"Εγώ δεν έχω να σου δώσω τίποτα" είπες. "Τίποτα,
είναι τρύπια τα χέρια μου".
Ενώ τον ουρανό που ήταν πάνω μου εσύ μου τον έφερνες.
Και η πολιτεία ήταν όμορφη εκείνο το βράδυ.
Κι όλα είχαν όψη τρυφερή και ήρεμη.
Ενώ τον ουρανό που ήταν πάνω μου εσύ μου τον έφερνες.
Και η πολιτεία ήταν όμορφη εκείνο το βράδυ.
Κι όλα είχαν όψη τρυφερή και ήρεμη.
Και η βροχή
σαν ένα διάφανο έπεφτε φως αραιή, απαλή,
σαν ένα διάφανο έπεφτε φως αραιή, απαλή,
σαν καλοσύνη σε λουλούδια.
Βαθιά στην καρδιά μου
σιγοψιχάλιζε ένα φως σαν στριμμένο μετάξι.
σιγοψιχάλιζε ένα φως σαν στριμμένο μετάξι.
Μα περπατούσαμε σιγά στο δρόμο, γιατί εσύ,
κρατούσες κάτι σαν γρανίτη ή βαρύ φως.
κρατούσες κάτι σαν γρανίτη ή βαρύ φως.
Γιατί είχες εσύ τα χέρια σου γιομάτα.
Τόσο, που μόλις εσήκωνες το βάρος.
Μόλις που μπορούσες
να ορίζεις το βήμα σου.
να ορίζεις το βήμα σου.
Γιατί είχες τα χέρια σου
φορτωμένα με πέτρες κομμένες απ’ το
λατομείο του ήλιου.
φορτωμένα με πέτρες κομμένες απ’ το
λατομείο του ήλιου.
Άπ’ αύριο
!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή