Ο σκληρός όρος της επιβίωσης έρχεται συχνά σε ρήξη με το φυσικό ρόλο της ζωής σε σημείο που η συνεργασία μεταξύ τους να φαντάζει από δύσκολη έως ακατόρθωτη. Το ατομικό φαντασιακό αδυνατεί να συνυπάρξει με το κοινό πραγματικό.
Από τη φυσική ανάγκη μας να τραφούμε έως την πνευματική αναζήτηση –επομένως και της δυνατότητας ανάλυσης της παρούσης κατάστασης– αποκαλύπτονται πτυχές άγνωστες προς εμάς μα εξ ίσου απαραίτητες (όπως και η τροφή) για τη μετάδοση πληροφοριών μεταξύ μας αλλά και για την κατανόηση μιας συμπαντικής/κοσμικής αλληλεπίδρασης που μέσω της διεργασίας εξήγησης θα μας δοθεί η ευκαιρία να συμβιώσουμε αρμονικά με τον εαυτό μας και τον κόσμο που γεννιόμαστε και οφείλουμε να σεβαστούμε έως την ολοκλήρωση της ζωής και τη φυσική μας κατάληξη που είναι ο θάνατος.
Η πορεία των κοινωνιών μέχρι σήμερα απέδειξε πως κανένα σύστημα δεν είναι ικανό –και κυρίως δεν επιθυμεί– να ευαισθητοποιήσει τον άνθρωπο και να τον βοηθήσει να ανέλθει πνευματικά. Κάθε σύστημα (οικονομικό, κοινωνικό, θρησκευτικό) έχει ως στόχο την μεταχείριση των ανθρώπων και τη χρησιμοποίησή τους για την επίτευξη των στόχων τους που είναι το κέρδος και η διαιώνιση φοβικών ατόμων, υπόδουλων και άβουλων. Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων συνήθως είναι ό,τι τους έχουν πει (πως είναι) και όχι αυτό που πραγματικά είναι. Η «ευφυΐα» των συστημάτων έγκειται στην άγνοια των ανθρώπων για τον εαυτό τους, με αποτέλεσμα οι πρώτοι να πείθουν και οι δεύτεροι να ακολουθούν τυφλά απορρίπτοντας κάθε ευκαιρία για βελτίωση της ποιότητας ζωής τους και ενδοσκόπηση του «είναι» τους.
Οι άνθρωποι έχουν τη συνήθεια να προφασίζονται διάφορες δικαιολογίες (με τη μορφή απολογιών, αποδοχής ενοχών, εμφάνισης φοβικών συνδρόμων) μόνο και μόνο για να μην έρθουν σε σύγκρουση με τα συστήματα. Αποφεύγουν εκούσια είτε ακούσια την οποιαδήποτε ρήξη με τα συστημικά πρότυπα, καθοδηγούμενοι από το αρχέγονο ένστικτο του φόβου, απομονώνοντας το ένστικτο της περιέργειας και της όρεξης να μάθουν κάτι καινούριο ή άγνωστο μέχρι τώρα.
Τα συστήματα κατάφεραν, με τη διαρκή μελέτη τους πάνω στον άνθρωπο, να επικρατήσουν και να επιβληθούν, μετατρέποντάς τον σε υποχείριο έτοιμο να δεχθεί «αποφάσεις» που ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα της ζωής του ή την κοσμοθεωρία του όσον αφορά την αντίληψη που έχει για τη ζωή. Σαν πειραματόζωα κλεισμένα στο κλουβί τους, περιμένουμε να τελειώσει το μαρτύριο της ζωής από κάποιον «σωτήρα» που τυχαία θα βρεθεί στο δρόμο μας. Αντί, λοιπόν, να απαγκιστρωθούμε από το δόλωμα της συνήθειας και τις τεχνητές εικόνες τρόμου που μας προβάλλουν, προτιμούμε να υπομένουμε τα βασανιστήριά μας και να υποτασσόμαστε απέναντι στους «σοφούς άρχοντες» και τις πράξεις ασυδοσίας τους. Τα βιώματα συνήθως αποτελούν την αφετηρία των επιλογών μας. Δεν θα κρίνουμε εάν οι επιλογές μας είναι σωστές ή λάθος (και ποιος μπορεί τελικά να κρίνει τι είναι σωστό και τι λάθος;). Η χρονική στιγμή που λαμβάνεται μια απόφαση καθορίζει τη μελλοντική –επομένως και την εξελικτική– πορεία αποσαφήνισης τόσο των δικαιωμάτων όσο και των υποχρεώσεων ενός ατόμου.
