Ενώ οι διασωληνώσεις ασθενών με κορωνοϊό σπάνε κάθε μαύρο ρεκόρ, βασική μέριμνα της κυβέρνησης δεν είναι η ενίσχυση του ΕΣΥ, αλλά το ασφαλές άνοιγμα του τουρισμού, χωρίς καν να δώσει εξηγήσεις για τους θανάτους (Covid και μη) λόγω της κατάρρευσης (και της "κοβιντοποίησης") των δημόσιων νοσοκομείων
«Το σύστημα Υγείας αντέχει παρά την πολύ πιεστική κατάσταση» υποστήριξε στις 26 Μαρτίου 2021 (Real FM) η κυβερνητική εκπρόσωπος Αριστοτελία Πελώνη. Πολύ πιθανόν αυτή να είναι μια δήλωση που θα θέλει να ξεχάσει πολύ πιο γρήγορα κι από τις παλιότερες αναρτήσεις της με απαξιωτικά σχόλια κατά υπουργών της Ν.Δ., οι οποίες έγιναν viral την περασμένη Τετάρτη.
Τρεις εβδομάδες μετά τη συγκεκριμένη «διαπίστωση», η χώρα μας φτάνει στην κορύφωση της πανδημίας, με το ΕΣΥ σε κατάρρευση και τις εικόνες που φτάνουν καθημερινά από τα νοσοκομεία -με τους δεκάδες διασωληνωμένους εκτός ΜΕΘ- να αποτελούν πειστήρια μιας υγειονομικής τραγωδίας με ανυπολόγιστες συνέπειες.
Άντεξε το σύστημα Υγείας;
Το κυρίαρχο ερώτημα είναι αν οι ασθενείς έχουν την απαραίτητη υγειονομική υποστήριξη. Όπως τονίζει στην ΑΥΓΗ ο Βασίλης Τσαουσίδης, καθηγητής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών Πληροφορικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, «ο τρόπος να ελέγξει κανείς αυτή την υποχρέωση της Πολιτείας είναι να παρακολουθήσει αν όσο αυξάνεται ο αριθμός των νοσούντων αυξάνεται και ο αριθμός των νοσηλευομένων ή αν δημιουργείται ένα χάσμα μεταξύ αυτών που χρειάζονται νοσηλεία και των υποδομών που διαθέτει η Πολιτεία. Το χάσμα αυτό σημαίνει ότι κάποιοι καταλήγουν γιατί δεν επαρκούν οι υποδομές».
Από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι ένα μεγάλο μέρος των θανόντων, μεγαλύτερο από 70%, δεν είχε τη δυνατότητα νοσηλείας σε ΜΕΘ στο δεύτερο κύμα. Το διάστημα από 22 Νοεμβρίου μέχρι 6 Δεκεμβρίου του 2020 πέθαναν 1.476 συμπολίτες μας, εκ των οποίων, σύμφωνα με υπολογισμούς, περίπου οι 1.120 εκτός ΜΕΘ. Αυτό το ποσοστό δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα ιατρικών αποφάσεων, αλλά ανεπάρκειας των υποδομών. Είναι προφανές από το διάγραμμα, το οποίο έστειλε στην ΑΥΓΗ ο Β. Τσαουσίδης, ότι οι θάνατοι ασθενών ανά δεκαπενθήμερο ξεπερνούν κατά πολύ την πληρότητα των ΜΕΘ. Το χάσμα, επισημαίνει ο καθηγητής, έχει αρχίσει να μεγαλώνει και πάλι τις τελευταίες δύο - τρεις εβδομάδες, καθώς το τρίτο πανδημικό κύμα μαίνεται ανεξέλεγκτο.
Γίνεται διαλογή ασθενών;
Ερωτηθείς πρόσφατα, ο Κ. Μητσοτάκης διαβεβαίωσε ότι «δεν υπάρχουν πολίτες που χρειάζονται ΜΕΘ και δεν βρίσκουν».
Ωστόσο οι υγειονομικοί μιλούν για πολλές ημέρες αναμονής σε κοινούς θαλάμους («οι αναμονές είναι μεγάλες!» τονίζει στις 14.4.21 η ΕΙΝΑΠ, πρόεδρος της οποίας είναι η προερχόμενη από τον χώρο της Ν.Δ. Ματίνα Παγώνη), κάτι που σημαίνει επί της ουσίας διαλογή ασθενών με κριτήρια όπως η ηλικία.
Οι γιατροί διασωληνώνουν τους ασθενείς με καθαρά ιατρικά κριτήρια, χωρίς επιλογή. Αμέσως μετά τη διασωλήνωση καταχωρούν online αίτημα για διακομιδή του ασθενή σε ΜΕΘ. Από κει και πέρα η διακίνηση των ασθενών στις ΜΕΘ είναι θέμα των αρμοδίων και όχι των γιατρών. Είναι θέμα διαθεσιμότητας των κλινών.
