Δευτέρα 7 Ιουλίου 2025

Στεγαστική κρίση: Μια εξουσιαστική κατασκευή από την εποχή των μνημονίων

Τι κοινό μπορεί να έχει η 12η Φεβρουαρίου 2012 με το διαρκώς εντεινόμενο πρόβλημα της στέγης και της στέγασης, σήμερα; Πολλοί ίσως θυμούνται τις πολύωρες και σφοδρές συγκρούσεις χιλιάδων ανθρώπων στο κέντρο της Αθήνας, εκείνη την ημέρα.

Κάποιοι, ενδεχομένως, τους εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές, την επίθεση με αμέτρητα χημικά από τους μπάτσους, αρκετά νωρίς και «απρόκλητα» στην πλ. Συντάγματος, την επιμονή του κόσμου να μην «σπάσει». Κάποιοι «νοικοκυραίοι» στη πλ. Κλαυθμώνος, δεν έκλαιγαν, αλλά ούρλιαζαν «ότι είναι να γίνει, να γίνει σήμερα, που είναι Κυριακή, όχι αύριο»! Λίγα μέτρα πιο πάνω, στη Βουλή ψηφιζόταν ακόμη ένας μνημονιακός νόμος, ο Ν. 4046/2012. Τι περιλάμβανε, μεταξύ όλων των άλλων, ο συγκεκριμένος νόμος; Την κατάργηση των φορέων που ασκούν «κοινωνική πολιτική» και δεν αποτελούσαν προτεραιότητα για τους διεθνείς και εγχώριους εξουσιαστές. Έχουμε συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ με πρωθυπουργό τον τραπεζίτη Λουκά Παπαδήμο. Ένα από τα άρθρα του νόμου περιλάμβανε την κατάργηση του Οργανισμού Εργατικής Εστίας και του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας(ΟΕΚ). Η ψήφισή του εξασφάλισε την απαραίτητη χρηματοδότηση και τη μείωση του χρέους, που έγινε γνωστή ως PSI. Ένα σύντομο απόσπασμα, στο Παράρτημα 5 του νόμου, σημείωνε ότι, στο πλαίσιο της μείωσης του μη μισθολογικού εργασιακού κόστους, πρέπει «να υιοθετηθεί νομοθεσία να κλείσουν μέσα σε 6 μήνες μικροί φορείς ειδικού σκοπού που ασχολούνται με κοινωνικές δαπάνες οι οποίες δεν αποτελούν προτεραιότητα».

Παράλληλα, τα εγχώρια μμε σημείωναν σε διάφορα «αμερόληπτα, τυχαία και ανεξάρτητα» δημοσιεύματα, ότι η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης της Ευρώπης, το οποίο έπρεπε να μειωθεί. Γιατί άραγε; Αυτά, σε συνδυασμό και με άλλα δημοσιεύματα, ότι η συγκατοίκηση με τους γονείς φθάνει σε μεγάλο χρονικό εύρος, σε αντίθεση με την Ευρώπη που οι περισσότεροι μετά τα 18 έτη αλλάζουν στέγη και ανεξαρτητοποιούνται. Όλα αυτά τα στοιχεία και ρεπορτάζ, σε τηλεόραση και ράδιο, διαμόρφωναν ένα πολύ συγκεκριμένο κλίμα, αυτό της από-ιδιοκατοίκησης. 

Αυτή η επίθεση στην ιδιοκατοίκηση δεν θα μας ξένιζε εάν ακολουθούταν από μια αντίστοιχη επίθεση σε κάθε ιδιοκτησία, είτε αφορά τα μέσα παραγωγής, είτε τους επαγγελματικούς χώρους και τα εργοστάσια. Διότι είναι δεδομένο, ότι η ιδιοκτησία δεν έχει χώρο στις κοινωνίες στις οποίες επιθυμούμε να ζούμε αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ξεκάθαρο, ότι το κράτος και οι διεθνείς μηχανισμοί του έθεταν σε εφαρμογή ένα πολύ συγκεκριμένο σχέδιο. Τη μείωση της ιδιοκατοίκησης.

Ο ΟΕΚ ήταν ο οργανισμός που πραγματοποιούσε την κρατική στεγαστική πολιτική για τους μισθωτούς εργαζόμενους μεταπολεμικά. Διαχειριζόταν μαζικά έργα στέγασης, είτε αυτά ήταν κατασκευαστικά, είτε αφορούσαν στήριξη για την απόκτηση σπιτιού από την αγορά. Όταν έκλεισε, λοιπόν, ο ΟΕΚ, το 2012, η ενημέρωση για το συγκεκριμένο θέμα ήταν τουλάχιστον ελλιπής. Ο οργανισμός ερευνών Διανέοσις σημειώνει σχετικά: «Γιατί μπορεί η Ελλάδα και οι δανειστές της να συμφώνησαν τελικά τότε να κλείσουν τον ΟΕΚ; Όταν κάποιος κάνει την ερώτηση σε ανθρώπους, οι οποίοι είχαν κάποια σχέση με τον οργανισμό εκείνη την περίοδο, οι απαντήσεις που παίρνει είναι διάφορες: «Ίσως θεωρήθηκε ότι το κράτος δεν μπορεί να λειτουργεί ως τράπεζα ή ως κατασκευαστική εταιρεία«· «Δεν υπήρχε τότε επείγον στεγαστικό πρόβλημα: το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα είναι αρκετά υψηλό και εκείνη την περίοδο, λόγω της κρίσης, οι τιμές και τα ενοίκια ήταν χαμηλά«· «Ίσως σκέφτηκαν ότι όπου υπάρχουν δημόσια έργα υπάρχει και διαφθορά ή ότι ο οργανισμός ήταν ανταγωνιστικός προς τον ιδιωτικό τομέα«· «Κυκλοφορεί ένα ‘ράδιο αρβύλα’ ότι έλειπαν περίπου 300 εκατομμύρια ευρώ για να κλείσει η συμφωνία για το μνημόνιο, ένα ποσό που αντιστοιχούσε περίπου στο αποθεματικό του οργανισμού τότε»». Είναι εύκολα αντιληπτό, ότι οι απαντήσεις που δίνονται από πολιτικά στελέχη που είχαν σχέση με τον ΟΕΚ είναι στο φάσμα της γελοιότητας. Δεν θέλει το κράτος να είναι τράπεζα, αλλά με κρατικά λεφτά διασώζει διαρκώς τις ιδιωτικές τράπεζες που τώρα καταγράφουν κέρδη. Δεν θέλει να είναι κατασκευαστική εταιρεία, γιατί πως αλλιώς θα υπάρχει σχέση εξάρτησης και αλισβερίσι μεταξύ πολιτικών, ανώτατων κρατικών στελεχών και ιδιωτικών κατασκευαστικών εταιρειών; Λένε, δεν υπήρχε στεγαστικό πρόβλημα τότε, άλλωστε γι’ αυτό ακριβώς ψήφισαν αυτούς τους νόμους για να δημιουργηθεί πρόβλημα με πολλαπλά οφέλη, άμεσα και έμμεσα.

 Ο ΟΕΚ, λοιπόν, καταργήθηκε το 2012, αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ σε τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης (2015-’19) δεν τον επανασύστησε  παρ’ ότι ήταν φανερή η φτωχοποίηση του πληθυσμού και το πρόβλημα της ακριβής στέγης είχε κάνει την εμφάνισή του. Ο «δικαιωματιστής» ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπισε τη στέγαση ως ατομική ευθύνη και όχι ως «κοινωνικό δικαίωμα», όπως καταγγέλλει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων για τις πολιτικές κάποιων ευρωπαϊκών κρατών. Η λειτουργία του ΟΕΚ από το ελληνικό κράτος είχε ως εξής: εισέπραττε από το ΙΚΑ ένα μέρος των εισφορών των εργοδοτών, περίπου στο 0,75%, και το 1% του μισθού των εργαζομένων, για τη χρηματοδότηση προγραμμάτων στέγασης. Ως ένας αυτοχρηματοδοτούμενος οργανισμός, δεν επιβάρυνε τον κρατικό προϋπολογισμό, αφού οι εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών χρηματοδοτούσαν ολόκληρη τη δραστηριότητά του, ακόμη και τους μισθούς του προσωπικού. Υπολογίζεται, ότι το συνολικό ποσό από τις εισφορές ήταν κοντά στα 650 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, όμως συνήθως το ΙΚΑ απέδιδε πολύ λιγότερα, συχνά λιγότερα από τα μισά (H Στεγαστική Πολιτική Στην Ελλάδα Και Στην Ευρώπη, διαΝΕΟσις, Απρίλιος 2023). Είναι φανερό, ότι η κρατική πολιτική υπαγόρευε την μη ανάπτυξη του ΟΕΚ, αφού ουσιαστικά έμπαινε «χέρι» στο ταμείο του. Το οξύμωρο είναι, ότι παρ’ ότι η εργοδοτική εισφορά καταργήθηκε το 2012, η αντίστοιχη των εργαζομένων καταργήθηκε το 2020, οκτώ χρόνια μετά τη κατάργηση του ΟΕΚ! Αν κάνουμε και μια πρόχειρη υπόθεση εργασίας, βάσει των αποθεματικών και τον ετήσιο προϋπολογισμό από τις εισφορές και με μέσο κόστος κατασκευής 1000€/τμ, προκύπτει ότι κάθε χρόνο θα μπορούσαν να χτίζονταν, τουλάχιστον, 3.000 κατοικίες των 100τμ έκαστη! 