Ο άνθρωπος, από το νεαρό της ηλικίας του, αναζητά την ατομική του αναγνώριση μέσα στο κοινωνικό σύνολο και την επιβεβαίωση του «πράττειν ορθώς». Νουθετούμαστε να υπακούμε τους μεγαλύτερους και να μην φέρνουμε αντιρρήσεις στις αποφάσεις τους, χωρίς να μας εξηγούν εάν και κατά πόσον αυτές οι αποφάσεις θεωρούνται λογικές. Περιμένουμε την επιβράβευση σαν τα σκυλάκια που μόλις καταφέρουν να σταθούν στα δυο τους πόδια το αφεντικό τους τα επιβραβεύει προσφέροντάς τους μια λιχουδιά. Οι άνθρωποι βιώνουμε την επιβράβευση ως ηθικό, αναγνωριστικό στοιχείο της αποδοχής της προσωπικότητάς μας από το γενικότερο κοινωνικό σύνολο, αφαιρώντας μας έτσι την πνευματική ικανοποίηση που πηγάζει από τη διαφορετικότητα –τόσο της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής εικόνας μας.
Η τιμωρία του «φαίνεσθαι» και η ανυπαρξία του «είναι» προκαλεί τη ζωή μας σε ένα παιχνίδι που δεν επιλέξαμε αλλά υποχρεούμαστε να τηρούμε ευλαβικά χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις ή επιχειρήματα: σαν να γεννιόμαστε προορισμένοι να ζήσουμε όλη μας τη ζωή σε ένα ενυδρείο αφήνοντάς μας λίγο λίγο να αργοπεθαίνουμε. Η ανάγκη να ζεις και όχι απλά να υπάρχεις ίσως είναι από τις δυσκολότερες αποφάσεις που καλείται να πάρει ένας άνθρωπος στο βραχύχρονο πέρασμά του στον κύκλο της ζωής. Ζούμε με προκαταβολικές λέξεις αρθρώνοντας μονάχα εκείνες που αρέσκονται οι άλλοι να ακούνε. Και τότε το κύμα της αναζήτησης έρχεται να σαρώσει τις παραδοσιακές περγαμηνές και να καλύψει την αρχέγονη ανάγκη μας να ζήσουμε τη στιγμή: τη στιγμή που ο ήλιος ζεσταίνει την ψυχή μας, τη στιγμή που κλαίμε σαν μικρά παιδιά (αλήθεια, γιατί δεν θεωρείται πρέπον να κλαίει ένας μεγάλος;), τη στιγμή που δραπετεύουμε από το «εγώ» μας συντροφεύοντας το «εμείς», τη στιγμή που δραπετεύουμε από το ανύπαρκτο κελί μας χαρούμενοι και αναγεννημένοι, τη στιγμή που δεν φοβόμαστε να απαιτήσουμε από τον εαυτό μας το πολυπόθητο βήμα προς την ελευθερία συμπαρασύροντας –με το παράδειγμά μας– κι άλλους στο δρόμο της πνευματικής απελευθέρωσης και αποκατάστασης της αδικίας από την πολύχρονη μανία των εξουσιαστικών συστημάτων να κουρελιάζουν τα σώματά μας, να αποκοιμίζουν τους πόθους μας, να μας απωθούν από το «σήμερα και το τώρα», να διαλύουν τα σώματά μας από την προσπάθεια επιβίωσης, να