Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

Επαμεινώνδας Χ . Γονατάς: Η Άνοιξη


Το Ποιημα Περιλαμβανεται στη συλλογή Το Βάραθρο (1963). Ο ποιητής, αν και ακολουθεί τις βασικές αρχές του υπερρεαλισμού, εντούτοις δεν καταφεύγει στη χρήση ενός λόγου παραληρηματικού και δεν υπονομεύει τη λογική του συγκρότηση. Επιχειρεί όμως κάτι βαθύτερο, περιγράφοντας την εξωτερική πραγματικότητα (εδώ της φύσης). Βαθμιαία, παρά τους κανόνες της λογικής και τη λειτουργία των αδήριτων φυσικών νόμων, αποκαλύπτει, με δική του παρέμβαση, ό,τι όντως υπάρχει πέραν του αισθητού κόσμου των φαινομένων.

Συγγραφέας και μεταφραστής, με ξεχωριστή θέση στα ελληνικά γράμματα. Ένας αυθεντικός δημιουργός, τελείως ιδιαίτερος, που άφησε πίσω του μόνο έξι μικρά βιβλία με αφηγήματα και λίγες μεταφράσεις. Την έλλειψη χρόνου, λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας, χρησιμοποιούσε o ίδιος για να εξηγήσει τα τόσο μικρά σε έκταση κείμενά του, όπως και το άγχος του για τη λευκή σελίδα.

Πέθανε στις 24 Μαρτίου 2006, σε ηλικία 82 ετών.

 Η Άνοιξη

Ανέβηκα τα σκαλοπάτια τα λαξεμένα σε ψηλούς βράχους και βγήκα στο οροπέδιο που απλωνόταν μπροστά μου σαν τεράστιο αυτί. Πέρα οι λόφοι κολυμπούσαν στο φως κι είχαν το χρώμα που παίρνουν τα σφαχτάρια στο τσιγκέλι. Όπου κι αν γυρνούσα τα μάτια έβλεπα ξερή λάσπη, σκασμένη. Ούτε πράσινο φύλλο, ούτε λουλούδι, ούτε μια μέλισσα. Κι ο αέρας μύριζε βαριά σαν να 'βγαινε από άδειο πιθάρι.

Καθώς περπατούσα μου φάνηκε πως άκουγα να τρέχουνε νερά, βαθιά σε υπόγεια λούκια. Κόλλησα χάμω τ' αυτί μου κι άκουσα καθαρά μαζί με τα νερά που γλουγλουκίζανε κι ένα ανάλαφρο θρόισμα.

Βγάζω από την τσέπη το μαχαίρι μου, το μπήγω στη γη —το 'νιωσα να χώνεται όπως στο κρέας ενός μεγάλου ψαριού— κι αρχίζω να τη χαράζω, να τη σκίζω φέτες φέτες, τραβώντας με δύναμη τη σκληρή κρούστα που τη σκέπαζε.

Και τότε, τι θαύμα! Χιλιάδες μπουμπούκια και λουλούδια με τσαλακωμένα πέταλα, άσπρες, ρόδινες και μαβιές ρίζες, αμέτρητα σπαθωτά φύλλα, μαμούνια, σερσέγκια με σουβλερές μύτες, θαλασσοπράσινες κρεατόμυγες, χρυσαλλίδες και πεταλούδες με διπλωμένα φτερά, αποκαλύφθηκαν ολόκληρος κοιμισμένος κόσμος, που οι αχτίνες του ήλιου σιγά σιγά τον ζέσταιναν, τον ξεμούδιαζαν, τον ξυπνούσαν από τη νάρκη του.

Το γρασίδι, σγουρό, ψήλωνε τρίζοντας ολόγυρά μου. Ο αέρας μοσκοβολούσε. Ένα πουλί βγήκε απ' τον κρυψώνα του, τίναξε τα χώματα απ' τις φτερούγες του και μου είπε: «Ακόμα λίγο, κι η άνοιξη αυτό το χρόνο θα 'μενε κρυμμένη στη γη».

ΟΛΑ ΛΑΘΟΣ
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)