Με αφετηρία τις «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι»
του Κρις Χέτζες
μετάφραση: Δημήτρης Ιωάννου
Οι «Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι», τόσο το βιβλίο όσο και η ταινία, είναι μια αποθέωση του σαδισμού που διαπνέει σχεδόν όλες τις εκφάνσεις της αμερικανικής κουλτούρας και βρίσκεται στην καρδιά της πορνογραφίας και του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Εξοραΐζει την πραγμοποίηση των γυναικών.
Προασπίζει έναν κόσμο κενό από συμπόνια, ενσυναίσθηση και αγάπη.
Μετατρέπει σε ερωτικό αντικείμενο μια υπεραρσενική εξουσία που κακομεταχειρίζεται, υποβιβάζει, ξεφτιλίζει και βασανίζει γυναίκες των οποίων οι προσωπικότητες έχουν αφαιρεθεί, των οποίων η μόνη επιθυμία είναι να υποβιβάζουν τους εαυτούς τους στην υπηρεσία του αντρικού πόθου.
Η ταινία, όπως ο «Ελεύθερος Σκοπευτής» του Ίστγουντ, έχει ως δεδομένο έναν κόσμο θηρευτών και θηραμάτων όπου οι αδύναμοι και ευάλωτοι είναι αντικείμενα εκμετάλλευσης ενώ οι ισχυροί είναι ναρκισσιστές και βίαιοι ημίθεοι. Καθαγιάζει αυτή την καπιταλιστική κόλαση ως φυσική και επιθυμητή.
«Η πορνογραφία», γράφει ο Ρόμπερτ Τζένσεν, «δείχνει το πώς θα μοιάζει το τέλος του κόσμου».
Αν ορίσουμε το σεξ ως μια αμοιβαία ερωτική πράξη ανάμεσα σε δύο συντρόφους, τότε η πορνογραφία δεν έχει ως αντικείμενο το σεξ, αλλά τον αυνανισμό: έναν μοναχικό αυτο-ερεθισμό χωρίς οικειότητα, χωρίς έρωτα.
Η λατρεία του εαυτού –η πεμπτουσία του πορνό- βρίσκεται στην καρδιά της κουλτούρας της αγοράς. Η πορνογραφία, όπως ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός, είναι το μέρος όπου στέλνονται οι άνθρωποι για να πεθάνουν.
Υπάρχουν λίγοι άνθρωποι στην Αριστερά που καταλαβαίνουν τον τεράστιο κίνδυνο που ελλοχεύει αν αφεθεί η πορνογραφία να αντικαταστήσει την οικειότητα, το σεξ και τον έρωτα.
Δυστυχώς, πολλοί είναι εκείνοι –ακόμα και στην Αριστερά- που πιστεύουν πως η πορνογραφία έχει να κάνει με την ελευθερία του λόγου.
Ένα σύγχρονο κύμα φεμινιστριών προδίδουν το εμβληματικό έργο ριζοσπαστριών όπως η Αντρέα Ντβόρκιν, υπερασπίζοντας το πορνό ως μια μορφή σεξουαλικής απελευθέρωσης και ενδυνάμωσης.
Αυτές οι «φεμινίστριες», που υποτίθεται ότι βασίζονται στον Μισέλ Φουκό και την Τζούντιθ Μπάτλερ, δεν είναι παρά υποπροϊόντα του νεοφιλελευθερισμού και του μεταμοντερνισμού.
Γι’ αυτές, ο φεμινισμός δεν αφορά πλέον την απελευθέρωση των καταπιεσμένων γυναικών, αλλά ορίζεται από μια χούφτα γυναίκες που τυχαίνει να είναι επιτυχημένες, πλούσιες και ισχυρές – ή, όπως στην περίπτωση των «50 Αποχρώσεων», πέτυχαν να «τυλίξουν» έναν πλούσιο και ισχυρό άντρα.
Άλλωστε, γυναίκα έγραψε το βιβλίο και το σενάριο της ταινίας, γυναίκα τη σκηνοθέτησε και γυναίκα ήταν η επικεφαλής του στούντιο που αγόρασε τα δικαιώματα.
