Παρασκευή 15 Απριλίου 2022

Η αρχαία Ελληνική πολιτική θεωρία ως απάντηση στη δημοκρατία – Cynthia Farrar (2)

Salvator Rosa / Δημόκριτος και Πρωταγόρας (1663-1664)
 
Η ικανότητα να τακτοποιούν αυτή τη διπλή ταυτότητα ήταν το σήμα κατατεθέν του πολιτικού και ιδιαίτερα του δημοκρατικού επιτεύγμα­τος των Αθηναίων. Στην Αθήνα, όπως και αλλού, η διάχυτη ένταση ανάμεσα στην ελευθερία και την τάξη αποσιωπούνταν κατά τα πρώτα χρόνια της πόλεως κάτω από τη γενική συναίνεση απέναντι στην πολι­τική καθώς και στη θρησκευτική εξουσία των παραδοσιακών αρχόντων, των ευγενών.
Η μετακίνηση προς τη δημοκρατία, που άρχισε από τον Κλεισθένη και επιταχύνθηκε στο πρώτο μισό του πέμπτου αιώνα, αύξησε την οικειότητα και το άχαρο της πολιτικής εμπειρίας. Η αμφισβήτηση της θέσης της παραδοσιακής ιεραρχίας και η αβεβαιότητα για τα κριτήρια και το νόημα της ιδιότητας του πολίτη ευνοήθηκαν από τη διακυβέρνηση των Πεισιστρατιδών (546-510 π.Χ.). Ο Κλεισθένης επιβεβαίωσε την καθαρά πολιτική πηγή τόσο της ελευθε­ρίας όσο και της τάξης. Οι μεταρρυθμίσεις του ξαναϋπογράμμισαν τη δύναμη του πολιτικού ορίου να κόβει κάθετα παραδοσιακούς δεσμούς. Έδωσε θέση σε όλους τους ελεύθερους κατοίκους της περιο­χής με καθαρά πολιτικά μέσα και κατάφερε να υπονομεύσει την τοπι­κή κυριαρχία των αριστοκρατικών οικογενειών και να συνδέσει κάθε Αθηναίο πολιτικά με την ευρύτερη κοινότητα.

Τα κοινωνικά και προσωπικά χαρακτηριστικά, που παραδοσιακά συνδέονταν με την εξουσία και την τάξη, δεν ήταν πια πολιτικώς αποφασιστικά. Η πολιτική δύναμη κατέληξε να στηρίζεται σε μια συνέ­λευση ανθρώπων, καθένας από τους οποίους ξεχωριστά δεν είχε δύναμη· επίσης, καθένας από αυτούς τους ανθρώπους ήταν δυνατόν να είναι άπειρος, αμόρφωτος και ασυνήθιστος στις ευθύνες. Η ενότη­τα δεν χρειαζόταν πλέον να εξασφαλίζεται από τον σεβασμό για την παραδοσιακή εξουσία. Στο θέατρο και την πολιτική συζήτηση οι Αθηναίοι επιζητούσαν να συμβιβασθούν με το τεράστια διευρυμένο πεδίο της πόλεως: τη φιλοδοξία της να επιτύχει τάξη από την αταξία και να εκφράσει τη δύναμη των αδυνάτων. Ούτε οι λειτουργίες της δημοκρατικής πόλεως ούτε οι απόπειρες κατανόησης των επιπτώσεών της διέλυσαν ποτέ αυτές τις αντιφάσεις. Γιατί η διάλυσή τους -όπως γίνεται στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη – θα σήμαινε το τέλος της πολιτικής.

Η ανάδυση του τραγικού θεάτρου συνέπεσε με την περίοδο της πολιτικής αναταραχής που γέννησε την αθηναϊκή δημοκρατία. Οι τρα­γικοί ποιητές διερεύνησαν τα ερωτήματα που προέκυψαν από τη δημοκρατική πολιτική και στράφηκαν στην εξέταση της δημοκρατίας για να βρουν απαντήσεις. Το ενδιαφέρον για τη δημοκρατία, για τη συμφιλίωση της πολιτικής θέσης και των ευθυνών με τα προσωπικά χαρακτηριστικά και τους στόχους, προέκυψε από δύο παρακείμενες γωνίες. Γιατί πρέπει να πιστεύουμε ότι το επακόλουθο της συγκέν­τρωσης των απόψεων προσώπων που ήταν τυπικά τουλάχιστον ελεύ­θερα από την παραδοσιακή ιεραρχία και τις παραδοσιακές αξίες θα πρέπει στην πραγματικότητα να είναι η τάξη;


Και θα ήταν η πολιτική τάξη αυτού του είδους γνήσια συμβατή με την έκφραση προσωπικών στόχων; Στις Ικέτιδες (ανέβηκε γύρω στα 465-459 π.Χ.) και στην Ορέστεια (που ανέβηκε στα 458), ο Αισχύλος υποδηλώνει με διαφο­ρετικούς τρόπους ότι η δημοκρατική πολιτική ίσως κατορθώσει να ενοποιήσει τις πολιτικές διεκδικήσεις με τις προσωπικές ή συγγενικές. Ο αυτόνομος άνθρωπος κάνει δικές του τις δυνάμεις της τάξης (νόμος). Οι περιορισμοί οι σχετικοί με την παλιά αριστοκρατική τάξη θεωρούνται τώρα αυτοεπιβαλλόμενοι. Ο δημοκρατικός άνθρωπος είναι μέλος μιας πολιτικής ελίτ. Εξαιτίας της πολιτικής του θέσης, και παρά τις συνεχιζόμενες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, είναι ικανός να υλοποιεί άμεσα τα προσωπικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με την αριστοκρατία και είναι ουσιώδη για την τάξη της κοινό­τητας -γενναιότητα, αρετή, ευλάβεια, δικαιοσύνη, ικανότητα συνεισφοράς στην κοινότητα.

Στις Ικέτιδες ο βασιλιάς Πελασγός του Άργους επιμένει σε μια πολιτική απάντηση στο αίτημα των βαρβάρων γυναικών για πολιτική προστασία από τους Αιγύπτιους εξαδέλφους τους. Η τελική απόφαση είναι θέμα του δήμου, που ψηφίζει την επέκταση της προστασίας στις ικέτιδες. Στην απεικόνιση της συνάντησης του βασιλιά με τον Αιγύπτιο κήρυκα, στο τέλος των Ικέτιδων, ο Αισχύλος συνυφαίνει αναφορές της γυναικείας ιδιότητας (που συμβολίζει το μη πολιτικό) και της βάρβαρης και δεσποτικής συμπεριφοράς, για να τονίσει τα θέματα του έργου.


Ο Πελασγός διακηρύσσει ότι η απαίτηση των Αιγυ­πτίων να αποκαταστήσουν την τάξη και να επιδείξουν ανδρισμό υπο­τάσσοντας τις γυναίκες είναι κούφια. Οι Αργείοι, που κυβερνούν με πολιτική εξουσία, η οποία βασίζεται στην πειθώ και τη συναίνεση, είναι οι αληθινοί άνδρες (Ικέτ. 951). Η εξουσία δεν ορίζεται μόνον από συγκεκριμένους νόμους, αλλά επίσης σύμφωνα μ’ ένα γενικότερο κριτήριο: αμοιβαιότητα σεβασμού και απόρριψη του εξαναγκασμού. Η προσήλωση σ’ αυτό το κριτήριο υπογραμμίζει την απαίτηση της αθη­ναϊκής δημοκρατίας, όπως παρουσιάζεται σ’ αυτό το έργο, να εκφρά­ζει προσωπικούς στόχους μέσα στις πολιτικές πράξεις. Η αμετακίνητη αφοσίωση σε μια πολιτική έκφραση των προσωπικών απόψεων ενσαρκώνεται στο ψήφισμα των Αργείων ότι εκείνα τα μέλη της πόλεως που αρνούνται να δεσμευθούν από την εκούσια απόφαση του δήμου στην εκκλησία πρέπει να χάνουν την ιδιότητα του πολίτη (Ικέτ. 61 κ.ε.).

Λίγα χρόνια αργότερα ο Αισχύλος ανέλυσε τα αθηναϊκά πολιτικά πράγματα με κάπως διαφορετικό τρόπο. Η τριλογία Ορέστεια ανέβη­κε ύστερα από τη δολοφονία του Εφιάλτη, που είχε ηγηθεί σε επιτυχή προσπάθεια μείωσης των εξουσιών του αριστοκρατικού Αρείου Πάγου. Εκείνη την εποχή ορισμένοι Αθηναίοι ήταν έτοιμοι να προδώ­σουν την πόλη στη Σπάρτη. Η τριλογία αντικατοπτρίζει την ανησυχία του Αισχύλου για το ότι η εκτόξευση προς την πλήρη δημοκρατία σε βάρος της παραδοσιακής εξουσίας μπορούσε να καταλήξει σε αναρ­χία. Σημειωτέον ότι αυτή η ανησυχία δεν διατυπώνεται ως πάλη ανά­μεσα στη δημοκρατία και την ολιγαρχία, αλλά ως θεμελιωδέστερη σύγκρουση ανάμεσα στις διεκδικήσεις της πόλεως και της οικογένει­ας.


Η τριλογία αναδιηγείται τον κύκλο εκδίκησης που ακολουθεί τη θυσία της Ιφιγένειας από τον πατέρα της, τον βασιλιά Αγαμέμνονα, για να εξασφαλιστεί η θεϊκή συγκατάθεση στην εκστρατεία του κατά της Τροίας. Όπως στις Ικέτιδες, το θηλυκό στοιχείο -η βασίλισσα Κλυταιμνήστρα, που δολοφονεί τον σύζυγό της Αγαμέμνονα, ο θηλυ­πρεπής εραστής της Αίγισθος, και οι Ερινύες, που καταδιώκουν τον γιο της Κλυταιμνήστρας, τον Ορέστη, αφού έχει σκοτώσει τη μητέρα του- αντιπροσωπεύει την έλλειψη τάξης, την εξέγερση κατά της εξουσίας και την προσωπική θλίψη, όπως και την αφοσίωση σε δε­σμούς αίματος που είναι πάνω από τις επιταγές της πολιτικής τάξης ή της εξουσίας. Ο Απόλλων, προστάτης του Ορέστη, μιλά υπέρ του ανδρικού κριτηρίου. Κάθε πλευρά επικαλείται μια δυνατή, θεϊκά επι­κυρωμένη σειρά αξιών, καθεμιά από τις οποίες διαθέτει δύναμη για πολιτική τάξη μέσα στην Αθήνα.

Όπως ο Πελασγός, η θεά Αθηνά παραπέμπει την υπόθεση στους αντιπροσώπους της πόλεως. Η επιλογή και η απεικόνιση του Αρείου Πάγου από τον Αισχύλο, ως πολιτικού διαιτητή, ανακαλεί τόσο τις διεκδικήσεις της παραδοσιακής εξουσίας όσο και τη σαφώς πολιτική δομή της εξουσίας. Ενώ η απόφαση των Αργείων ήταν ομόφωνη, οι Αθηναίοι που συνθέτουν τον Άρειο Πάγο είναι διηρημένοι. Αυτή η διάσταση γνώμης φέρνει στην επιφάνεια τις επιπτώσεις που έχει μια καθαρά πολιτική βάση για την τάξη, που βασίζεται σε μια διαδικασία λήψης αποφάσεων, η οποία μπορεί να αποφασίζει αλλά δεν μπορεί να επιλύει μια βαθιά και τραγική σύγκρουση ανάμεσα σε νόμιμες διεκδι­κήσεις.


Η πολιτική κοινότητα πρέπει επομένως να απορροφήσει και να εξημερώσει τη σύγκρουση, να εκφράσει τις ποικίλες απαιτήσεις, αντικείμενο των οποίων θεωρούν ότι είναι οι άνδρες. Η αποφασιστική ψήφος ρίπτεται από την Αθηνά υπέρ της ανδρικής, πολιτικής αρχής, αυτή όμως χρησιμοποιεί την πολιτική της δεξιοτεχνία για να πείσει τις Ερινύες να μην αποσυρθούν από την Αθήνα. Πετυχαίνει, πολιτικοποιώντας την παραδοσιακή τους λειτουργία και χτίζοντας την πολιτική τάξη πάνω στα προσωπικά κίνητρα και τις προσκολλήσεις που αντιπροσωπεύουν. Η ενσωμάτωση των Ερινύων εγγυάται ότι κάθε πολίτη τον αναχαιτίζει ο φόβος της αναπόφευκτης τιμωρίας.

