"45 χρόνια φούρναρης", δεν υπερβάλλει όταν το λέει. Όντως, το "φουρναραίικο" το θυμούνται τέσσερις γενιές αφού πριν από αυτόν το είχε κι ο πατέρας του. Την Κυριακή των Βαΐων, κάθεται σε μια καρέκλα έξω από τον φούρνο και παρακολουθεί τον κόσμο.
Η Εβδομάδα των Παθών έφερνε πάντα μια αναστάτωση στον φούρνο αλλά και στον ίδιο. Αν για κάτι ήταν διάσημος ο φούρνος του εκτός από το καλύτερο ψωμί της περιοχής ήταν οι πασχαλινές κουλούρες, τα τσουρέκια. "Η συνταγή τους έρχεται από τα βάθη των αιώνων", ισχυρίζεται όταν τον ρωτούν οι πελάτες του. Στην πραγματικότητα όμως τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι και θα σας εξηγήσω γιατί. Η συνταγή δεν έρχεται από τα βάθη των αιώνων αλλά μετράει μόλις 75 χρόνια. Όσα ζει κι ο ίδιος δηλαδή.
Ένα Πάσχα, μια Μεγάλη Εβδομάδα σαν κι αυτή, που ο κόσμος περνούσε δύσκολα αλλά η ζωή ήταν πιο απλή, αποφάσισε η μάνα του πως αρκετά στρογγυλοκάθισε στην κοιλιά της το μωρό και είπε "δεν αντέχω άλλο, Χριστούλη μου, κάνε να γεννήσω" και βγήκε ο κανακάρης της μετά… βαΐων και κλάδων! Χαρά μεγάλη έφερε σε όλους και στον πατέρα του τον φούρναρη, που από τη χαρά του άνοιξε τον φούρνο αξημέρωτη ακόμα Μεγάλη Δευτέρα και κερνούσε τον κόσμο όλο.
Έστησαν γλέντι οι φίλοι στο εργαστήριο, να γιορτάσουν τα γεννητούρια. Και βάλε ένα ποτηράκι από δω, βάλε ένα ποτηράκι από κει, τούτη τη μέρα της μεγάλης θλίψης της Χριστιανοσύνης, τους βρήκε το απόβραδο να χορεύουν και να τραγουδούν "έλα βρε Χαραλάμπη να σε παντρέψουμε". Χαράλαμπος θα ήταν το όνομα του νεογέννητου. Παρά τα γλέντια όμως και τους χορούς ο ευτυχής πατέρας ήταν και φούρναρης, είχε και τον νου του και στους βοηθούς που ετοίμαζαν τις ζύμες για τα τσουρέκια και τα ψωμιά.
Πάνω στον χορό, πάνω στην ευφορία της στιγμής, σηκώνεται ο παππούς Χαράλαμπος, ανεβαίνει στην καρέκλα, τον κρατούν οι φίλοι του μην πέσει και σηκώνοντας το ποτήρι του που ήταν γεμάτο μαυροδάφνη μυρωδάτη από την Πάτρα, λέει συγκινημένος στον γιο του: "Ψωμί να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται!". Και αμέσως αδειάζει, για να βαφτίσει κιόλας την ευχή, όλη τη μαυροδάφνη στον κάδο με το ζυμάρι για τα τσουρέκια. Συγκινημένος ο γιος ξέχασε και τα τσουρέκια κι όλα. Ο φούρνος δούλευε, δεν σταματούσε, μα το πρωί τα τσουρέκια μύριζαν αλλιώς και η γεύση ήταν διαφορετική, ιδιαίτερη και… νόστιμη.
Τώρα λοιπόν, 75 χρόνια μετά, βλέπει τον κόσμο, Μεγάλη Δευτέρα, να κάνει ουρά έξω από το μαγαζί. Και σκέφτεται πως σ' αυτόν τον κόσμο τελικά τίποτα δεν αποκλείεται - βλέπετε, έπιασε η ευχή που έγινε από αγάπη κι από χαρά μεγάλη: Αυτός ακόμα ψωμί φτιάχνει και εκείνο χρυσάφι γίνεται. Και σηκώθηκε χαμογελαστός να πάρει την εδώ και 45 χρόνια θέση του πίσω από τον πάγκο.
Κυριακή Μπεϊόγλου
via
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)