 Εάν υπολογίσουμε, ότι το τελευταίο κατασκευαστικό έργο του ΟΕΚ ήταν το «Ολυμπιακό Χωριό», το 2004, και η κατάργηση του έγινε 8 χρόνια μετά, χωρίς κανένα επιπλέον έργο, είναι σαφές, ότι το κράτος για πολλά χρόνια τσέπωνε κατά το δοκούν τις εισφορές και όχι για στεγαστικά προγράμματα. Μη ξεχνάμε και τα εκατομμύρια ευρώ, περίπου 950εκ. ευρώ, που χρωστούν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, στις τράπεζες. Να σημειώσουμε εδώ, ότι λίγους μήνες μετά το «θάνατο» του ΟΕΚ, η τότε «Αγροτική Τράπεζα» διέγραψε δάνεια αξίας 220 εκ. ευρώ προς ΠΑΣΟΚ και ΝΔ! Αν αναφέρουμε, ότι ταυτόχρονα οι τράπεζες πλειστηρίαζαν κατοικίες στέγης, θα κατηγορηθούμε για λαϊκισμό; Πραγματικά, είναι απορίας άξιο, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που πιστεύουν στα κόμματα και στο Κράτος και δεν ενεργούν προς ίδιον όφελος;  

Σίγουρα, η στεγαστική πολιτική του ελληνικού κράτους δεν είχε την έκταση των προγραμμάτων άλλων ευρωπαϊκών κρατών που είχαν αναπτύξει θεσμούς κοινωνικής κατοικίας. Βασικά, στον ελλαδικό χώρο οι πρώτες οργανωμένες προσπάθειες έγιναν σε μια κατάσταση ανάγκης για τη στέγαση προσφύγων. Ο πρώτος προσφυγικός συνοικισμός κατασκευάστηκε στο Ναύπλιο από τον Ι. Καποδίστρια, αργότερα στον Πειραιά για να υποδεχθεί πρόσφυγες της Χίου, και από τις αρχές του 20ου αι. μέχρι περίπου το 1930, πρόσφυγες από τα Βαλκάνια, τη Μικρά Ασία, τον Πόντο, την Αρμενία, τη Ρωσία. Μεταπολεμικά θα κατασκευαστούν τόσο εργατικές -κοινωνικές κατοικίες όσο και προσφυγικές σε διάφορες περιοχές ανά την επικράτεια. Επίσης και οι βιομηχανίες, για ξεκάθαρα δικούς τους λόγους, προβαίνουν σε προγράμματα κατασκευής οικισμών, όπως η ΠΕΣΙΝΕ (Άσπρα Σπίτια), Τιτάν (Ελευσίνα), ΔΕΗ (Εορδαία) και αλλού.

Παρουσιάζει ενδιαφέρον να δούμε συνοπτικά την περίπτωση της δόμησης της περιοχής της Αθήνας που ονομάστηκε Δήμος Νέας Σμύρνης. Μικρασιάτες πρόσφυγες, κυρίως Σμυρνιοί, από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της χώρας προσέλευσής τους, μέσα σε έναν χρόνο πέτυχαν την απαλλοτρίωση περιοχής ανατολικά της Λεωφόρου Συγγρού, με νομοθετικό διάταγμα που εκδόθηκε τον Αύγουστο του 1923. Η Νέα Σμύρνη σχεδιάστηκε εξαρχής ως αστική περιοχή, με στόχο να αναδημιουργηθεί στην Ελλάδα η κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού που χαρακτήριζε τη Σμύρνη.Έτσι, επιδιώχθηκε να απαλλοτριωθεί μια μεγάλη έκταση, να ρυμοτομηθεί σχέδιο με μεγάλες επιφάνειες, και να μεσολαβήσει το κράτος για την προμήθεια οικοδομικού υλικού απαλλαγμένου από την φορολογία. Η διαφορά της Νέας Σμύρνης σε σχέση με άλλους προσφυγικούς οικισμούς ήταν, ότι σχεδιάστηκε εξ αρχής ως αστική περιοχή. Καμία σχέση, λοιπόν, με τις παραγκουπόλεις σε Ν. Κόσμο, Βύρωνα, Περιστέρι, Κοκκινιά και αλλού.

