Ο Ζήνων μπορεί να ζήλεψε τον Επίκουρο όταν ίδρυσε τον Κήπο και να έσπευσε να ιδρύσει τη δική του Στοά, κανείς τους όμως δεν μπορούσε να φανταστεί ότι οι σχολές τους θα γνώριζαν τέτοια επιτυχία επί πέντε τουλάχιστον αιώνες. Οι δυο τους το μόνο που επεδίωκαν (και δεν ήταν λίγο) ήταν να προβάλουν μια εναλλακτική πρόταση φιλοσοφίας και ζωής στην ελληνιστική Αθήνα.
Και τα πέτυχαν όλα: αντικατέστησαν τους Κυρηναϊκούς, τους Μεγαρικούς, τους Κυνικούς και τις υπόλοιπες σχολές που ακολούθησαν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο τη σωκρατική παράδοση. Δεν υποχώρησαν μπροστά στον όγκο και την ισχύ του πλατωνικού έργου και του αριστοτελικού συστήματος, αλλά τα πολέμησαν και, εν μέρει, τα υποσκέλισαν. Έθεσαν τη δική τους σφραγίδα στην πορεία της φιλοσοφίας, στον προσανατολισμό της και στον χαρακτήρα της.
Τα πέτυχαν όλα αυτά επειδή υπερασπίστηκαν σθεναρά και με επιχειρήματα τις διδασκαλίες τους, και έπεισαν. Επειδή προσέγγισαν τη φιλοσοφία πιο συστηματικά από τις σωκρατικές σχολές και πιο κοντά στο πνεύμα της εποχής από τους Πλατωνικούς και τους Αριστοτελικούς. Επειδή οι δύο Σχολές τους ανέδειξαν παραδειγματικές προσωπικότητες, ανθρώπους που οι συμπολίτες τους τους έβλεπαν να ζουν τη φιλοσοφία που δίδασκαν. Και αυτό το εκτιμούσαν όλοι.
Η περίπτωση των δύο ιδρυτών των Σχολών είναι χαρακτηριστική. Ο Ζήνων έθεσε πολύ ψηλά τον πήχυ της ευδαιμονίας και σκιαγράφησε σχεδόν ανέφικτο το ιδανικό του σοφού. Κι όμως ο ίδιος, ο τόσο αυστηρός στην ηθική του, γνώριζε πολύ καλά πώς να περάσει την εικόνα του στους άλλους: επιδείκνυε μια υπερβολική φτώχεια και προσπαθούσε να τον βλέπουν σαν τον συνεχιστή του Σωκράτη. Γιατί εκείνος ήταν σε όλη την αρχαιότητα η πιο αναγνωρίσιμη φιλοσοφική μορφή και το κατεξοχήν πρότυπο του φιλοσοφικού βίου. Από την άλλη, ο Επίκουρος διακήρυξε σε όλους τους τόνους ότι μια ήσυχη ζωή είναι φυσική και ότι το ιδανικό της ευδαιμονίας είναι εφικτό για όλους, απέφευγε όμως να επιδεικνύει δημοσίως το πόσο εύκολα (ή δύσκολα) είναι πραγματοποιήσιμο. Σημασία είχε ότι και οι δυο τους πέτυχαν αυτό που είχαν σκοπό.
Ήταν και η περίοδος ευνοϊκή, καθώς η φιλοσοφία βρέθηκε ίσως στην καλύτερη εποχή της. Υπήρχε ποικιλία απόψεων σε ζητήματα που κάλυπταν όλο το εύρος της ανθρώπινης γνώσης (και άγνοιας): τη δημιουργία και τη λειτουργία του κόσμου, τη σύσταση της φύσης και του ανθρώπου, την ύπαρξη και τις ενέργειες των θεών, το πώς και τι γνωρίζει ο άνθρωπος, το πώς σκέφτεται, το πώς μιλά για τα πράγματα, το πόσο ελεύθερος είναι, τις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του, την κατάκτηση της ευτυχίας, την ορθή λειτουργία της πόλης.
