Απ’ το απόγευμα και μετά ήτανε δικό μας. Την άλλη μέρα το πρωί καθάριζε τις λάσπες, τις τσίχλες και τα φλούδια από τα πασατέμπο που αφήναμε και καθότανε μονάχος του μέχρι το μεσημέρι. Στήριζε τους αγκώνες στα πόδια και το πρόσωπο στις παλάμες.
Πού και πού μονολογούσε, σαν να ’πιανε κουβέντα με αόρατους φίλους. Τότε δεν ήξερα κι ούτε με πολυένοιαζε. Πολύ αργότερα έφτασαν στα αυτιά μου κάτι μισόλογα για Ανάφη, Μακρόνησο και Λέρο.
Οι μικρές κοινωνίες ξέρουν να κρύβουνε τα μυστικά τους, όταν δεν τα κάνουνε μαχαίρια. Αλλά ακόμη κι αυτά με τον καιρό ξεχνιούνται. Αυτός πέθανε. Η γυναίκα του πέθανε. Τα παιδιά του σκόρπισαν. Ένα μέτρο η ακούρευτη αγριάδα σε όλο το πάρκο. Μόνο το παγκάκι, έστω και σπασμένο, είναι ακόμη εκεί. Σαν να φυλάει δεκαετίες τώρα τη θέση του.
Σε πείσμα του χρόνου και της λήθης. Το ίδιο κι εγώ. Κάτι τέτοιες φιγούρες έρχονται πρωί πρωί και καθαρίζουνε τις λάσπες, τις τσίχλες και τα φλούδια απ’ τα πασατέμπο της μεσήλικης ζωής μου.
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
via
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)