Με τον μεταφορικό και υπαινικτικό τρόπο, που χαρακτηρίζει το δράμα, τα δύο αυτά έργα εκφράζουν, αντίστοιχα, την πεποίθηση ότι η δημοκρατική πόλις καθιστά δυνατό τον ελεύθερο, συλλογικό καθορισμό πολιτικών στόχων, συνδυάζοντας έτσι την ενότητα με τον σεβασμό για την αυτονομία των πολιτών· εκφράζουν, επίσης, την πεποίθηση ότι, αν η άσκηση αυτονομίας από όλους τους πολίτες γίνεται πράγματι για τη δημιουργία αρμονίας, τότε τα άτομα πρέπει να επιδεικνύουν σεβασμό για τις παραδοσιακές, κοινωνικά ριζωμένες νόρμες συμπε­ριφοράς.

Ο σοφιστής Πρωταγόρας επιζητούσε να αποδείξει εκείνο που θεα­τροποιούσε ο Αισχύλος, ότι, δηλαδή, η πολιτική αλληλεπίδραση συνιστά τόσο την άσκηση εξουσίας μέσα από τη συλλογική έκφραση του ατόμου όσο και την επίτευξη τάξης μέσα από τη συλλογική αυτοσυγκράτηση. Ο Πρωταγόρας δεν ήταν Αθηναίος πολίτης. Ήταν σύγχρονος του Αισχύλου, κάτοικος και επαγγελματικά ενεργός στην Αθήνα στις δεκαετίες του 460 και του 450. Στον Πρωταγόρα, την κύρια πηγή μαρτυριών για την πολιτική θεωρία του σοφιστή, ο Πλάτων χρησιμοποιεί τη διδασκαλία του Πρωταγόρα για να προβάλει, με την αντίθεση, την ιδέα ότι η ικανότητα των ανδρών να εκτιμήσουν τα συμφέροντά τους και να συμβάλουν στην ηγεσία της πόλεως δεν μπορεί να τους απονέ­μεται μόνο και μόνο επειδή είναι πολίτες.


Όπως φαίνεται, όμως, από την ακεραιότητα ορισμένων τμημάτων του διαλόγου, τη συμβατότητά τους με ανεξάρτητα από αυτόν παραδομένα αποσπάσματα, και την ασυμβατότητά τους με το πλατωνικό πλαίσιο, το ιστορικό πρόσωπο Πρωταγόρας διατύπωσε πράγματι μια συνεκτική πολιτική θεωρία. Αντίθετα από τον Πλάτωνα, δεν θεώρησε αναγκαίο να οικοδομήσει μια πολιτική ψυχολογία. Όπως ο Αισχύλος, επιζήτησε να δείξει ότι οι κοινωνικές, οικονομικές και προσωπικές διαφορές μπορούν να πολιτι­κοποιούνται, τόσο όταν εκφράζονται όσο και όταν μεταμορφώνονται.

Απαντώντας στο ερώτημα της νομιμότητας της δημοκρατίας, ο Πρωταγόρας υποστηρίζει ότι η αλληλεπίδραση πολιτών και ηγεσίας, που χαρακτηρίζει την πόλιν, καλλιεργεί την ορθή κρίση στον δήμον, ο οποίος παίρνει αποφάσεις, και εγγυάται ότι ευδοκιμεί η καλύτερη δυνατή ηγεσία. Η πόλις μπορεί να αποδώσει την κρίση και την ικανό­τητα να συνεισφέρει στην πολιτική τάξη στον πολίτη qua πολίτη, επει­δή απαιτεί και καλλιεργεί αυτές τις ικανότητες.


Η πολιτική αλληλεπί­δραση προάγει τόσο τη γενική αρμοδιότητα (ο άνθρωπος είναι το μέτρον· όλοι οι πολίτες είναι ικανοί να συνεισφέρουν στην πολιτική τάξη). Στην πολιτική του θεωρία, ο Πρωταγόρας πρόσφερε μια περι­γραφή της κοινωνικοποίησης και της ηγεσίας καθώς και της σχέσης ανάμεσά τους. Η περιγραφή ενσωματώνει την ανώτερη προσωπική αντίληψη που είχε ο Πρωταγόρας για τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ανθρώπινης εμπειρίας, και καλούσε τους άνδρες να τη δοκιμά­σουν συγκρίνοντάς την με τη δική τους εμπειρία.

Επιμέλεια:
Γιώργος Κουτσαντώνης
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)