Ποιὸς ἦταν ποὺ κρέμασε καὶ πότε, πάνω ἀκριβῶς ἀπ᾿ τὸ τραπέζι...
Καταμεσὶς στὸ ταβάνι, αὐτὴ τὴ μαύρη καμπάνα;
Πρὶν μῆνες; Πρὶν χρόνια;
Σκυμμένοι στὸ πιάτο μας, δὲν τὴν εἴχαμε δεῖ...
Ποτὲ δὲ σηκώσαμε λίγο πιὸ πάνω τὸ κεφάλι, ποιὸς ὁ λόγος ἄλλωστε;
Μά, τώρα, τὸ ξέρουμε. Εἶναι ἐκεῖ, ἀμετάθετη...
Ποιὸς τάχα τὴν πρωτό ῾δε; Ποιὸς μᾶς τό ῾πε, ἀφοῦ κανείς μας δὲ μιλάει;
Ἴσως, μιὰ νύχτα, ἀκολουθώντας τὸ ποτήρι...
Στραγγίζοντας τὴν τελευταία σταγόνα τοῦ κρασιοῦ...
Μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ ἄδειο θαμπωμένο ποτήρι, νὰ τὴν πῆρε τὸ μάτι μας...
Σκύψαμε ἀμέσως ἀκόμη πιὸ πολύ...
Πεινᾶμε, δὲν πεινᾶμε, τρῶμε...
Περιμένοντας πάντα, ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμή, ἕνα μεγάλο ἀόρατο χέρι...
Νὰ χτυπήσει τὴν καμπάνα ἐννέα ἢ δώδεκα φορὲς ἢ μία καὶ μόνη
Απέραντα μόνη, ἀπειθάρχητα μόνη...
Ενῷ, ἀπὸ μέσα μας, μετρᾶμε κιόλας, μήπως συμπέσουμε τουλάχιστον στοὺς χτύπους...
Γιάννης Ρίτσος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)