Τις συναντάς παντού. Ξεπετάγονται μπροστά σου με απαξίωση και θρασύτητα. Περπατούν αργά στους δρόμους ανάμεσα στο πλήθος, περιμένουν στα φανάρια σα να μην έχουν χρόνο, στέκονται στις στάσεις του λεωφορείου, μπαίνουν στο λεωφορείο, είναι μπροστά σου στην τράπεζα, στις δημόσιες υπηρεσίες, έξω από εκκλησίες, στις πλατείες…
Παντού … Άνθρωποι διπλωμένοι στα δύο, με υβώματα στην πλάτη. Σα να έχουν φορτωμένη την πλάτη και από το φόρτο αυτή λυγίζει, δεν αντέχει το βάρος, κατανικιέται και φθάνει να σχηματίζει το κορμί ορθή γωνία λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος.
Σα να έχουν ζωστεί τις δεκαετίες και τις περιφέρουν παντού από ανασφάλεια και φόβο μη βρεθεί κανείς και τους τις κλέψει. Και οι δεκαετίες σα σακιά φθαρμένα, σάπια κρύβουν μέσα τους δυστυχίες, ορφάνια, χηρεία, στέρηση ύλης και ψυχής, εξαπάτηση, βία, αδιαφορία. Στον πάτο τους έχουν στριμωχτεί οι ενοχές και η ντροπή, οι ανάγκες οι ανεκπλήρωτες. Πιο πέρα η αρρώστια και ο φόβος του θανάτου διεκδικούν περισσότερο χώρο μέσα στο σακί. Και το σκέρβωμα μεγαλώνει.
Και αν τύχει και οι κυρτωμένοι άνθρωποι συναντήσουν καμιά χαρά, αν τύχει και την αντιληφθούν και τη βιώσουν, αν της ρουφήξουν μέχρι και την τελευταία της ρανίδα, ξελαφρώνει λίγο η καμπούρα, κερδίζει το κορμί κάποιες μοίρες και αυξάνει η απόσταση από τη γη. Μέχρι να φορτωθεί το επόμενο σακί. Άλλοτε πάλι αναρωτιέμαι μήπως είναι αυτή η γη η ίδια που σα μαγνήτης έλκει τους υβωματικούς ανθρώπους προς αυτή.
Σα να τους απειλεί πως σύντομα θα βρεθούν μέσα της, πως θα τους κάνει δικούς τους, πως λιγοστεύει ο χρόνος, μειώνεται δραματικά, πως δε θα αργήσει η στιγμή που σάρκα και οστά θα γίνουν ένα με το χώμα της. Αυτή η άπληστη γη που τάφος πελώριος έχει γίνει, σαρκοβόρα δύναμη τους μαγνητίζει. Τους καταδικάζει μέχρι το τέλος τα σώματα τους να μείνουν κυρτά, κουρασμένα, αιχμάλωτα της έλξης της. Καταδικάζει τα μάτια να μην ξαναδούν τον ουρανό. Το φως να λάμπει συνεχώς πίσω από το κεφάλι και στα ρουθούνια να μένει κολλημένη πάντα η οσμή του χώματος, της ασφάλτου και της πατημένης χλόης.
Και εγώ από το φόβο μου στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη. Σε θέση προφίλ πάντα. Και εξετάζω προσεκτικά τη ράχη μου. Να καταλάβω καλά. Και συχνά ψηλαφώ. Πλησιάζω τον καθρέφτη, σηκώνω την μπλούζα, γυρνώ δεξιά και αριστερά. Με μια υπερφυσική ευλυγισία αγγίζω και με τα δύο χέρια. Κοντεύω να δεθώ …Προσέχω μην τύχει και αρχίσει η καμπούρα να τρέφεται και δεν την αντιληφθώ. Και παίρνω το μέτρο. Στέκομαι στον τοίχο ευθυτενής με τις φτέρνες κολλημένες πίσω, περνάω το ξύλινο μολύβι σύρριζα στο κεφάλι. Και εύχομαι να μην έχω συρρικνωθεί. Έχω την ίδια αγωνία που είχα παιδί για το αν έχω κερδίσει δυο-τρεις πόντους. Μόνο που τώρα η αγωνία μου είναι να τους διατηρήσω. Και ξυπνώ τα πρωινά με την ίδια αγωνία. Και εύχομαι ο πόνος που νιώθω στο κορμί να είναι από τη χειμωνιάτικη υγρασία, να με ξεχάσει λίγο ακόμα η καμπούρα.
Και αν ανησυχώ τόσο πολύ είναι για έναν ακόμα λόγο. Οι άνθρωποι με τα υβώματα τις περισσότερες φορές είναι γυναίκες. Να είναι άραγε περισσότερο αδύνατες, περισσότερο εύθραυστες, περισσότερο ευάλωτες στο δόλο της καμπούρας;
Στις γυναίκες η καμπούρα είναι αμείλικτη. Αυτές πιο νωρίς αρχίζουν να την ταΐζουν.
Τα δικά τους τα βάσανα είναι τα αγαπημένα της. Οι δικές τους πίκρες της αρέσουν.
Αυτές που έζησαν μέσα σε όρια, αυτές που δεν τόλμησαν, δεν ονειρεύτηκαν,
αυτές που συμβιβάστηκαν, αυτές που υποτάχτηκαν δε δικαιούνται να περπατούν όρθιες.
Αυτές είναι περισσότερο ευπρόσβλητες.
Αυτές που γίνανε καθρέφτης της κοινωνίας τους και κρατήθηκαν σε γυαλί ατόφιο, αυτές που δεν έσπασαν την ασχήμια σε γυάλινα θραύσματα… αυτές πρώτες λυγίζουν.
Αυτές που δουλικά υπηρέτησαν τα «πρέπει».
Αυτές που αναίμακτα θυσιάστηκαν.
Αυτές που σιώπησαν ενώ πονούσαν.
Αυτές που έδωσαν χωρίς να πάρουν.
Αυτές που έγιναν είλωτες των επιθυμιών τρίτων.
Αυτές που έκλαψαν δάκρυα καυτά και τα εξομολογήθηκαν μόνο στο μαξιλάρι.
Αυτές που στην κοιλιά τους φιλοξένησαν, μα γέννησαν αχάριστους καρπούς.
Αυτές που εγκλωβισμένες σε μια ατέρμονη πλάνη κατωτερότητας τη μετάγγισαν στις θυγατέρες των αιώνων.
Για αυτές η καμπούρα, παμπάλαιο ανθρώπινο σαράκι, γίνεται ο μισός τους εαυτός. Που τον έχουν ανάγκη όμως… Γιατί με μισό εαυτό δεν μπορούν να ζήσουν… Δεν έχουν μάθει να ζουν.
Η Μαρία Λούλου έχει εμμονές με τις συλλαβές, τις μελωδίες, τα μάτια και τα ταξίδια. Καμιά φορά γράφει γιατί οι λέξεις των ψυχών περιμένουν να ειπωθούν.
fractalart
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)