Αυτή η γυναικεία συμπαιγνία είναι αντανάκλαση της εσωτερίκευσης της καταπίεσης και της σεξουαλικής βίας που έχουν τις ρίζες τους στην πορνογραφία. Η Ντβόρκιν αυτό το κατανοούσε. Έγραφε πως «η νέα πορνογραφία είναι ένα τεράστιο νεκροταφείο για την Αριστερά: δεν μπορείς να έχεις την πολιτική σου ολόκληρη και τις πόρνες χορτάτες».
Συνομίλησα με την Γκέιλ Ντάινς, μια από τις πιο σημαντικές ριζοσπαστικές φωνές της χώρας, σε ένα μικρό καφέ της Βοστόνης. Η Ντάινς, που έχει γράψει το βιβλίο Pornland: How Porn Has Hijacked our Sexuality (Πορνολάνδη: Πώς η πορνογραφία κατέλαβε τη σεξουαλικότητά μας, Beacon Press, 2010) είναι καθηγήτρια κοινωνιολογίας και γυναικείων σπουδών στο κολλέγιο Γουίλοκ.
«Όταν καταπολεμάς το πορνό, αγωνίζεσαι εναντίον του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού», μου είπε.
«Οι επενδυτές, οι τράπεζες, όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα βρίσκεται στην ίδια τροφική αλυσίδα με την πορνογραφία. Γι’ αυτό δεν βλέπεις ποτέ δημοσιεύματα ή ρεπορτάζ εναντίον της. Τα ΜΜΕ διαπλέκονται με τα πιστωτικά ιδρύματα, και η πορνογραφία μοιράζεται κι αυτή το ίδιο κρεβάτι. Από τη στιγμή που προτίθεσαι να προσφέρεις σε ένα ελάχιστο ποσοστό του πληθυσμού την τεράστια πλειονότητα των αγαθών, πρέπει να έχεις εγκαταστήσει ένα πειστικό ιδεολογικό σύστημα που να νομιμοποιεί τα οικονομικά βάσανα των πολλών. Αυτό κάνει και η πορνογραφία, εκπέμποντας το μήνυμα ότι η υλική ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών δεν είναι απότοκο ενός οικονομικού συστήματος, αλλά εξηγείται βιολογικά. Οι γυναίκες δεν είναι παρά πουτάνες κατάλληλες μόνο για σεξ, οπότε δεν αξίζουν πλήρη ισότητα δικαιωμάτων. Η πορνογραφία είναι το ιδεολογικό φερέφωνο που νομιμοποιεί ένα σύστημα υλικής ανισότητας. Το πορνό είναι για την πατριαρχία ό,τι είναι τα ΜΜΕ για τον καπιταλισμό».
Για να συντηρηθεί η διέγερση όλων αυτών των μυριάδων αντρών (που βαριούνται εύκολα), η βιομηχανία του πορνό παράγει βίντεο που γίνονται ολοένα και πιο βίαια και εξευτελιστικά.
Κάποιες πρωταγωνίστριες, μετά από αλλεπάλληλες διεισδύσεις από διάφορους άντρες ακόμα και σε ένα γύρισμα, καταναλώνουν τα παυσίπονα με τις χούφτες˙ άλλες χρειάζονται πλαστικές επεμβάσεις αποκατάστασης του πρωκτού ή του αιδοίου. Πολλές υποφέρουν από σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα και μετατραυματικό στρες. Και όσο το πορνό απενοχοποιείται –κάποιοι σταρ του είδους αντιμετωπίζονται σαν διασημότητες του κινηματογράφου στις εκπομπές της Όπρα ή του Χάουαρντ Στερν– συμπεριφορές όπως το στριπτίζ, η ακολασία, ο σαδομαζοχισμός και η επιδειξιομανία, θεωρούνται μοδάτες.
Η πορνογραφία θέτει επίσης πρότυπα για την ομορφιά και τους τρόπους συμπεριφοράς των γυναικών –κάτι που έχει τρομακτικές επιπτώσεις στη συγκρότηση των νεαρών κοριτσιών.
