Πάρτε, για παράδειγμα, την αντίδρασή μας όταν Βιαζόμαστε να φτάσουμε κάπου με το αυτοκίνητο και στη μέση του δρόμου χαλάει το αυτοκίνητο. Η άμεση αντίδρασή μας είναι να θυμώσουμε, και ίσως να βρίσουμε ή να δώσουμε ένα χτύπημα στο αυτοκίνητο, και μετά να σκεφτούμε με ποιο τρόπο θα φτάσουμε στο στόχο μας χωρίς το αυτοκίνητο. Μια σχετική έννοια στην κοινωνική ψυχολογία είναι «η ματαίωση της ανατέλλουσας προσδοκίας» (Davies, 1967).
Σύμφωνα με αυτή την έννοια, η κοινωνική αναταραχή εμφανίζεται όταν οι άνθρωποι προσδοκούν ένα στόχο και μετά απογοητεύονται, λόγω μη ικανοποίησης της προσδοκίας, οπότε αυξάνει η αντίδραση πίεσης για την πραγματοποίηση των στόχων. Συχνά όμως ο όρος «ματαίωση» αναφέρεται και στη διαδικασία παρεμπόδισης, δηλαδή τι παρεμβαίνει και οδηγεί στο αποτέλεσμα της ματαίωσης.
Ματαίωση είναι η διαδικασία που οδηγεί στην αλλαγή της συμπεριφοράς ή μια δυναμική κατάσταση που προηγείται και επηρεάζει την αλλαγή (Weiner, 1985).
Μια τέτοια παρεμβαίνουσα κατάσταση είναι η δημιουργία ορμής, όπως προτείνει ο Sheffield. Η ορμή σχετίζεται με την προσδοκία που δημιουργείται στο άτομο από τα περιβαλλοντικά σήματα που συνδέονται με τον επιδιωκόμενο στόχο. Η ορμή αυτή επιτείνει την επιδίωξη του στόχου, γιατί όσο πλησιάζει κανείς προς αυτόν, τόσο αυξάνονται και τα σήματα που τον υποδηλώνουν. Αν τότε συμβεί κάτι και δεν ικανοποιηθεί η ορμή, αν δηλαδή περεμβληθεί ένα εμπόδιο, τότε η ορμή, ως γενικός ενεργοποιητικός παράγοντας, οδηγεί σε ενεργοποίηση άλλων στόχων ή συμπεριφορών, όπως η επιθετική.
Πολλά πειράματα πάνω στη ματαίωση, προκειμένου να κατανοηθεί ο μηχανισμός της, έκανε ο Amsel.
Ο Amsel (1958) όρισε τη ματαίωση ως μη ενίσχυση μιας προηγουμένως ενισχυμένης αντίδρασης.
Το πείραμά του είχε ως εξής: Κατασκεύασε ένα κλωβό με δύο διαδρόμους. Τα πειραματόζωα δέχονταν τροφή στον πρώτο διάδρομο, στην αρχή σε κάθε δοκιμή τους και μετά σε καμία. Αυτός ήταν ο διάδρομος της ματαίωσης. Παράλληλα μετριόταν η ταχύτητα των ζώων στο δεύτερο διάδρομο, όπου δέχονταν πάντοτε τροφή. Βρέθηκε ότι η ταχύτητα αύξανε μετά την εμφάνιση της ματαίωσης στον πρώτο διάδρομο. Ένα άλλο σχετικό πείραμα των Haner & Brown (1955) με παιδιά είχε ως εξής: Κατασκευάσθηκε ένα παιχνίδι με υποδοχές για 36 μπίλιες. Αν όλες οι μπίλιες τοποθετούνταν στις υποδοχές αυτές, τα παιδιά κέρδιζαν ένα βραβείο. Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού ο πειραματιστής μπορούσε, χωρίς να το καταλάβει το παιδί, να χαλάσει τη διευθέτηση των μπιλιών, οπότε το παιδί έπρεπε να ξαναρχίσει, πιέζοντας ένα μοχλό. Αυτή ήταν η συνθήκη ματαίωσης. Ο πειραματιστής μετρούσε την ένταση στην πίεση του μοχλού.
