὸ λόγιον ἐκεῖνο, «βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος». Ἢ γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν Ἐλύτη:
Πολλὰ δὲ θέλει ὁ ἄνθρωπος /
νά ῾ν᾿ ἥμερος νά ῾ναι ἄκακος /
λίγο φαΐ, λίγο κρασί /
Χριστούγεννα κι Ἀνάσταση.
Lemmy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)