Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Γιατί δεν μπορούμε να φανταστούμε το θάνατό μας; (2)


Περίεργα αθάνατος
Το πρόβλημα ισχύει ακόμα και σε εκείνους που ισχυρίζονται ότι δεν πιστεύουν στη μεταθανάτια ζωή. Όπως έγραψε ο φιλόσοφος και ιδρυτής του Κέντρου για τον Νατουραλισμό (Center for Naturalism) Thomas W. Clark σε άρθρο του για το περιοδικό Humanist το 1994: Εδώ… είναι το πώς βλέπουμε το όλο ζήτημα:


Όταν πεθαίνουμε, αυτό που έπεται είναι το τίποτα. Ο θάνατος είναι μια άβυσσος, μια μαύρη τρύπα, το τέλος της εμπειρίας. Είναι μια αιώνια ανυπαρξία, η οριστική εξάλειψη της ύπαρξης.

Κι εδώ, σε ένα καρυδότσουφλο, βρίσκεται το λάθος που περιλαμβάνεται στη θέαση αυτή: το ότι την αφαίρεση της ανυπαρξίας, την κάνουμε μια θετική κατάσταση ή ποιότητα (για παράδειγμα, αυτή της “μαυρότητας”) και μετά τοποθετούμε το άτομο μέσα σ” αυτήν μετά τον θάνατο, έτσι ώστε με κάποιον τρόπο να πέσουμε στην ανυπαρξία και να παραμείνουμε εκεί αιώνια.

Λάβετε υπόψη το κάπως μακάβριο γεγονός, πως ποτέ δε θα μάθετε ότι είσαστε πεθαμένος. Μπορεί να νιώσετε τον εαυτό σας να γλιστράει μακριά, αλλά δεν μοιάζει σαν να πρόκειται να υπάρχει ένα “εγώ” εκεί γύρω που θα έχει τη δυνατότητα να εξακριβώσει όλα όσα συμβαίνουν με την ανυπαρξία σας.

Ας υπενθυμίσουμε εδώ, πως χρειάζεται ένας εν λειτουργία εγκεφαλικός φλοιός για να φιλοξενήσει οποιουδήποτε είδους γνωσιακή διαδικασία, συμπεριλαμβανομένου και του γεγονότος ότι έχετε πεθάνει και εφόσον θα έχετε πεθάνει ο φυσικός σας εγκέφαλος δεν μπορεί να παράγει τίποτε.

Σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε το 2007 στο περιοδικό Synthese, ο φιλόσοφος του Πανεπιστημίου της Αριζόνα, Shaun Nichols το έθεσε κάπως έτσι: Όταν προσπαθώ να φανταστώ την ατομική μου μη ύπαρξη πρέπει να φανταστώ πως αντιλαμβάνομαι ή γνωρίζω για τη μη ύπαρξή μου.

Καθόλου περίεργο το ότι εδώ υπάρχει ένα πρόσκομμα! Αυτή η παρατήρηση ίσως να μην ακούγεται σαν κάποια μεγάλη αποκάλυψη, αλλά ίσως αυτό ισχύει για όποιον δεν έχει σκεφτεί τι πραγματικά σημαίνει, το οποίο είναι πως η θνητότητα του καθενός από εμάς είναι ένα γεγονός που αναφέρεται και αφορά σε πρώτο πρόσωπο, είναι δηλαδή ένα συμβάν που αφορά στο υποκείμενο.

Αυτό είναι το πρόσκομμα που έκανε τον συγγραφέα Wolfgang von Goethe να σημειώσει, όπως λέγεται, ότι καθένας κουβαλάει την απόδειξη της δικής του αθανασίας μέσα στον εαυτό του. Ακόμα και όταν θέλουμε να πιστέψουμε ότι ο νους μας τελειώνει με τον θάνατο, είναι πραγματικά δύσκολο να το σκεφτούμε με αυτόν τον τρόπο. Μια έρευνα που δημοσίευσε ο συγγραφέας του παρόντος άρθρου (Jesse Bering) το 2002 στο περιοδικό “Journal of Cognition and Culture” (Περιοδικό για τη Νόηση και τον Πολιτισμό) αποκαλύπτει ότι η ψευδαίσθηση της αθανασίας λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό στους νόες των προπτυχιακών φοιτητών που ρωτήθηκαν μια σειρά από ερωτήσεις αναφορικά με τα ψυχολογικά χαρίσματα ενός πεθαμένου ατόμου.