«Οι γυναίκες έχουν ουσιαστικά δύο επιλογές στην κοινωνία μας», λέει η Ντάινς. «Να είναι είτε γαμήσιμες είτε αόρατες. Το να είσαι γαμήσιμη σημαίνει να συμμορφώνεσαι με την πορνογραφική κουλτούρα, να είσαι σέξι, πειθήνια και να κάνεις ό,τι θέλει ο άντρας. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να αποκτήσεις ορατότητα. Και δεν μπορείς να ζητήσεις από άφηβα κορίτσια, που κάνουν τα πάντα για να είναι ορατές, να διαλέξουν να είναι αόρατες».
Τίποτε από όλα αυτά δεν έγινε κατά λάθος. Όπως επισημαίνει η Ντάινς, η πορνογραφία πηγάζει από την εμπορευματική κουλτούρα, την ανάγκη των καπιταλιστών να πουλήσουν προϊόντα.
«Στη μεταπολεμική Αμερική, είχαμε την ανάδυση μιας μεσαίας τάξης με πλεονάζον εισόδημα», λέει. «Το πρόβλημα ήταν πως ήταν παιδιά μιας γενιάς που, έχοντας ζήσει τη μεγάλη ύφεση και τον πόλεμο, δεν ήξερε να ξοδεύει αλλά μόνο να αποταμιεύει. Έτσι, προκειμένου να εκκινήσουν την οικονομία, [οι καπιταλιστές] έπρεπε να κάνουν τους ανθρώπους να αγοράζουν πράγματα που δεν χρειάζονταν. Για τις γυναίκες, επινόησαν τις σαπουνόπερες».
Ένας από τους λόγους που αναπτύχθηκε ο προαστιακός τύπος κατοικίας με την ανοιχτή κάτοψη ήταν ότι, τότε, το κάθε σπίτι είχε μόνο μία τηλεόραση, στο καθιστικό. Έπρεπε λοιπόν να επινοηθεί ένας τρόπος να μπορούν οι γυναίκες, που ξόδευαν τη μέρα τους στην κουζίνα, να βλέπουν ταυτόχρονα τηλεόραση. Για να εκπαιδεύονται».
«Αλλά πώς να μάθεις στους άντρες να ξοδεύουν;», συνεχίζει. «Με το περιοδικό Playboy. Εκεί φαίνεται η οξύνοια του Χιου Χέφνερ: κατάλαβε πως δεν αρκούσε να εμπορευματοποιήσεις τη σεξουαλικότητα, έπρεπε να σεξουαλικοποιήσεις το εμπόρευμα. Η υπόσχεση που πούλησε το Playboy δεν ήταν οι γυναίκες του, ήταν πως, αν αγοράζεις σε αυτό το επίπεδο, αν καταναλώνεις στο επίπεδο που σου υπαγορεύει το περιοδικό, τότε θα κατακτήσεις και το βραβείο, που είναι οι γυναίκες.
Ο Χέφνερ περιέβαλε το πορνό, που σεξουαλικοποιούσε και εμπορευματοποιούσε το γυναικείο σώμα, με ένα περιτύλιγμα κοινωνικής ανόδου. Το κάλυψε με έναν μανδύα ευπρέπειας.
Το βίντεο, το DVD και, αργότερα, το ίντερνετ επέτρεψαν στο πορνό να εισβάλει στα σπίτια. Οι γυαλιστερές, ακίνητες εικόνες του Playboy, του Penthouse και του Hustler εξημερώθηκαν μέχρι του σημείου να θεωρούνται γραφικές. Η Αμερική, και μαζί της το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, διαποτίστηκαν από την πορνογραφική κουλτούρα. Ο τζίρος της παγκόσμιας πορνοβιομηχανίας ανέρχεται στα 96 δισ. δολάρια, εκ των οποίων τα 13 είναι το μερίδιο αγοράς των ΗΠΑ. Υπάρχουν, όπως γράφει η Ντάινς στο βιβλίο της, «420 εκατομμύρια πορνογραφικές ιστοσελίδες, 4,2 εκατομμύρια ιστότοποι και 68 εκατομμύρια αναζητήσεις για πορνογραφία στις μηχανές του ίντερνετ καθημερινά».