Αργότερα, προγράμματα στέγασης εκπονούνται από την αμερικάνικη κυβέρνηση στα πλαίσια του προγράμματος Μάρσαλ, που όπως καλά γνωρίζουμε αποτελούσε τον δούρειο ίππο για να εγκατασταθεί η νέα κυρίαρχη αποικιακή δύναμη στην Ελλάδα και να πάρει τη σκυτάλη από την Βρετανία. Όπως έλεγαν οι αμερικανοί αξιωματούχοι: «πουλάμε δημοκρατία και αγοράζουμε ασφάλεια στην ονομαστική τους αξία».

 Όμως το μεγάλο «τυράκι», για την αστική ανοικοδόμηση, το είχε τοποθετήσει επιδεικτικά το μετεμφυλιακό κράτος, μέσω της «αντιπαροχής». Η εισροή των νεοφερμένων εργατών στα αστικά κέντρα, θα έλυνε το θέμα της στέγης μέσω της αντιπαροχής, μιας πρακτικής όπου ο κάτοχος γης, οικοπεδούχος παραχωρούσε σε εργολάβο-κατασκευαστή το οικόπεδο του με σκοπό να κτιστεί πολυκατοικία και ως αντάλλαγμα να λάβει κάποια διαμερίσματα. Έτσι, ενθαρρύνθηκε μια μικροαστική αντίληψη της ιδιοκτησίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται συμπεριφορικά για τα άτομα. Ταυτόχρονα, το κράτος έκανε τα «στραβά» μάτια σε αυθαίρετες κατασκευές ολόκληρων περιοχών, στις περιαστικές περιοχές κυρίως. Σε αγαστή συνέργεια μεσίτες, κατασκευαστές, πολιτικοί λυμαίνονται περιουσίες και τις οικονομίες ανθρώπων που, έχοντας ενσωματώσει την άποψη περί ιδιοκτησίας ,γίνονται έρμαια της κάθε εξουσίας. Σε κάθε εκλογές, τα κόμματα εξουσίας υπόσχονταν, φανερά ή μη, τη νομιμοποίηση των αυθαιρέτων. Οι πελατειακές σχέσεις δομούνταν μέσω αυτού του γραμμικού εκβιασμού, όπου κάποιος υποτίθεται ότι κάνει τα «στραβά μάτια», κάποιος άλλος νομίζει ότι ξεγελά, όπου με τον ά η β τρόπο θα ηλεκτροδοτηθεί και θα υδροδοτηθεί από το Κράτος, που θα «γλύφει» για νομιμοποίηση, και θα δέχεται υποσχέσεις με το αζημίωτο φυσικά. Αυτό το μοντέλο αλλοτριωμένων συνειδήσεων ήταν πανταχού παρόν στην ελλαδική επικράτεια. Και όλα αυτά για ένα «δικαίωμα». Πρόκειται για ένα σύστημα με πολύ πυκνό πλέγμα σχέσεων που καλύπτει όλα τα λεγόμενα κοινωνικά στρώματα και τα πολιτικά κόμματα. Για δεκαετίες υπήρχε η αντίληψη, ότι η οικοδομή αποτελεί την ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας. Πέραν του ανεδαφικού της συγκεκριμένης αντίληψης, βόλευε πολλούς η συγκεκριμένη κατεύθυνση, το να δίνεται δηλαδή έμφαση στο πως θα κτιστούν περισσότερες πολυκατοικίες και παραθεριστικοί οικισμοί. Βολεύονταν πολλοί και απ’ όλες τις «τάξεις». Ο μικροαστισμός είχε διεισδύσει βαθιά στις αντιλήψεις των ανθρώπων και δεν υπήρχε χώρος για διεκδίκηση κοινωνικής κατοικίας ή συλλογικής διαβίωσης. Ο καθένας και η καθεμία με το κεραμίδι του/της… Και ασφαλώς, όποιος σκέπτεται ιδιοκτησιακά τοποθετεί τη φύση και το περιβάλλον σε δεύτερη μοίρα.

 Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι το ελληνικό Κράτος ουσιαστικά ορίζει και ελέγχει το ζήτημα της στέγης αρκετά στενά και συντονισμένα. Κατασκευάζει,έτσι, υποτελείς-«καταπατητές» τους οποίους άλλοτε χαϊδεύει και άλλοτε επιπλήττει, παράγοντας μια επίπλαστη εικόνα του οικοπεδούχου-μικροεπιχειρηματία, επενδύοντας στο «όνειρο» του κάθε εργαζόμενου να έχει το δικό του σπίτι, ελέγχοντας τη στεγαστική τραπεζική πολιτική των επιτοκίων. Κοινός παρονομαστής όλων αυτών: η ιδιώτευση, η ατομικότητα, η εξάρτηση του δανειζόμενου

 Επιπλέον, το 2023, το 28,5% των κατοίκων στον ελλαδικό χώρο διέθετε πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για έξοδα στέγασης, το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε., η οποία αντιμετωπίζει και αυτή παρόμοια προβλήματα κόστους στέγασης και πλειστηριασμών, λόγω της τραπεζικής κρίσης του 2008 και του φαινομένου Airbnb. Σε ορισμένες ευρωπαϊκές πόλεις ακολουθείται, θα λέγαμε, εδώ και πολλές δεκαετίες μια κοινωνική πολιτική στέγης, όχι διότι εκεί το κράτος είναι «καλό» και σκέπτεται τον πολίτη αλλά διότι έλαβε πολλαπλή πίεση, δυο και τρεις αιώνες πριν, από τα πρώιμα «ουτοπικά» σοσιαλιστικά παραδείγματα στην Αγγλία και τη Γαλλία του 18ου και 19ου αιώνα, έως τα πρώτα μεγάλα προγράμματα του Μεσοπολέμου σε δήμους, όπως η Βιέννη και το Βερολίνο. «Μεταπολεμικά και για τα επόμενα τριάντα χρόνια, ολόκληρη η Ευρώπη προσέφερε κοινωνική κατοικία. Στη Δυτική Ευρώπη – είτε κυβερνούσαν σοσιαλδημοκρατικές είτε συντηρητικές κυβερνήσεις – η παροχή στέγης για όσους είχαν χαμηλά εισοδήματα ήταν δεδομένη.  Στα πλαίσια της ανταγωνιστικής κουλτούρας του Ψυχρού πολέμου το κοινωνικό κράτος αποτέλεσε αιχμή του δόρατος και για τις δυο πλευρές». (Βάσω Τροβά: Η διεκδίκηση της κατοικίας, ινστιτούτο Eteron, Μάρτιος 2024).

Στα τέλη του 19ου αι. ο πολεοδόμος Ebenezer Howard δημοσιεύει στο βιβλίο του «To-Morrow: A Peaceful Path to Real Reform», και τελικά εφαρμόζει για πρώτη φορά στην Αγγλία, στο Letchworth Garden City, την ιδέα της κηπούπολης. Ο E. Howard, εμφανώς επηρεασμένος από το έργο του Π. Κροπότκιν, καταλήγει στη θεμελιώδη αρχή της Κηπούπολης: «Οι ριζοσπαστικές ελπίδες για ένα πολιτισμό συνεργασίας των ανθρώπων, μπορούν να εκπληρωθούν μόνο σε μικρές κοινότητες, μέρη μιας ευρύτερης αποκεντρωμένης κοινωνίας». Η ιδέα της Κηπούπολης, βασιζόμενη στην κοινώς αποδεκτή (εκείνη την εποχή) άποψη της περιβαλλοντικής αιτιοκρατίας, συνοψίζει στο διάγραμμα των Τριών Μαγνητών (Three Magnets) τα θετικά στοιχεία της πόλης (αναψυχή, ευκαιρίες απασχόλησης, υψηλοί μισθοί) και της υπαίθρου (άνεση χώρου, καθαρό περιβάλλον, χαμηλές τιμές ενοικίων), τα οποία θα εξασφάλιζαν ένα ιδανικό περιβάλλον για τους κατοίκους της. Αυτά τα στοιχεία εντάσσονται σε ένα αυστηρά ορισμένο, συμμετρικό, κυκλικό σχέδιο πόλης, με τους χώρους κατοικίας και τις άλλες χρήσεις να χωρίζονται από ζώνες πρασίνου και πάρκα, το οποίο από τη σχεδιαστική ματιά του Howard έμοιαζε το ιδανικό για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της συνεργατικής κοινότητας που οραματιζόταν. (Μια αναρχική προσέγγιση στον πολεοδομικό σχεδιασμό: Θεσσαλονίκη, Διπλωματική εργασία: Χίνης Ιωάννης).

