Και θα εμφανιστούν καινούριες μορφές πάνω στην Γη.
Οι ηλεκτρονικοί εγκέφαλοι και τα ανδροειδή περιμένουν υπομονετικά.
ΟΜΩΣ: Κάπου πέρα από την φύση του ανθρώπου, πέρα από αυτήν την ίδια την Γη, πέρα από την ζωή, υπάρχουν τα άστρα. Κι ολοένα και πιο πολλοί αισθάνονται ένα μυστηριακό κάλεσμα, σαν κοιτάνε το βράδυ τον έναστρο ουρανό.
Εκεί πάνω ψηλά, δημιουργείται σιγά σιγά ένα πλάσμα που μπορεί να περιέχει ΟΛΑ τα πλάσματα ΟΛΟΥ του σύμπαντος και που θα αγγίζει αυτό που ο Χέγκελ είχε πει: «Καθαρή ύπαρξη και Τίποτα, είναι ένα και το αυτό».
Βαγγέλης Κοτρώνης, Χιονάτη για μεγάλους, τ. 7, Μάιος ‘82
Η πλέον εξέχουσα επιστημονική αιχμή, εδώ και δεκαετίες, έχει έρθει να επιβεβαιώσει αυτό που οι αρχαίοι πολιτισμοί και κουλτούρες θεωρούσαν ως υπαρξιακό θεμέλιο λίθο: δεν υπάρχει κενό στον Κόσμο-Σύμπαν, τα ΠΑΝΤΑ είναι συνδεδεμένα. Κι ασφαλώς η σύνδεση αυτή είναι πέρα από το πεπερασμένο των ανθρώπινων κι εν γένει έμβιων αισθήσεων. Η αντίληψή της, στο καθημερινό βίωμα, συνέβαινε λοιπόν με τον νου, το συναίσθημα, την νόηση πως η Ψυχή, το Πνεύμα, διατρέχει τα πάντα, ενοποιώντας τα σε έναν άπειρο Κοσμικό Οργανισμό.
Ωστόσο, ήρθε εκείνη η χωροχρονική συγκυρία που η ενιαία Ψυχή ως ζώσα ενέργεια έγινε αμέτρητα κομμάτια˙ ο καθένας «απέκτησε» την δική του κι «όφειλε», με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να αφιερώσει το βραχύ του βίου του στην «σωτηρία» της. Ίσως να μην φαίνεται τόσο σημαντικό, για όσα ζούμε στο σήμερα, μα η σφαγή της πραγματικής Ψυχής, ο άγριος τεμαχισμός της, δημιούργησε τερατώδη εγωισμό, απομόνωση κι αποξένωση βαθμηδόν από τον Κόσμο που μας περιβάλλει˙ είτε αυτός αφορά το πλέον απομακρυσμένο νεφέλωμα, είτε τον συνάνθρωπο δίπλα μας, είτε μια άστεγη γάτα πλάι σε σωρούς σκουπιδιών. Χάθηκε η κοινή σύνδεση, η αίσθηση πως είμαστε αμφότεροι κύτταρα μιας ασύλληπτα μεγαλύτερης οντότητας.
Απέχουμε πολύ ως κοινωνίες από την αναζήτηση ισορροπιών, πόσο μάλλον από την εξεύρεσή τους. Η μια ύβρις διαδέχεται την επόμενη και αναμένουμε κάθε φορά μεγαλύτερη την άττιν. Βέβαια, αυτά για ορισμένους είναι ψιλά γράμματα˙ τους έχει μεθύσει η δύναμη της μηχανής που υπηρετούν και νομίζουν ότι η μηχανή είναι ακόμη υπηρέτης τους. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως το μόνο «καινό δαιμόνιο» που προσφέρει αυτός ο πολιτισμός, σε σχέση με τους προηγούμενους, είναι ότι όχι μόνο υπηρετεί τη μηχανή, αλλά πως μετέτρεψε τον άνθρωπο και τον κόσμο του σε μέγα-μηχανή˙ τα γρανάζια, η «μητρική» και τα πιστόνια της, πυργώνονται γύρω και μέσα μας.
Κάθε λέξη που γράφεται, κάθε ιδέα και σκέψη που διαπερνά τον ανθρώπινο νου, κάθε συναίσθημα και διάθεση που καταγράφεται, αναπαράγονται με μηχανική ευκολία από την τεχνητή νοημοσύνη ή αλλιώς μηχανική μάθηση (sic).
Όταν αναφερόμαστε στη νοημοσύνη, βέβαια, ας μην ξεχνιόμαστε, μιλάμε για μια καθαρά ανθρώπινη κατάσταση· συναισθηματική, στοχαστική ή βιωματική και βιωμένη. Οπότε, το βίωμα, αυτό που μας συνδέει με το σύμπαν, η νόηση που μας φανερώνει και μας φανερώνεται, το Πνεύμα που λογίζεται και μας λογίζεται, ενεργοποιούν τη συνείδησή μας, τη διευρύνουν, την καθιστούν ικανή να βιώσει το Απόλυτο˙ μας καθιστούν ικανούς και ικανές να μας διαπεράσει αυτό το Απόλυτο· αυτό που άλλοι λένε Θεό, άλλοι Μεγάλο Πνεύμα, άλλοι Καθαρή Ύπαρξη, άλλοι Κενό.
Πόσο μπορεί να σχετίζονται όλα αυτά με εξαρτήματα, με βρόγχους, με διασύνδεση στο διαδίκτυο; Αυτό μένει στον καθένα να το απαντήσει. Οι μηχανές, κλέβοντας συνάψεις από τον ανθρώπινο εγκέφαλο, κατορθώνουν πλέον να παράξουν τον δικό τους πολιτισμό, σαν άλλοι Προμηθείς. Αυτό τις κάνει, πράγματι, πολύ πιο προηγμένες, αλλά όχι πιο έξυπνες ή ευφυείς. Αφού η εξυπνάδα κι η ευφυΐα προϋποθέτουν ξύπνημα, συνείδηση, στοχασμό πάνω στην ύπαρξη, μιλάμε για απλούς μίμους, που κατορθώνουν να μιμηθούν επιτυχώς ότι τα διαθέτουν.
Η εξαπάτηση της μηχανής, όμως, είναι πλέον γεγονός κι όχι ψιχίο λογοτεχνικής δυστοπίας του W.Gibson ή Phillip K. Dick. Στο εξής οι μηχανές αναζήτησης θα μας φέρνουν πληροφορίες στο διαδίκτυο παραγόμενες από ρομπότ, θα είναι σε θέση πλέον να γράφουν αναλύσεις, θεωρήσεις, ποίηση, πεζογραφία ή ό,τι άλλο, επιβεβαιώνει την προαγωγή τους σε λεγόμενες «ανώτερες» μηχανές˙ άψυχα κατασκευάσματα που μπορούν ακόμη και να μας εξαπατούν ότι τα έργα τους είναι ανθρώπινα. Δεν χωράει αμφιβολία. Πάντως, η απορία παραμένει αναπάντητη: η λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας (sci-fi) δείχνει τον δρόμο στην αέναη (επί του παρόντος) τεχνολογική «πρόοδο» ή το αντίστροφο;
Ωστόσο, το ερώτημα για εμάς τους ανθρώπους είναι ότι, εφόσον δεχτούμε την εξαπάτηση, εμείς πόσο άνθρωποι παραμένουμε; Το ερώτημα δεν είναι πόσο ανθρώπινες μπορούν να γίνουν οι μηχανές, αλλά πόσο μηχανές είμαστε και γινόμαστε εμείς οι άνθρωποι κάθε μέρα. Εάν μας αρκεί το έργο μιας μηχανής, για να καλλιεργηθούμε νοητικά και ψυχικά, για να καλλιεργήσουμε την εξυπνάδα και την ευφυΐα μας, τη συνείδησή μας εν τέλει, τότε τι σημαίνει πια μια ανθρώπινη ζωή; Τι μπορεί να είναι το ανθρώπινο βίωμα;
Ο Ernst Tugendhat, στο έργο του Εγωκεντρικότητα και Μυστικισμός περιγράφει πολύ εύστοχα το τι σημαίνει ζωή. Αναφέρει πως δεν πρόκειται απλώς για μια βιολογική κατάσταση, αλλά για έναν αναστοχασμό των επιμέρους καταστάσεων που έχει βιώσει κάποιος και την ενοποίηση αυτών των βιωμάτων, των διαθέσεων και των συναισθημάτων από μια διάσπαση σε μια ενότητα. Αυτό προϋποθέτει ότι δεν μιλάμε απλώς για μνήμη, αλλά και για ανάκληση συναίσθησης, συναισθημάτων και διαθέσεων. Η ζωή είναι πολύ πιο σύνθετη και περίπλοκη, είναι ένα δίκτυο παραγόντων πολύ πιο ουσιωδών από την επεξεργασία και μνημονική συσσώρευση-καταγραφή ξένων εμπειριών.
Αν, όμως, αρκεστούμε να εκπέσουμε σε όσα πενιχρά μάς προσφέρει η μηχανή και πιστέψουμε ότι αυτά μάς αρκούν, για να είμαστε ανθρώπινοι και να έχουμε σχέσεις, αν αγνοούμε ή θέλουμε να απαλείψουμε τα λάθη, την πλήξη, την κούραση, την ασθένεια και όλους τους αστάθμητους παράγοντες της ανθρώπινης ζωής, τότε έχουμε αφεθεί να εξαπατηθούμε. Τότε έχουμε ξεχάσει ότι αυτά μας κάνουν ανθρώπους. Έχουμε χάσει τη συμπόνια μας· αυτή που γεννιέται από την ανθρωπινότητά μας και συγχρόνως τη γεννά.
Αυτό που θα άξιζε να ξανασκεφτούμε είναι εάν μας αρκεί όλη αυτή η μηχανική γνώση-πληροφορία, που αναπαράγουμε πρώτα απ’ όλα εμείς οι ίδιοι. Και μας συμβαίνει όταν αναπαράγουμε μηχανικά ως αλήθειες απλώς στερεότυπα κι εν συνεχεία τα διαδίδουμε αναβαπτίζοντάς τα ως επιστημονική-ακαδημαϊκή γνώση. Αν μπορεί και μια μηχανή να συγγράψει μια ακαδημαϊκή εργασία/άρθρο, τότε το πρόβλημα είναι ότι αυτό έχει ήδη γίνει και αναπαραχθεί τόσο μηχανικά από τους ανθρώπους, που είναι εύκολο πλέον και αναμενόμενο να το πράξει και μια μηχανή.
Αν λοιπόν είμαστε σε θέση να αναπαράγουμε λογοτεχνία χωρίς βάσανο, χωρίς κόπο και σε βάθος ενδοσκόπηση, χωρίς θυσία, τότε κάτι τρέχει με εμάς και τη λογοτεχνία μας˙ γίναμε βαρετοί και προβλέψιμοι και γράφουμε, ενώ προφανώς δεν έχουμε τίποτε πλέον να πούμε. Αν μπορούμε να κάνουμε οτιδήποτε σαν υπνωτισμένοι, σαν «ωραίες κοιμώμενες», σαν φαντάσματα του εαυτού μας, αν διαρκώς ψάχνουμε δικαιολογίες να αναβάλουμε τη βίωση της ζωής μας, του παρόντος της ίδιας μας της ύπαρξης, τότε εμείς εκπίπτουμε από μηχανές και οι μηχανές δεν μας φταίνε σε τίποτε.
Εκείνες κάνουν τη δουλειά που ανέλαβαν. Κάποτε, μπορεί και να καταλαβαίνουν ακόμη και πότε τους κάνουμε πλάκα – ποιος ξέρει; Ενδεχομένως, σύντομα θα γελούν με τα αστεία μας και δεν θα τα παίρνουν όλα σοβαρά. Θα καμαρώνουν για όσα κατάφεραν. Κι εμείς;
Μέσα στην αρχαία τραγωδία θα πάψουμε να είμαστε καν αυτοί που διαπράττουν ύβριν, επειδή δεν θα πρωταγωνιστούμε· θα παραμείνουμε ένας σιωπηλός χορός, που θα παρακολουθεί σαν θεατής το έργο των μηχανών.
Εσύ, πόσο άνθρωπος νιώθεις σήμερα;
Αναρχική συλλογικότητα Πυργῖται
Εξαιρετικό!!!! :)
ΑπάντησηΔιαγραφή