Βρέθηκε ότι όσο πιο νωρίς στην εκτέλεση του παιχνιδιού παρουσιαζόταν η ματαίωση τόσο μικρότερη ήταν η πίεση που ασκούνταν στο μοχλό. Αντίθετα, όσο πιο κοντά στο στόχο είχε φτάσει το παιδί, τόσο πιο έντονη ήταν η πίεση στο μοχλό, πράγμα που υποδηλώνει την αύξηση της ορμής λόγω ματαίωσης. Σκεφτείτε στην καθημερινή ζωή τι συμβαίνει όταν ξεκινούμε να πετύχουμε κάποιο στόχο. Αν τα εμπόδια αρχίσουν πολύ νωρίς, τότε είναι αρκετά εύκολο να εγκαταλείψουμε το στόχο, γιατί δεν έχει αναπτυχθεί ακόμη αρκετή ορμή που να συνδέεται με αυτόν. Με άλλα λόγια, τα περιβαλλοντικά σήματα δεν είναι αρκετά ακόμη ώστε να δημιουργήσουν αρκετή προσδοκία για το στόχο. Αν όμως έχουμε πλησιάσει πολύ και ξέρουμε ότι μπορούμε να τον φτάσουμε, τότε η ματαίωση είναι πολύ μεγάλη και η εμμονή στο στόχο πιο ισχυρή.
Η ματαίωση, επομένως, είναι δυνατό να έχει ιδιότητες γενικευμένης ορμής, και επειδή είναι απωθητική, ενισχύει τις αντιδράσεις που την αναστέλλουν. Η απογοήτευση είναι μεγαλύτερη όσο κοντότερα έχει φτάσει κανείς στο στόχο του, οπότε τόσο μεγαλύτερο ενισχυτικό ρόλο παίζει. Ωστόσο, η δράση της απογοήτευσης περιορίζεται από το νόμο των Yerkes & Dodson. Μέτρια ματαίωση μπορεί να παίξει ενισχυτικό ρόλο, υπερβολική όμως ματαίωση είναι ανασταλτική της συμπεριφοράς και ορθής επίδοσης. Ένας άλλος περιορισμός που είναι δυνατό να τεθεί στην αποτελεσματικότητα της ματαίωσης ως ορμής είναι η σχέση ορμής και γνώσης. Μία αύξηση στην ορμή είναι δυνατό να βοηθήσει, αν η αποτυχία στην επίτευξη του στόχου οφείλεται σε έλλειψη προσπάθειας. Δεν είναι όμως σίγουρο ότι θα βοηθήσει αν η αποτυχία οφείλεται σε έλλειψη γνώσεων (Arkes & Garske, 1977).
Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι οι ερμηνείες που δόθηκαν στο φαινόμενο ματαίωσης-επιθετικότητας δεν περιορίζονται στη συνειρμική θεωρία που ήδη αναφέραμε. Ο Dollard και οι συνεργάτες του είχαν επισημάνει το φαινόμενο και, ακολουθώντας το σκεπτικό του Freud, είχαν ορίσει τη ματαίωση ως αντίδραση στόχου που διακόπτεται και την επιθετικότητα ως μια πράξη που έχει στόχο να βλάψει έναν άλλο οργανισμό.
Επομένως, στη ματαίωση υπάρχει σύγκρουση, η οποία δημιουργεί άγχος και οδηγεί σε υποκατάσταση στόχων. Κατά τον Miller (1941), όσο πιο ισχυρή είναι η επιθυμία του στόχου, τόσο πιο έντονη είναι η ματαίωση που αισθάνεται κανείς από τη μη ικανοποίηση της επιθυμίας. Όσο μεγαλύτερη είναι η ματαίωση, τόσο εντονότερη θα είναι η υποκίνηση της επιθετικότητας. Επίσης, όσο μεγαλύτερος ο αριθμός των ματαιώσεων που έχει υποστεί κανείς, τόσο μεγαλύτερη η επιθετικότητα που θα αναπτύξει.
Η ερμηνεία αυτή της σχέσης ματαίωσης-επιθετικότητας δείχνει ένα μόνο πιθανό λόγο της επιθετικής συμπεριφοράς και περιορίζει τη λειτουργία της ματαίωσης μόνο σε σχέση με την επιθετικότητα. Δεν ερμηνεύει τις άλλες συμπεριφορές που συνδέονται με τη ματαίωση ούτε τη σχέση μεγέθους της ματαίωσης και ενισχυτικής της ικανότητας. Για το λόγο αυτό η συνειρμική έρευνα συνέχισε τις προσπάθειες των Dollard και Miller, και άλλαξε το ερμηνευτικό πρότυπο της ματαίωσης.
Α. Κωσταρίδου-Ευκλείδη – Ψυχολογία Κινήτρων
Αντικλείδι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)