φτιάχνουν στρατούς εις το όνομα της ειρήνης, να εκμεταλλεύονται καταστάσεις και ανθρώπους κάτω από τον μανδύα του καλού ποιμένα, να μιλάνε για την πείνα και τη φτώχεια που δεν έχουν βιώσει ποτέ τους, να μας συμπεριφέρονται ως κατακτητές ελέω υπηκόων (που αδυνατούν να καταλάβουν πως είναι κι αυτοί αιχμάλωτοι), να φυγαδεύουν δολοφόνους και να υποθάλπουν απατεώνες, να μας δίνουν υποσχέσεις για μια καλύτερη ζωή –απροσδιορίστου χρόνου υλοποίησής της–, να μονοπωλούν το ενδιαφέρον αφερέγγυων ατόμων μεγαλώνοντας τη λίστα με τους «επώνυμους ευεργέτες», να εξαπατούν λαούς, να εφευρίσκουν πρακτικές χαλιναγώγησης των ανθρωπίνων ενστίκτων, να διαφημίζονται ως φιλάνθρωποι –εις βάρος των αλληλέγγυων– μέσα από εράνους και δωρεές, να τεμαχίζουν τις ώρες μας αποτρέποντάς μας να βιώσουμε δημιουργικές στιγμές, να υποκινούν τα βήματά μας κι ύστερα να τα παρουσιάζουν ως δικές μας αυθόρμητες κινήσεις ή παρεμβάσεις, να μας υπαγορεύουν τις υποχρεώσεις μας και να απαγορεύουν τα δικαιώματά μας, να τρέφονται με τους φόβους μας και την απομάκρυνσή μας από τα όνειρά μας.
Η λίστα με τα συστημικά τερτίπια δεν θα σταματήσει εάν δεν κάνουμε το πρώτο βήμα προς τη «μεταμόρφωσή» μας σε αυτό που είμαστε και όχι σε αυτό που μας είπαν πως είμαστε. Μια στιγμή απόφασης αρκεί να αλλάξει κι εμάς και τη διαδρομή μας στη ζωή. Όσο αρνούμαστε να κοιτάξουμε κατάματα τους φόβους που μας φύτεψαν τόσο θα προσποιούμαστε και θα δυστυχούμε. Η γέννηση ενός ανθρώπου δεν τον καθιστά υπεύθυνο ούτε για την καταγωγή του ούτε για τις πεποιθήσεις ή προτιμήσεις του. Μας προβάλλουν έναν κόσμο ξένο προς τη φύση μας υποχρεώνοντάς μας να τον αποδεχτούμε ως φυσικό. Η οικοδόμηση των –επινοημένων– κοινωνιών θεμελιώνεται πάνω σε γερασμένες ιδέες από άτομα προκατειλημμένα, που κύριο μέλημά τους είναι η κατάκτηση της εξουσίας και η «ενοποίηση» κάθε ζωντανής μορφής κάτω από τον μανδύα του ολοκληρωτισμού. Αντικαθιστούν τη χαρά και την έξαψη της ζωής με το δεσποτικό βαθιά ριζωμένο «είναι» τους, αφαιρώντας από το άτομο την ενέργεια και τη διάθεση για πειραματισμούς. Οι θεσμοθέτες, (υπο)στηρίζοντας τα κοινωνικά κατάλοιπα, φροντίζουν να προσαρμόζουν την ηθική της εποχής σε αποστειρωμένα κουτιά στα οποία φυλάσσουν τα λάφυρα από τις κλοπές που έχει υποστεί η ικμάδα κάθε ζωντανού οργανισμού.