Εν τω μεταξύ, η πορνογραφία είναι πιο εύκολα προσβάσιμη από ποτέ. «Αρκεί ένα κινητό τηλέφωνο για να «απολαύσει» κανείς πορνό ακόμα και στις πιο πυκνοκατοικημένες γειτονιές της Βραζιλίας και της Ινδίας», λέει η Ντάινς. «Αν στο σπίτι υπάρχει ένας υπολογιστής, ο άντρας δεν μπορεί ξαφνικά να αρχίσει να μαλακίζεται στη μέση του δωματίου. Με ένα τηλέφωνο όμως, το πορνό γίνεται φορητό. Ο μέσος έφηβος βλέπει πια πορνό από το κινητό του.
Μαζί με την άνοδο της πορνογραφίας έχει σημειωθεί πραγματική έκρηξη της σεξουαλικής βίας: συζυγική κακοποίηση, ατομικός και ομαδικός βιασμός. Στις ΗΠΑ, αναφέρεται ένας βιασμός κάθε 6,2 λεπτά, αλλά εκτιμάται πως ο πραγματικός αριθμός τους είναι ίσως και πέντε φορές μεγαλύτερος από τον καταγεγραμμένο.
Η κακοποίηση που υπάρχει έμφυτη στην πορνογραφία περνά απαρατήρητη σε μεγάλο βαθμό, τόσο από τους άντρες όσο κι από τις γυναίκες.
Πρόσφατο παράδειγμα: οι εισπράξεις από τα εισιτήρια για τις «50 Αποχρώσεις του Γκρι», που άνοιξαν την παραμονή του Αγίου Βαλεντίνου και αναμένεται να φτάσουν στα 90 εκατομμύρια δολάρια το τετραήμερο (τη Δευτέρα ήταν η Ημέρα του Προέδρου).[1]
«Η πορνογραφία εκπαίδευσε μια ολόκληρη γενιά αντρών στην παρακολούθηση σεξουαλικών βασανισμών», λέει η Ντάινς. «Δεν γεννιέσαι με αυτή την ικανότητα, πρέπει να την αναπτύξεις εκπαιδευόμενος, όπως ακριβώς εκπαιδεύονται οι στρατιώτες να σκοτώνουν. Για να ασκήσεις βία εναντίον μιας ομάδας πρέπει να την απογυμνώσεις από την ανθρωπινότητά της, είναι παλιά μέθοδος. Οι Ιουδαίοι στο θρήσκευμα γίνονται βρωμοεβραίοι. Οι μαύροι γίνονται αράπηδες. Οι γυναίκες γίνονται καριόλες. Και κανείς δεν μετατρέπει τις γυναίκες σε καριόλες με μεγαλύτερη επιτυχία από την πορνογραφία».
[1] ΣτΜ: Εθνική αργία στις ΗΠΑ για τον εορτασμό των γενεθλίων του Τζ. Ουάσινγκτον (22 φεβρουαρίου, αλλά ο εορτασμός γίνεται κάθε τρίτη Δευτέρα του Φεβρουαρίου). Τελικά οι εισπράξεις της ταινίας το τετραήμερο ήταν 94 εκατ. δολάρια για τις ΗΠΑ και 172 εκατ. δολάρια για τον υπόλοιπο κόσμο, κάνοντας ρεκόρ “ανοίγματος” Φεβρουαρίου.
O Chris Hedges είναι Αμερικανός δημοσιογράφος και συγγραφέας, βραβευμένος με Πούλιτζερ το 2002. Το παραπάνω κείμενο, από το οποίο αναδημοσιεύουμε εκτενή αποσπάσματα, δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Truthdig στις 15/2/2015.