Όπως δείχνει το δεύτερο διάγραμμα που διαμόρφωσε ο Β. Τσαουσίδης, η ηλικιακή κατανομή των νοσηλευομένων στις ΜΕΘ την περίοδο της μεγάλης πίεσης ανατρέπεται (χωρίς να υπάρχει αλλαγή στην ηλικιακή κατανομή των κρουσμάτων) και δίνεται βαρύτητα στην ηλικιακή ομάδα των 40 - 64 έναντι της ομάδας 65+. Έτσι, η αναλογία 2 προς 1 των δύο ομάδων στις 15 Νοεμβρίου γίνεται σχεδόν 1 προς 1, εκτοπίζοντας από τις ΜΕΘ ένα σημαντικό μέρος των πιο ηλικιωμένων κατά το δεύτερο κύμα. Η αναλογία επανέρχεται στα προηγούμενα επίπεδα αμέσως μετά την υποχώρηση της πίεσης.
Το αποτέλεσμα αποτυπώνεται και στη διάμεση ηλικία των θανόντων που, από 76 έτη τον Ιούλιο, αυξάνεται διαδοχικά, για να καταλήξει στα 80 έτη στις 15 Νοεμβρίου. «Η Πολιτεία, εφόσον θεωρεί ότι δεν έγινε διαλογή, οφείλει να δώσει εξηγήσεις γι’ αυτή την ανατροπή στην ηλικιακή κατανομή στις ΜΕΘ» τονίζει ο καθηγητής.
Εδώ προκύπτει και ένα μεγάλο ζήτημα αδιαφάνειας: ο αριθμός των θανάτων εκτός και εντός ΜΕΘ αποκρύπτεται. Όπως επισημαίνει ο Β. Τσαουσίδης, «επιβάλλεται να δοθεί ο απολογισμός για κάθε ΜΕΘ της χώρας. Ο αριθμός των διασωληνωμένων, που δίνεται καθημερινά ως μέσος όρος, δεν αποτυπώνει την πραγματική πίεση του συστήματος και δεν επιτρέπει ασφαλείς προβλέψεις λόγω της ανομοιόμορφης γεωγραφικής κατανομής της».
Περισσότεροι οι θάνατοι και εντός ΜΕΘ
Ο ασθενής που περιμένει τη σειρά του για νοσηλεία ενδέχεται να χειροτερεύει κάθε ώρα που περνάει. Επομένως, τονίζει ο Β. Τσαουσίδης, η ανεπάρκεια των υποδομών και η πίεση στα νοσοκομεία οδηγούν σε περισσότερους θανάτους εκτός ΜΕΘ αλλά και σε περισσότερους θανάτους εντός ΜΕΘ. Είναι ενδεικτικό ότι το διάστημα 22 Νοεμβρίου - 6 Δεκεμβρίου 2020 εξήλθαν από τις ΜΕΘ 181 άτομα και κατέληξαν στις ΜΕΘ περίπου 350.
Πρόσφατα η Βάνα Παπαευαγγέλου προκάλεσε αντιδράσεις με τη δήλωση ότι οι θάνατοι εκτός ΜΕΘ στη χώρα μας είναι περίπου 20%. Αυτό, αν ίσχυε, θα σήμαινε ότι από τους 9.135 θανάτους που είχαμε μέχρι τις 14 Απριλίου, οι 1.827 συνέβησαν εκτός ΜΕΘ και οι 7.308 συνέβησαν στις ΜΕΘ. Ταυτόχρονα, έχουμε το δεδομένο ότι εξήλθαν από τις ΜΕΘ 1.912 ασθενείς.
Το συμπέρασμα που προκύπτει, εφόσον ισχύουν τα στοιχεία που έδωσε η Β. Παπαευαγγέλου, είναι ότι νοσηλεύτηκαν συνολικά στις ΜΕΘ 9.220 (7.308 + 1.912) πολίτες, εκ των οποίων κατέληξε περίπου το 80%. «Ελπίζω η δήλωση αυτή να ήταν ατυχής, γιατί διαφορετικά η χώρα μας θα κατατασσόταν σε ποιότητα περίθαλψης ανάμεσα στις χειρότερες παγκοσμίως» σχολιάζει καυστικά ο Β. Τσαουσίδης.