Οι κοινωνίες βιώνουν τις αλλαγές ως ένας ζωντανός οργανισμός που κινείται, αναπνέει, βιώνει, εξελίσσεται και προπαντός ονειρεύεται. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να στερήσει από έναν άνθρωπο την ανάγκη του να ονειρεύεται. Έχουμε τη συνήθεια να κατακρίνουμε τους ουτοπιστές ως όντα μη γήινα. Αλίμονο εάν δεν υπήρχαν οραματιστές κι ονειροπόλοι, αλίμονο εάν στερούσαμε από τους ανθρώπους τη θετική αύρα που αποκομίζουν από την πιο απλή προβολή της πραγματικότητας. Φανταστείτε έναν κόσμο χωρίς τις ανάσες που μας δίνει η φύση, η αλληλεγγύη, η συναναστροφή, η συντροφικότητα, η δημιουργία μέσα από αντίξοες συνθήκες. Μήπως πρέπει να εστιάσουμε στα θετικά της ζωής και όχι στα αρνητικά της; Μιλάμε συνεχώς για το ανέφικτο της ουτοπίας, ενώ ανεχόμαστε μια δυστοπική κοινωνία στο όνομα του κέρδους και της διαιώνισης μιας παραδοσιακής ελίτ «πεφωτισμένων» που ζουν εις βάρος των πολλών.
Είναι οδυνηρό να μιλάμε και να μεγαλώνουμε συνεχώς με το φόβο του θανάτου αντί να εμπνεόμαστε από τις δυσκολίες της ζωής και την απλότητα των πράξεων μας. Ας γίνει μέλημά μας η αρμονική συνύπαρξή μας με τη φύση, με τα χαρίσματά μας, με τις πνευματικές αναζητήσεις μας, με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε, με τα ερωτήματα που μας βασανίζουν και που κανείς άλλος δεν μπορεί να δώσει μια σαφή απάντηση πέρα από εμάς (γιατί πολύ απλά κανείς άλλος δεν γνωρίζει τον εαυτό μας όσο εμείς). Ας σταματήσει να μας φοβίζει η κάθε αλλαγή μέσα κι έξω μας. Τα χρονικά περιθώρια που μας επιβάλλουν από την ώρα που γεννιόμαστε δρουν ως καταλύτες της ύπαρξής μας. Μας εξουσιάζουν οι σελίδες ενός ημερολογίου, οι δείκτες των ρολογιών, η αναζήτηση τροφής, η εύρεση εργασίας, οι (απο)μιμήσεις, οι κοινωνικές υποχρεώσεις, η αποδοχή κάθε εθιμοτυπικής ρουτίνας, ακόμη χειρότερα η υπακοή σε έναν θεό ή σε ένα κράτος. Καταχρώμαστε πολύτιμο χρόνο μιμούμενοι ρόλους, αποκομμένοι από την ουσία της ατομικής μας ελευθερίας. Η ατομική προσέγγιση θα μας οδηγήσει στη συλλογική, αρμονική συνύπαρξη.
Η προσκόλληση σε τακτικές παρελθόντων χρόνων έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία εικονικών ανθρώπων που μεταφέρουν τη σκιά τους από μέρα σε μέρα, από τόπο σε τόπο, χωρίς να αισθάνονται την παραμικρή ευχαρίστηση ή έστω έκπληξη. Αποφεύγουν να βιώσουν τη συγκίνηση των δικών τους στιγμών κι όταν αυτό συμβαίνει νιώθουν σχεδόν ένοχοι. Πλημμυρισμένοι από φοβικά κατάλοιπα, οι άνθρωποι συγκρούονται με κάθε τι διαφορετικό, με πρόσχημα τη διατήρηση του «σωστού». Μια ομάδα καιροσκόπων έπεισε τους ανθρώπους πως ο μοναδικός λόγος ύπαρξής τους είναι η εμπέδωση της διατήρησης των αρχών, χωρίς φυσικά να μας εξηγήσουν τι σημαίνει αρχές και ποιος τελικά θα κληθεί να λογοδοτήσει μπροστά σε αυτές τις αρχές.