ΠΗΓΗ:
https://enthemata.wordpress.com/2015/03/15/porno/
του Κρις Χέτζες
μετάφραση: Δημήτρης Ιωάννου
Οι «Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι», τόσο το βιβλίο όσο και η ταινία, είναι μια αποθέωση του σαδισμού που διαπνέει σχεδόν όλες τις εκφάνσεις της αμερικανικής κουλτούρας και βρίσκεται στην καρδιά της πορνογραφίας και του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Εξοραΐζει την πραγμοποίηση των γυναικών.
Προασπίζει έναν κόσμο κενό από συμπόνια, ενσυναίσθηση και αγάπη.
Μετατρέπει σε ερωτικό αντικείμενο μια υπεραρσενική εξουσία που κακομεταχειρίζεται, υποβιβάζει, ξεφτιλίζει και βασανίζει γυναίκες των οποίων οι προσωπικότητες έχουν αφαιρεθεί, των οποίων η μόνη επιθυμία είναι να υποβιβάζουν τους εαυτούς τους στην υπηρεσία του αντρικού πόθου.
Η ταινία, όπως ο «Ελεύθερος Σκοπευτής» του Ίστγουντ, έχει ως δεδομένο έναν κόσμο θηρευτών και θηραμάτων όπου οι αδύναμοι και ευάλωτοι είναι αντικείμενα εκμετάλλευσης ενώ οι ισχυροί είναι ναρκισσιστές και βίαιοι ημίθεοι. Καθαγιάζει αυτή την καπιταλιστική κόλαση ως φυσική και επιθυμητή.
«Η πορνογραφία», γράφει ο Ρόμπερτ Τζένσεν, «δείχνει το πώς θα μοιάζει το τέλος του κόσμου».
Αν ορίσουμε το σεξ ως μια αμοιβαία ερωτική πράξη ανάμεσα σε δύο συντρόφους, τότε η πορνογραφία δεν έχει ως αντικείμενο το σεξ, αλλά τον αυνανισμό: έναν μοναχικό αυτο-ερεθισμό χωρίς οικειότητα, χωρίς έρωτα.
Η λατρεία του εαυτού –η πεμπτουσία του πορνό- βρίσκεται στην καρδιά της κουλτούρας της αγοράς. Η πορνογραφία, όπως ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός, είναι το μέρος όπου στέλνονται οι άνθρωποι για να πεθάνουν.
Υπάρχουν λίγοι άνθρωποι στην Αριστερά που καταλαβαίνουν τον τεράστιο κίνδυνο που ελλοχεύει αν αφεθεί η πορνογραφία να αντικαταστήσει την οικειότητα, το σεξ και τον έρωτα.
Δυστυχώς, πολλοί είναι εκείνοι –ακόμα και στην Αριστερά- που πιστεύουν πως η πορνογραφία έχει να κάνει με την ελευθερία του λόγου.
Ένα σύγχρονο κύμα φεμινιστριών προδίδουν το εμβληματικό έργο ριζοσπαστριών όπως η Αντρέα Ντβόρκιν, υπερασπίζοντας το πορνό ως μια μορφή σεξουαλικής απελευθέρωσης και ενδυνάμωσης.
Αυτές οι «φεμινίστριες», που υποτίθεται ότι βασίζονται στον Μισέλ Φουκό και την Τζούντιθ Μπάτλερ, δεν είναι παρά υποπροϊόντα του νεοφιλελευθερισμού και του μεταμοντερνισμού.
Γι’ αυτές, ο φεμινισμός δεν αφορά πλέον την απελευθέρωση των καταπιεσμένων γυναικών, αλλά ορίζεται από μια χούφτα γυναίκες που τυχαίνει να είναι επιτυχημένες, πλούσιες και ισχυρές – ή, όπως στην περίπτωση των «50 Αποχρώσεων», πέτυχαν να «τυλίξουν» έναν πλούσιο και ισχυρό άντρα.
Άλλωστε, γυναίκα έγραψε το βιβλίο και το σενάριο της ταινίας, γυναίκα τη σκηνοθέτησε και γυναίκα ήταν η επικεφαλής του στούντιο που αγόρασε τα δικαιώματα.