Η φιλοσοφική διαμάχη ανάμεσα στις σχολές για τα ζητήματα αυτά ήταν σκληρή: όλες οι πλευρές έγραφαν πολεμικά βιβλία, διατύπωναν λογικά επιχειρήματα για να στηρίξουν τις απόψεις τους και να αναιρέσουν τις αντίθετες, αλλά (καμιά φορά) κατέφευγαν και στις εύκολες συκοφαντίες. Τέλος, η φιλοσοφία κατείχε κεντρική θέση στην εκπαίδευση, και μια πόλη όπως η Αθήνα θεωρούσε τιμή της να φιλοξενεί τις φιλοσοφικές Σχολές. Οι ίδιοι οι φιλόσοφοι μπορεί να θαυμάζονταν από τους οπαδούς τους και να χλευάζονταν από ποιητές και συγγραφείς· αλλά δεν τους έλειψε η δημόσια αναγνώριση και ο έπαινος – για να μην πούμε για τα αγάλματα που στήθηκαν προς τιμήν τους.
Στωικοί και Επικούρειοι (κυρίως οι πρώτοι) ασχολήθηκαν με όλες τις περιοχές της φιλοσοφίας και ανέλυσαν προσεκτικά τους συλλογισμούς και τις έννοιες που χρησιμοποίησαν. Ό,τι έβρισκαν στη φυσική ή στη λογική είχε συνάφεια και τους βοηθούσε να στηρίξουν την ηθική θεωρία τους. Ως φιλοσοφίες της ζωής έδιναν στα πάντα αυτή την κατεύθυνση, την επίτευξη του ενός σκοπού. Αυτή ήταν η καινοτομία και του Στωικισμού και του Επικουρισμού. Ξεκινούσαν από το πιο οικείο και σημαντικό πράγμα για όλους τους ανθρώπους, από τον εαυτό τους και την προσωπική τους ζωή. Δεν έδιναν απλώς έμφαση στην ηθική θεωρία· έδιναν προτεραιότητα στην πρακτική, στην ενασχόληση με τα καθημερινά προβλήματα και στη διατύπωση και την εφαρμογή κανόνων ζωής. Όποιος άνθρωπος ήταν πρόθυμος να σκεφτεί για τον εαυτό του και τις εμπειρίες του, μπορούσε να βρει σε αυτές τις φιλοσοφίες ένα σχέδιο ζωής, έναν λογικό προσανατολισμό στον κόσμο, μια πρακτική καθοδήγηση. Τι άλλο μπορούσε (ή ήθελε) να ζητήσει από τη φιλοσοφία ο άνθρωπος εκείνης (ή ίσως όχι μόνο εκείνης) της εποχής;
Τέλος εποχής;
Οι Στωικοί και οι Επικούρειοι κυριάρχησαν σε ολόκληρη την Ελληνιστική εποχή, παραμερίζοντας τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Προερχόμενοι από τις εκτεταμένες επικράτειες του καινούργιου ελληνικού κόσμου, συγκεντρώθηκαν στην Αθήνα, πέρασαν από τις Σχολές της και πολλοί παρέμειναν εκεί. Η φιλοσοφική τους σκέψη διαμορφώθηκε στο περιβάλλον μιας πόλης που δεν είχε πια τη δύναμη του ξίφους αλλά κρατούσε ακόμη την πρωτοκαθεδρία του πνεύματος· διατυπώθηκε σε χιλιάδες έργα (που έχουν χαθεί!), από απλές περιλήψεις και εκλαϊκευτικές συνόψεις έως εκτεταμένες πραγματείες γεμάτες τεχνικούς όρους· διαβάστηκε από χιλιάδες ανθρώπους, Έλληνες και Ρωμαίους, άνδρες και γυναίκες, ελεύθερους και δούλους, πλούσιους και φτωχούς· και, κυρίως, επηρέασε τη ζωή αυτών των ανθρώπων, που είδαν στην άσκηση της μίας ή της άλλης φιλοσοφίας τον δρόμο και το τέρμα μιας ευτυχισμένης πορείας.