Ο Richard, είπε ο Jesse Bering στους φοιτητές, σκοτώθηκε ακαριαία όταν το όχημά του σφηνώθηκε σε έναν στύλο. Οι συμμετέχοντες διάβασαν μια διήγηση που αφορούσε τη νοητική κατάσταση του Richard ακριβώς πριν γίνει το ατύχημα και στη συνέχεια ρωτήθηκαν για το εάν ο άντρας, τώρα που ήταν νεκρός, διατηρούσε την δυνατότητα να βιώνει νοητικές καταστάσεις.

Εξακολουθεί ο Richard να σκέφτεται τη γυναίκα του; ρώτησε τους φοιτητές. Εξακολουθεί να νιώθει τη γεύση της μέντας που έτρωγε ακριβώς λίγο πριν πεθάνει; Θέλει να είναι ζωντανός; Τα βλέμματα που εισέπραξε ο ερευνητής ήταν περίεργα, εφόσον προφανώς δεν είναι πολλοί οι άνθρωποι που σταματούν για να σκεφτούν αν οι ψυχές σιχαίνονται τις άσχημες γεύσεις, αν νιώθουν πόθο ή αν παθαίνουν πονοκέφαλο.

Ωστόσο, οι περισσότεροι έδωσαν απαντήσεις που είναι ενδεικτικές της πεποίθησης και δικαιολόγησης για ψυχολογική συνέχεια, στις οποίες φαντάστηκαν τον νου του Richard να εξακολουθεί να λειτουργεί παρά τον θάνατό του. Το εύρημα αυτό δεν προκάλεσε ιδιαίτερη έκπληξη δεδομένου ότι, σε μια ξεχωριστή κλίμακα, οι περισσότεροι συμμετέχοντες έθεσαν τον εαυτό τους στην κατηγορία αυτών που έχουν πίστη για κάποιου είδους μεταθανάτιο ζωή.

Αυτό όμως που ήταν εντυπωσιακό ήταν το ότι πολλοί συμμετέχοντες που είχαν ταυτοποιήσει τους εαυτούς τους ως έχοντες “εξαλειπτικές” πεποιθήσεις (είχανε σημειώσει το κουτάκι που έγραφε Αυτό που πιστεύουμε ως “η ψυχή” ή η συνειδητή προσωπικότητα ενός ατόμου, παύει οριστικά όταν το σώμα πεθαίνει) περιστασιακά έδωσαν απαντήσεις που ήταν σύμφωνες με την ψυχολογική συνέχεια.

Το τριάντα τρία τοις εκατό των απαντήσεων των οπαδών του εξαλειπτικού υλισμού πρόδωσε τις κρυμμένες τους δικαιολογήσεις για το ότι τα συναισθήματα και οι επιθυμίες επιβιώνουν μετά τον θάνατο.

Ένα ακόμα τριάντα έξι τοις εκατό από τις απαντήσεις τους που δικαιολογούσε την ψυχολογική συνέχεια, σχετιζόταν με νοητικές καταστάσεις αναφορικά με τη γνώση, όπως η ικανότητα για μνήμες, πεποιθήσεις ή γνώσεις. Ένας ιδιαίτερα παθιασμένος θιασώτης του εξαλειπτικού υλισμού σκέφτηκε πως όλες οι ερωτήσεις ήταν γελοίες, το ίδιο και εκείνος που τις έθεσε.

Ωστόσο, τόνισε ότι και βέβαια ο Richard γνωρίζει ότι έχει πεθάνει γιατί δεν υπάρχει μεταθανάτια ζωή και ο Richard το συνειδητοποίησε με τον θάνατό του.