Αυτή η γυναικεία συμπαιγνία είναι αντανάκλαση της εσωτερίκευσης της καταπίεσης και της σεξουαλικής βίας που έχουν τις ρίζες τους στην πορνογραφία. Η Ντβόρκιν αυτό το κατανοούσε. Έγραφε πως «η νέα πορνογραφία είναι ένα τεράστιο νεκροταφείο για την Αριστερά: δεν μπορείς να έχεις την πολιτική σου ολόκληρη και τις πόρνες χορτάτες».
Συνομίλησα με την Γκέιλ Ντάινς, μια από τις πιο σημαντικές ριζοσπαστικές φωνές της χώρας, σε ένα μικρό καφέ της Βοστόνης. Η Ντάινς, που έχει γράψει το βιβλίο Pornland: How Porn Has Hijacked our Sexuality (Πορνολάνδη: Πώς η πορνογραφία κατέλαβε τη σεξουαλικότητά μας, Beacon Press, 2010) είναι καθηγήτρια κοινωνιολογίας και γυναικείων σπουδών στο κολλέγιο Γουίλοκ.
«Όταν καταπολεμάς το πορνό, αγωνίζεσαι εναντίον του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού», μου είπε.
«Οι επενδυτές, οι τράπεζες, όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα βρίσκεται στην ίδια τροφική αλυσίδα με την πορνογραφία. Γι’ αυτό δεν βλέπεις ποτέ δημοσιεύματα ή ρεπορτάζ εναντίον της. Τα ΜΜΕ διαπλέκονται με τα πιστωτικά ιδρύματα, και η πορνογραφία μοιράζεται κι αυτή το ίδιο κρεβάτι. Από τη στιγμή που προτίθεσαι να προσφέρεις σε ένα ελάχιστο ποσοστό του πληθυσμού την τεράστια πλειονότητα των αγαθών, πρέπει να έχεις εγκαταστήσει ένα πειστικό ιδεολογικό σύστημα που να νομιμοποιεί τα οικονομικά βάσανα των πολλών. Αυτό κάνει και η πορνογραφία, εκπέμποντας το μήνυμα ότι η υλική ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών δεν είναι απότοκο ενός οικονομικού συστήματος, αλλά εξηγείται βιολογικά. Οι γυναίκες δεν είναι παρά πουτάνες κατάλληλες μόνο για σεξ, οπότε δεν αξίζουν πλήρη ισότητα δικαιωμάτων. Η πορνογραφία είναι το ιδεολογικό φερέφωνο που νομιμοποιεί ένα σύστημα υλικής ανισότητας. Το πορνό είναι για την πατριαρχία ό,τι είναι τα ΜΜΕ για τον καπιταλισμό».
Για να συντηρηθεί η διέγερση όλων αυτών των μυριάδων αντρών (που βαριούνται εύκολα), η βιομηχανία του πορνό παράγει βίντεο που γίνονται ολοένα και πιο βίαια και εξευτελιστικά.
Κάποιες πρωταγωνίστριες, μετά από αλλεπάλληλες διεισδύσεις από διάφορους άντρες ακόμα και σε ένα γύρισμα, καταναλώνουν τα παυσίπονα με τις χούφτες˙ άλλες χρειάζονται πλαστικές επεμβάσεις αποκατάστασης του πρωκτού ή του αιδοίου. Πολλές υποφέρουν από σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα και μετατραυματικό στρες. Και όσο το πορνό απενοχοποιείται –κάποιοι σταρ του είδους αντιμετωπίζονται σαν διασημότητες του κινηματογράφου στις εκπομπές της Όπρα ή του Χάουαρντ Στερν– συμπεριφορές όπως το στριπτίζ, η ακολασία, ο σαδομαζοχισμός και η επιδειξιομανία, θεωρούνται μοδάτες.
Η πορνογραφία θέτει επίσης πρότυπα για την ομορφιά και τους τρόπους συμπεριφοράς των γυναικών –κάτι που έχει τρομακτικές επιπτώσεις στη συγκρότηση των νεαρών κοριτσιών.