Οι λέξεις έπαψαν να θυμίζουν τις έννοιές τους. Αναφερόμαστε στη λέξη «ελευθερία» δίχως να χρωματίζουμε τις εσοχές που την καθιστούν πέρα και πάνω από εμάς. Η ελευθερία δεν μπορεί να έχει μια μορφή στείρα, αφυδατωμένη και κακομοιριασμένη. Η ελευθερία έχει το χρώμα της άνοιξης και τη μυρωδιά του καλοκαιριού, έχει τη δύναμη του μόχθου και τη θέληση της ανυπακοής, έχει την ευχαρίστηση της μοιρασιάς και τη μοναχικότητα του συνόλου, έχει την αγάπη για το ωραίο και την τάση να ανθίζει σε δύσκολους καιρούς, έχει την υπομονή της παρατηρητικότητας και τη σιωπή της συντροφικότητας. Κάθε βήμα προς την ελευθερία ισοδυναμεί με ένα άλμα προς την αναρχία.
Πόσο λογικό είναι να βλέπουμε την ασυδοσία και να μην αντιδρούμε; Πόσο λογικό είναι να ξέρουμε πως δολοφονούνται άνθρωποι και να μην εξοργιζόμαστε; Ή πόσο λογικό είναι να δουλεύουμε χωρίς να απολαμβάνουμε ούτε καν τα βασικά; Οικογένειά μας είναι όλος ο κόσμος. Αδέρφια μας είναι όλοι και όλες από εμάς που καταφέρνουμε να σηκωθούμε στα πόδια μας και παλεύουμε να καταργήσουμε τις ταμπέλες που μας κολλάνε για να μας εντάξουν οπωσδήποτε κάπου. Δεν υπάρχουν ελαφρυντικά για την κακή ποιότητα ζωής ή το διασυρμό όσων αρνούνται να ταυτιστούν με το ομοιόμορφο ή να ακολουθήσουν μια τυφλή από μίσος μάζα. Όταν μισείς τον έρωτα και την ελευθερία, δεν είσαι σε θέση να μιλάς ή να δίνεις συμβουλές για τον έρωτα και την ελευθερία. Όταν μισείς τη φύση, δεν είσαι σε θέση να αποκαλείσαι φυσιολάτρης. Όταν γεμίζεις υλικά τη ζωή σου στερώντας τα από κάποιον άλλο, δεν είσαι σε θέση να μιλάς για αλληλεγγύη. Όταν αδυνατείς να αντιληφθείς πως είμαστε περαστικοί και φέρεσαι μνησίκακα, δεν είσαι σε θέση να επικαλείσαι την ευσπλαχνία των θεών. Όταν ξεπουλάς τα όνειρά σου στο κράτος εξαγοράζοντας ευκολίες, δεν έχεις το δικαίωμα να αποκαλείσαι ανεξάρτητος. Όταν γυρίζεις το βλέμμα από την άλλη και βλέπεις μόνο όσα σου δείχνουν, τότε, σίγουρα δεν μπορείς να κατηγορείς τους άλλους για μεροληψία και αδιαφορία. Όταν δολοφονείς συνειδήσεις και φέρεσαι σαν δικτάτορας, δεν είσαι σε θέση να απαιτείς σεβασμό. Αδικούμε τον εαυτό μας και κατ’ επέκταση τη φύση μας όσο δεν εντρυφούμε στην απλότητα και στη νοημοσύνη της έλξης και της απώθησης από κάθε τι που μας ευχαριστεί ή δυσαρεστεί.
Η ζωή δεν είναι κακοποιός για να φυλάσσεται όλο το εικοσιτετράωρο, ούτε υπάλληλος που περιμένει την πολυπόθητη άδεια για να ξεκουραστεί και να καλύψει το κενό του χρόνου που πέρασε. Στη ζωή, όπως και στην ποίηση, δεν υπάρχουν κανόνες. Η ζωή δεν είναι ούτε καλή, ούτε κακή, είναι αυτή που είναι: οφείλουμε τουλάχιστον να την εξερευνήσουμε και να την απολαύσουμε.
«Πρώτα να είσαι ελεύθερος και μετά να ζητήσεις την ελευθερία», Φερνάντο Πεσσόα.
ophelia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)