Δεν ξύπνησα δηλαδή, με ξύπνησε.
Ο ίδιος απειλητικός ήχος που τυραννάει καιρό τις νύχτες μου.
Μπαίνει και ανακατεύει τα σεντόνια μου, ύστερα τραντάζει το κρεβάτι και με γυρίζει στους εφιάλτες του ’78. Θεσσαλονίκη, καλοκαίρι, κοιμηθήκαμε τις πρώτες τρεις νύχτες μετά τον μεγάλο σεισμό έξω, πάνω σε πρόχειρα στρωσίδια.
Η γη έτρεμε κάθε πέντε λεπτά, το νιώθαμε το βουητό καθώς είμαστε γερμένοι σαν Ιεροφάντες στη γη.
Ήμαστε παιδιά και τέτοιο φόβο δεν είχαμε νιώσει ξανά.
Άνθρωποι είχαν σκοτωθεί στην πολυκατοικία της Ιπποδρομίου, άλλοι χωρίς σπίτια· ο θάνατος, μαύρη σκιά πλάκωνε την πόλη. Εμείς όμως κάναμε τους δικούς μας λογαριασμούς· να μη χάσουμε τη χρονιά, τι θ’ απογίνουν οι σπουδές μας;
Ανάμεσα στους μικροσεισμούς, πετάγονταν από τον βυθό του τρόμου οι ιδιοτελείς σκέψεις, όπως φίδι ξαφνιασμένο από τον ίσκιο του περαστικού.
Ήμαστε παιδιά, αλλά η επιβίωση και τα αδυσώπητα ένστικτά της ήδη παρόντα.
Έτσι πάντα, έτσι και τώρα.
Ύστερα ήρθε ο πατέρας και μας μάζεψε με το Datsun. Έβλεπε πλησιάζοντας, είπε, το κομβόι των φορτωμένων αυτοκινήτων να φεύγει από την πόλη, στο βάθος έναν καφετί κουρνιαχτό και πλακώθηκε η καρδιά του. Όπως κι εμένα, που για μήνες ξάπλωνα να κοιμηθώ στο πατρικό και νόμιζα πως τρέμει η γη.
Έτσι και τώρα, με την τεκτονική μετατόπιση των θεμελιώσεων των βίων μας σε τούτη τη γεωπολιτική γωνιά, τον τόπο που φοράει ακόμα τσαρούχια· σύμβολα ενός ιδιαίτερου τρόπου Ζωής, δολίως συκοφαντημένου από τους πλανητικούς Υπαγορεύοντες.
Ο ίδιος ήχος μού στοιχειώνει ξανά τα όνειρα.
Όχι δεν είναι βουητό, γρύλισμα είναι· θηρίου που διαισθάνεται τον ερχομό της βαρυχειμωνιάς και πρέπει να μαζέψει λίπος για τους μήνες της ασιτίας.
Γρυλίζουν όσοι λησμονούν ή ποτέ δεν ένιωσαν ότι στις θεομηνίες δεν έχουμε παρά ο ένας τον άλλον. Πως οι άνθρωποι ξεχώρισαν από τα ζώα χάρη στον εγκέφαλο που διδάσκεται και διδάσκει την αλληλεγγύη ως μηχανισμό επιβίωσης της ομάδας, όταν επελαύνει ο κοινός εχθρός.
Το γρύλισμα είναι η το σήμα της πείνας, αυτής που θα διαλύσει την αγέλη σε δυνατούς και αδύνατους.
Αγέλες, όχι κοινωνίες, ανθρώπων· αγέλες σκληρότερες από των λύκων. Γιατί οι λύκοι, ας πούμε, δεν τρώνε ο ένας τον άλλον αν και έχω δει σε ντοκυμαντέρ τη λύκαινα να τρώει το νεκρό μωρό της.
Ενώ οι άνθρωποι γίνονται κανίβαλοι, αν πιεστούν από την ανάγκη.
Και βρισκόμαστε από καιρό σε πίεση.
Να απολυθούν οι ανίκανοι και η τεμπέληδες του Δημοσίου, αυτοί φταίνε! …φωνάζει η νεαρή γυναίκα με σπουδές βιολογίας, εργαζόμενη στον ανελέητο ιδιωτικό τομέα· γνωρίζοντας, λέει, πόσο εύκολα μπορεί να βρεθεί στο δρόμο αν κάποια στιγμή το μεγάλο αφεντικό της κρίνει πως δεν του αποδίδει πια.
Άιντε, όλοι ιδιώτες και δημόσιοι να δουλεύουμε αδιάκοπα, χωρίς ανάπαυλα.
Κι αν γίνεται, όλοι να γίνουμε ιδιωτικοί υπάλληλοι, τι χρειαζόμαστε το δημόσιο;
Άιντε, κανένα αποκούμπι για τον άρρωστο και τον αδύναμο, καμμιά στέγη για τον ήλιο και τη βροχή, κανένας τοίχος για το κρύο…
Άιντε, πίσω στις σπηλιές, Κρο-Μανιόν, πιο πίσω Νεαντερτάλιοι.
Άιντε αιώνες πίσω «βίοι ανεόρταστοι μακρές οδοί απανδόκευτες»…προς δόξαν ποιου, με ποιο στόχο;
Παράγειν, παράγειν, παράγειν· και αζώτως ζειν…
Βρέθηκα από τύχη στην «καλή μεριά», έμεινα σ’ αυτήν από τύχη πάντα, όχι κατ’ επιδίωξη. Δεν κατάφερα ποτέ να αρπάξω, δε δάγκωσα αδύναμο τώρα που το σκέφτομαι βέβαια, ίσως κάποτε πέρασε από το νου μου, ίσως και κάποιου κάποιο κομματάκι να ξεκόλλησα με τα συνωστισμένα και ασθενικά δόντια μου…
Κανίβαλος πάντως δεν έγινα.
Όμως με τούτα τα απρονόητα θύματα, τα έτοιμα κανιβαλάκια μπορεί και να χαιρεκακήσω αν τα δω δαγκωμένα.
Λέω μα δεν το εννοώ· εμένα μ’ έχει στοιχειώσει η ενσυναίσθηση.
Αλλά η Ζωή δε συγχωρεί.
*Γραμμένο πριν τέσσερα χρόνια ισχύει;
Αλέξανδρος Αρδαβάνης
presspublica
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)