«Οι γυναίκες έχουν ουσιαστικά δύο επιλογές στην κοινωνία μας», λέει η Ντάινς. «Να είναι είτε γαμήσιμες είτε αόρατες. Το να είσαι γαμήσιμη σημαίνει να συμμορφώνεσαι με την πορνογραφική κουλτούρα, να είσαι σέξι, πειθήνια και να κάνεις ό,τι θέλει ο άντρας. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να αποκτήσεις ορατότητα. Και δεν μπορείς να ζητήσεις από άφηβα κορίτσια, που κάνουν τα πάντα για να είναι ορατές, να διαλέξουν να είναι αόρατες».
Τίποτε από όλα αυτά δεν έγινε κατά λάθος. Όπως επισημαίνει η Ντάινς, η πορνογραφία πηγάζει από την εμπορευματική κουλτούρα, την ανάγκη των καπιταλιστών να πουλήσουν προϊόντα.
«Στη μεταπολεμική Αμερική, είχαμε την ανάδυση μιας μεσαίας τάξης με πλεονάζον εισόδημα», λέει. «Το πρόβλημα ήταν πως ήταν παιδιά μιας γενιάς που, έχοντας ζήσει τη μεγάλη ύφεση και τον πόλεμο, δεν ήξερε να ξοδεύει αλλά μόνο να αποταμιεύει. Έτσι, προκειμένου να εκκινήσουν την οικονομία, [οι καπιταλιστές] έπρεπε να κάνουν τους ανθρώπους να αγοράζουν πράγματα που δεν χρειάζονταν. Για τις γυναίκες, επινόησαν τις σαπουνόπερες».
Ένας από τους λόγους που αναπτύχθηκε ο προαστιακός τύπος κατοικίας με την ανοιχτή κάτοψη ήταν ότι, τότε, το κάθε σπίτι είχε μόνο μία τηλεόραση, στο καθιστικό. Έπρεπε λοιπόν να επινοηθεί ένας τρόπος να μπορούν οι γυναίκες, που ξόδευαν τη μέρα τους στην κουζίνα, να βλέπουν ταυτόχρονα τηλεόραση. Για να εκπαιδεύονται».
«Αλλά πώς να μάθεις στους άντρες να ξοδεύουν;», συνεχίζει. «Με το περιοδικό Playboy. Εκεί φαίνεται η οξύνοια του Χιου Χέφνερ: κατάλαβε πως δεν αρκούσε να εμπορευματοποιήσεις τη σεξουαλικότητα, έπρεπε να σεξουαλικοποιήσεις το εμπόρευμα. Η υπόσχεση που πούλησε το Playboy δεν ήταν οι γυναίκες του, ήταν πως, αν αγοράζεις σε αυτό το επίπεδο, αν καταναλώνεις στο επίπεδο που σου υπαγορεύει το περιοδικό, τότε θα κατακτήσεις και το βραβείο, που είναι οι γυναίκες.
Ο Χέφνερ περιέβαλε το πορνό, που σεξουαλικοποιούσε και εμπορευματοποιούσε το γυναικείο σώμα, με ένα περιτύλιγμα κοινωνικής ανόδου. Το κάλυψε με έναν μανδύα ευπρέπειας.
Το βίντεο, το DVD και, αργότερα, το ίντερνετ επέτρεψαν στο πορνό να εισβάλει στα σπίτια. Οι γυαλιστερές, ακίνητες εικόνες του Playboy, του Penthouse και του Hustler εξημερώθηκαν μέχρι του σημείου να θεωρούνται γραφικές. Η Αμερική, και μαζί της το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, διαποτίστηκαν από την πορνογραφική κουλτούρα. Ο τζίρος της παγκόσμιας πορνοβιομηχανίας ανέρχεται στα 96 δισ. δολάρια, εκ των οποίων τα 13 είναι το μερίδιο αγοράς των ΗΠΑ. Υπάρχουν, όπως γράφει η Ντάινς στο βιβλίο της, «420 εκατομμύρια πορνογραφικές ιστοσελίδες, 4,2 εκατομμύρια ιστότοποι και 68 εκατομμύρια αναζητήσεις για πορνογραφία στις μηχανές του ίντερνετ καθημερινά».