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν πριν έρθουν οι Αυτοκρατορικοί Χρόνοι. Οι Στωικοί και οι Επικούρειοι δεν χάθηκαν κάθε άλλο! Ήδη όμως από τον 2ο αιώνα π.Χ. η ελληνιστική φιλοσοφία έχανε ένα βασικό χαρακτηριστικό της, ότι ήταν μια υπόθεση της Αθήνας. Εκτός από τις σκόρπιες κοινότητες των Επικούρειων, που έτσι κι αλλιώς ζούσαν τη δική τους ζωή, το κράτος της φιλοσοφίας ήταν υδροκέφαλο και αθηναιοκεντρικό: οι τέσσερις μεγάλες σχολές ήταν εκεί, όποιος ήθελε να σπουδάσει πήγαινε σε αυτές, όποιος γινόταν καλός φιλόσοφος έμενε σε αυτές, και όποιος διακρινόταν σ᾽ αυτές αναλάμβανε Σχολάρχης τους.
Όταν η Αθήνα το 155 π.Χ. απέστειλε μια πρεσβεία στη Ρώμη για να δικαιολογηθεί που παραβίασε μια συνθήκη, διάλεξε να στείλει ό,τι καλύτερο είχε: τους φιλοσόφους της. Τους τρεις Σχολάρχες: τον ακαδημεικό Καρνεάδη, τον στωικό Διογένη από τη Βαβυλώνα και τον περιπατητικό Κριτόλαο. Από τότε αρκετοί φιλόσοφοι έφευγαν από την Αθήνα, άλλος για να ιδρύσει σχολή, άλλος για να μπει στον κύκλο κάποιου ισχυρού Ρωμαίου. Η ίδια η βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη μεταφέρθηκε στη Ρώμη το 87 π.Χ., όταν ο Σύλλας κατέλαβε την Αθήνα. Οι Σχολάρχες της Ακαδημίας και του Λυκείου βρέθηκαν στη Ρώμη και οι δύο σχολές ουσιαστικά σταμάτησαν να υπάρχουν.
Η Αθήνα έχασε το μονοπώλιο της φιλοσοφίας και νέα κέντρα αναδείχθηκαν: η Ρώμη, η Αλεξάνδρεια, η Ρόδος. Στα χρόνια του Χριστού πιο εύκολα εύρισκες έναν αξιόλογο φιλόσοφο στην Αλεξάνδρεια παρά στην Αθήνα. Κι αν οι γονείς συνέχιζαν να στέλνουν τους γόνους τους για σπουδές στην Αθήνα, ήταν ζήτημα συνήθειας και περασμένων μεγαλείων. Η κατάρρευση του παραδοσιακού κέντρου οδήγησε τους φιλοσόφους στα νέα κέντρα και δημιούργησε μια πρωτόγνωρη κατάσταση: δεν ήταν μόνο οι φιλόσοφοι πολλοί και σκορπισμένοι, αλλά και οι διδασκαλίες τους αναπτύχθηκαν ξεχωριστά και ανεξάρτητα.
Ενώ ο Πλατωνισμός και ο Αριστοτελισμός παρέπαιαν, ο Στωικισμός είχε ελεύθερο το πεδίο να δράσει και να επιδράσει. Ωστόσο, οι συνθήκες δεν τον άφησαν ανεπηρέαστο: κάποτε, όταν γνώριζες τη διδασκαλία του Χρύσιππου, γνώριζες τη διδασκαλία της Στοάς· από τον 1ο αιώνα π.Χ., αν γνώριζες τη διδασκαλία ενός φιλοσόφου, γνώριζες απλώς τη δική του διδασκαλία. Πρόβαλαν πολλοί «στωικισμοί» και φιλόσοφοι που διεκδικούσαν για τον εαυτό τους τον χαρακτηρισμό του Στωικού, οι απόψεις τους όμως διέφεραν σε πολλά ζητήματα. Χάθηκε έτσι η ενότητα στο εσωτερικό της στωικής φιλοσοφίας. Μόνο οι Επικούρειοι έμεναν ακλόνητοι και πιστοί στα όσα τους είχε ορίσει ο ιδρυτής του Κήπου.
των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
erevoktonos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)