...και τα αναπάντητα ερωτήματα
Ακόμα ένας ανησυχητικός δείκτης είναι αυτός της θνητότητας σε σχέση με τα κρούσματα: στην Ελλάδα υπολογίζεται σε 3,2%, την ώρα που το αντίστοιχο ποσοστό είναι 0,5% στην Ισλανδία, 1,6% στην Αυστρία, 2,6% στο Βέλγιο, 1,7% στην Τσεχία, 2% στη Γαλλία και 1,3% στην Ολλανδία. Χειρότερη εικόνα από εκείνη της χώρας μας καταγράφεται στη Βουλγαρία (3,8%), ενώ ίδιο ποσοστό (3,2%) έχει η Ουγγαρία (iatronet.gr, 7.4.21).
Το ερώτημα είναι αν η παραπάνω διαφορά οφείλεται στο ότι οι ασθενείς δεν είχαν την κατάλληλη φροντίδα (δεδομένης και της μη αξιοποίησης της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας) ή στο ότι δεν έχει γίνει καλή καταγραφή των κρουσμάτων στην Ελλάδα.
Σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας είχαμε αναλογικά τα λιγότερα τεστ για τον κορωνοϊό από τις περισσότερες χώρες. Ακόμη και σήμερα η Ελλάδα κατέχει την 29η θέση σε αναλογία τεστ ανά εκατομμύριο πληθυσμού μεταξύ 47 χωρών της Ευρώπης (πηγή: worldometers).
Ακόμη και μ’ αυτή την προσέγγιση ωστόσο, η εικόνα εξακολουθεί να προβληματίζει, καθώς τα στοιχεία του ECDC δείχνουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται στη 16η θέση μεταξύ 54 χωρών, με 735 θανάτους ανά εκατομμύριο.
Η δυσαρμονία μεταξύ θανάτων ανά κρούσματα και θανάτων ανά εκατομμύριο πληθυσμού καθιστά πιο πιθανό το ενδεχόμενο της υποκαταγραφής των κρουσμάτων και όχι της αρνητικής εξέλιξης των νοσηλειών στις ΜΕΘ.
Είναι δεδομένο ότι ο αριθμός των τεστ θα έπρεπε να είναι αρκετά μεγαλύτερος προκειμένου να υπάρχει ικανοποιητική επιδημιολογική επιτήρηση στη χώρα μας. Η κυβέρνηση «λύνει»(;) το πρόβλημα με την καθολική χρήση των self tests, τα οποία θα έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα για συγκεκριμένες ομάδες εργαζομένων ώστε να προχωρήσουν με το ζόρι οι πειραματισμοί με το άνοιγμα του τουρισμού.
7% αυξημένη θνησιμότητα συγκριτικά με τη στατιστικά αναμενόμενη
Την ίδια ώρα, ασθενείς με άλλες νόσους αμελούν τις θεραπείες τους, εμφραγματίες δεν καταφεύγουν εγκαίρως στα τμήματα επειγόντων περιστατικών των νοσοκομείων από φόβο μήπως κολλήσουν τον ιό, ενώ το -σχεδόν μονοθεματικό- ΕΣΥ ακυρώνει χειρουργεία ή δίνει προτεραιότητα σε περιστατικά κορωνοϊού.
Ως αποτέλεσμα καταγράφεται αύξηση της θνησιμότητας από αιτίες που δεν σχετίζονται άμεσα με τον κορωνοϊό. H ευρωπαϊκή πλατφόρμα EUROMOMO καταγράφει τις τελευταίες εβδομάδες μικρή αύξηση της υπερέχουσας θνησιμότητας (excess mortality) στην Ελλάδα, η οποία όμως δεν υπερβαίνει το φυσιολογικό εύρος. Η έλλειψη διάθεσης επίσημων δεδομένων από τον ΕΟΔΥ δεν μας επιτρέπει να σχηματίσουμε πλήρη εικόνα για το τι ακριβώς συμβαίνει.
Ξέρουμε, όμως, ότι, όπως
ανέδειξε πρόσφατα το iMEdD Lab (12.4.21), κατά τη διάρκεια του δεύτερου
κύματος σημειώθηκε στη χώρα μας η μεγαλύτερη αύξηση στατιστικά μη
αναμενόμενης θνησιμότητας από οποιαδήποτε αιτία. Το διάστημα 23
Νοεμβρίου έως 6 Δεκεμβρίου 2020 εκτιμάται ότι καταγράφηκαν 41%
περισσότεροι θάνατοι από τους στατιστικά αναμενόμενους. Για όλο το 2020 η
υπερέχουσα θνησιμότητα έφτασε το 7% (1η - 52η εβδομάδα). Από τους
περίπου 8.300 στατιστικά μη αναμενόμενους θανάτους, εκτιμάται ότι το 61%
αφορά επιβεβαιωμένους θανάτους ασθενών Covid. Οι υπόλοιποι εικάζεται
ότι σχετίζονται έμμεσα με την πανδημία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)