Εν τω μεταξύ, η πορνογραφία είναι πιο εύκολα προσβάσιμη από ποτέ. «Αρκεί ένα κινητό τηλέφωνο για να «απολαύσει» κανείς πορνό ακόμα και στις πιο πυκνοκατοικημένες γειτονιές της Βραζιλίας και της Ινδίας», λέει η Ντάινς. «Αν στο σπίτι υπάρχει ένας υπολογιστής, ο άντρας δεν μπορεί ξαφνικά να αρχίσει να μαλακίζεται στη μέση του δωματίου. Με ένα τηλέφωνο όμως, το πορνό γίνεται φορητό. Ο μέσος έφηβος βλέπει πια πορνό από το κινητό του.
Μαζί με την άνοδο της πορνογραφίας έχει σημειωθεί πραγματική έκρηξη της σεξουαλικής βίας: συζυγική κακοποίηση, ατομικός και ομαδικός βιασμός. Στις ΗΠΑ, αναφέρεται ένας βιασμός κάθε 6,2 λεπτά, αλλά εκτιμάται πως ο πραγματικός αριθμός τους είναι ίσως και πέντε φορές μεγαλύτερος από τον καταγεγραμμένο.
Η κακοποίηση που υπάρχει έμφυτη στην πορνογραφία περνά απαρατήρητη σε μεγάλο βαθμό, τόσο από τους άντρες όσο κι από τις γυναίκες.
Πρόσφατο παράδειγμα: οι εισπράξεις από τα εισιτήρια για τις «50 Αποχρώσεις του Γκρι», που άνοιξαν την παραμονή του Αγίου Βαλεντίνου και αναμένεται να φτάσουν στα 90 εκατομμύρια δολάρια το τετραήμερο (τη Δευτέρα ήταν η Ημέρα του Προέδρου).[1]
«Η πορνογραφία εκπαίδευσε μια ολόκληρη γενιά αντρών στην παρακολούθηση σεξουαλικών βασανισμών», λέει η Ντάινς. «Δεν γεννιέσαι με αυτή την ικανότητα, πρέπει να την αναπτύξεις εκπαιδευόμενος, όπως ακριβώς εκπαιδεύονται οι στρατιώτες να σκοτώνουν. Για να ασκήσεις βία εναντίον μιας ομάδας πρέπει να την απογυμνώσεις από την ανθρωπινότητά της, είναι παλιά μέθοδος. Οι Ιουδαίοι στο θρήσκευμα γίνονται βρωμοεβραίοι. Οι μαύροι γίνονται αράπηδες. Οι γυναίκες γίνονται καριόλες. Και κανείς δεν μετατρέπει τις γυναίκες σε καριόλες με μεγαλύτερη επιτυχία από την πορνογραφία».
[1] ΣτΜ: Εθνική αργία στις ΗΠΑ για τον εορτασμό των γενεθλίων του Τζ. Ουάσινγκτον (22 φεβρουαρίου, αλλά ο εορτασμός γίνεται κάθε τρίτη Δευτέρα του Φεβρουαρίου). Τελικά οι εισπράξεις της ταινίας το τετραήμερο ήταν 94 εκατ. δολάρια για τις ΗΠΑ και 172 εκατ. δολάρια για τον υπόλοιπο κόσμο, κάνοντας ρεκόρ “ανοίγματος” Φεβρουαρίου.
O Chris Hedges είναι Αμερικανός δημοσιογράφος και συγγραφέας, βραβευμένος με Πούλιτζερ το 2002. Το παραπάνω κείμενο, από το οποίο αναδημοσιεύουμε εκτενή αποσπάσματα, δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Truthdig στις 15/2/2015.
ΠΗΓΗ:
https://enthemata.wordpress.com/2015/03/15/porno/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)