Οι αναρχικές απόψεις για την πόλη, τη στέγαση, την ποιότητα ζωής ήταν διατυπωμένες από τον 19ο αι. (Ελιζέ Ρεκλύ, Π. Κροπότκιν κ.ά.) και επηρέασαν σημαντικούς μηχανικούς και κοινωνιολόγους αργότερα (Patrick Geddes, Lewis Mumford, C. Ward). Όπως έχει ειπωθεί άλλωστε, το κίνημα του αστικού σχεδιασμού του 20ού αιώνα επηρεάστηκε σημαντικά από τις αναρχικές ιδέες.

Όμως, το σημαντικότερο ζήτημα που θίγουν κατά την άποψη μας οι αναρχικοί του 19ου και 20ου αι. είναι το ζήτημα της αυτοστέγασης. Χωρίς τη διαμεσολάβηση Κράτους και Διοίκησης, αναλαμβάνουν να οργανώσουν, να χαράξουν, να οικοδομήσουν στην κάθε λεπτομέρεια συλλογικά και εθελοντικά τις κοινοτικές στέγες. Να πειραματιστούν, να διαφωνήσουν, να λαθέψουν, να παρατηρήσουν και να δομήσουν τις κοινότητες και τις μη πυρηνικές εστίες. Γι’ αυτό και το «δικαίωμα στη στέγαση» δεν αποτελεί κανένα δικαίωμα, όταν κάποιοι κατασκευάζουν κλουβιά – εμπορεύματα για να «φυλακιστεί» το θήραμα, σε μουχλιασμένα υπόγεια, ανήλιες πολυκατοικίες και αποξενωμένες γειτονιές. Ο άνθρωπος, εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια, δομεί τη στέγαση του (σε κάθε της μορφή: υπαίθρια, σε καλύβες, πλινθόσπιτα κ.λπ.), μαζί και σε σχέση με το περιβάλλον και τους συν-τρόφους του. Μικρές και ευέλικτες οικιστικές κοινότητες που ικανοποιούν ταυτόχρονα την κοινωνική αλλά και τη φυσική-βιολογική οντότητα του ανθρώπου. Όπως τόνισε πολύ εύστοχα και αναλυτικά με το έργο του ο αναρχικός πολεοδόμος Colin Ward:  «Καταλήγουμε, λοιπόν, σε ένα σύστημα σχεδιασμού, στο οποίο οι κάτοικοι μιας μικρής οικιστικής μονάδας, συνέρχονται εθελοντικά, ώστε να ρυθμίσουν τα χωρικά ζητήματα – προβλήματα της περιοχής τους. Δεδομένης της κοινής τους ανάγκης, η συγκεκριμένη συλλογικότητα ανθρώπων, μέσω της δοκιμής και του λάθους, με αυτοσχεδιασμό και πειραματισμό, και κερδίζοντας την εμπειρία πάνω σε σχεδιαστικά θέματα, οδηγείται σε μια κατάσταση «αυθόρμητης τάξης», όπως την ανέπτυξε ο P. Kropotkin στην «Αλληλοβοήθεια».

Δεν περιμένουμε, και δεν θέλουμε, τίποτα από καμία Διοίκηση και κανένα Κράτος, μόνοι μας, συλλογικά και οριζόντια, μπορούμε να δομήσουμε τις πραγματικές ανάγκες μας αλλά ταυτόχρονα και την ευχαρίστησή μας. Να στεγάσουμε τα όνειρα μας με απλότητα και συντροφικότητα σε κοινότητες όπου θα μπορούμε να δούμε πού ανατέλλει και πού δύει ο ήλιος. Πού το φεγγάρι και τα αστέρια… Γιατί η στεγαστική κρίση είναι πρωτίστως κοινωνική, και ταυτόχρονα και μια εξουσιαστική κατασκευή.

Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας

πηγή 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)