Γιατί είναι λοιπόν τόσο δύσκολο να συλλάβουμε την ανυπαρξία; Σύμφωνα με τη γνώμη του συγγραφέα, που την ονομάζει “υπόθεση της περιορισμένης προσομοίωσης” (simulation constraint hypothesis), στην προσπάθειά μας να φανταστούμε πως είναι το να είμαστε πεθαμένοι επικαλούμαστε το υπόβαθρο που έχουμε από τα συνειδητά βιώματά μας, γιατί έτσι προσεγγίζουμε τα περισσότερα νοητικά πειράματα.

Αλλά ο θάνατος δεν μοιάζει με τίποτε από όσα έχουμε ποτέ βιώσει. Γιατί ποτέ δεν έχουμε υπάρξει συνειδητά χωρίς συνείδηση, ακόμα και οι καλύτερες προσομοιώσεις που κάνουμε για την πραγματική ανυπαρξία δεν είναι αρκετά καλές. Ακόμα και για όσους δεν πιστεύουν στη μεταθανάτια ζωή, μοιάζει σα να κοιτάνε σε ένα δωμάτιο γεμάτο με καθρέφτες, αλλά αντί να γίνονται μάρτυρες ενός οπτικού τρυκ, έρχονται αντιμέτωποι με νοητικές αντηχήσεις της υποκειμενικής εμπειρίας.

Στην ομιλία του ισπανού φιλόσοφου Miguel de Unamuno το 1913 με τίτλο “Η τραγική Έννοια της Ζωής” (The Tragic Sense of Life), μπορεί κανείς σχεδόν να δει τον συγγραφέα να τραβάει τα μαλλιά του με προσήλωση σ” αυτό ακριβώς το γεγονός. Προσπάθησε να νιώσεις τη συνείδησή σου με την αναπαράσταση της μη συνείδησης, γράφει, και θα αντιληφθείς το πόσο απίθανο είναι αυτό.

Η προσπάθεια να κατανοήσεις κάτι τέτοιο προκαλεί την πιο ζαλιστική ναυτία. Ίσως απαντήσετε, για στάσου. Μήπως ο Unamuno ξεχνάει κάτι; Σίγουρα έχουμε εμπειρία της ανυπαρξίας. Κάθε νύχτα, όταν βρισκόμαστε σε ύπνο δίχως όνειρα. Αλλά θα κάνατε λάθος σ” αυτήν την υπόθεση.

Ο Thomas W. Clark το θέτει κάπως έτσι: Μπορεί περιστασιακά να έχουμε την εντύπωση του ότι βιώνουμε ή υφιστάμεθα μια περίοδο μη συνειδητότητας, αλλά, βέβαια, αυτό είναι απίθανο. Αυτή η ανυπαρξία της συνείδησης δεν μπορεί να είναι μια πραγματικότητα που έχει βιωθεί.

Εάν η ψυχολογική αθανασία αναπαριστά τον διαισθητικό και φυσικό τρόπο για να σκεφτόμαστε για τον θάνατο, τότε πιθανότατα θα έπρεπε να περιμένουμε τα νεαρά παιδιά να είναι προδιατεθειμένα να σκέφτονται με τη λογική αυτή. Πολλά παιδιά σε μικρή ηλικία μπορεί να έχουν δει το αγαπημένο τους κατοικίδιο να έχει πεθάνει και θα το έχουν ίσως θάψει σε κάποιο σημείο στον κήπο. Μπορεί να σκέφτονται πως το ζωάκι μπορεί να σκεφτεί και καταλαβαίνει πόσο το αγαπούσανε και το ότι εξακολουθεί να υπάρχει δεν είναι κάτι που το έμαθαν από τους γονείς τους.

Ο Gerald P. Koocher, τέως πρόεδρος της Αμερικάνικης Ψυχολογικής Ένωσης (American Psychological Association APA) είχε ρωτήσει σε μια έρευνα το 1973, που δημοσιεύτηκε στο Developmental Psychology, παιδιά με ηλικία μεταξύ έξι και δεκαπέντε ετών, σχετικά με το τι συμβαίνει όταν κάποιος πεθαίνει. Πολλές από τις απαντήσεις που πήρε βασιζόντουσαν στις καθημερινές εμπειρίες για να περιγράψουν τον θάνατο, με αναφορές στον ύπνο, στην αίσθηση γαλήνης, ή απλά στο να είναι κάποιος πολύ ζαλισμένος.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)