"Με το λαό μου έκανα μια συμφωνία: Εκείνος θα λέει ό,τι θέλει κι εγώ θα κάνω ό,τι θέλω".
Φρειδερίκος Β´ ο Μέγας
Αυτοκράτωρ της Πρωσίας (1740-1786)
"Είναι ωραίο πράγμα να διοικείς, ακόμα κι αν πρόκειται μόνο για ένα κοπάδι πρόβατα".
Μιγκέλ Θερβάντες
Εδώ η κοινοτυπία δεν είναι άλλη παρά η αναγόρευση των επουσιωδών παραγόντων ή στοιχείων σε πρωτεύοντα συστατικά μιας κατάστασης συνήθως προβληματικής. Με τον ίδιο τρόπο οι εκλογικές «νίκες» φουσκώνουν, μεγεθύνονται για να αποδειχθεί περίτρανα ότι ο πολιτικός «αντίπαλος» κατατροπώθηκε, παροπλίστηκε και τελικά εξουδετερώθηκε μέχρι νεωτέρας. Στην ουσία, το μόνο που επιδεικνύεται εκ μέρους των ποικιλώνυμων εξουσιαστών, είναι η εύκολη «νίκη» επί του πραγματικού, καθώς δεν ασχολούνται με τα γεγονότα, έστω προσχηματικά, αλλά με το πώς θα ενδυναμώσουν την συνολική τους θέση πείθοντας τους εξουσιαζόμενους ή εξασφαλίζοντας τουλάχιστον την ανοχή τους.
Αλλά και οι «μικρότεροι» παίκτες πανηγυρίζουν για την επιτυχημένη είσοδό τους στον λεγόμενο κοινοβουλευτικό στίβο, καθώς μ’ αυτό τον τρόπο εξασφαλίζουν μερίδιο της εξουσιαστικής πίττας, μικρό μεν, ίσως συγκυριακό, υπαρκτό δε, και επομένως υπολογίσιμο. «Νικητές» και «ηττημένοι», βέβαια, δεν διαφέρουν στο ελάχιστο, όσον αφορά την βασική τους στόχευση, που είναι η συντήρηση και αναπαραγωγή των συνθηκών επιβολής της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης.
Μικρή σημασία, λοιπόν, έχουν οι μικροδιαφορές ανάμεσα στα διαχειριστικά μοντέλα, αφού σε κάθε περίπτωση το ουσιαστικό ζήτημα παραμένει η κρατική επιβολή και όχι οι κατά καιρούς επιδιορθώσεις, οι οποίες πολλές φορές εμφανίζονται ως «ριζοσπαστικές» και εναλλακτικές «εξω»-συστημικές προτάσεις, που θα διορθώσουν τα «κακώς κείμενα». Ισχυρίζονται, λόγου χάριν, προεκλογικά ορισμένοι πονηροί και μάλιστα στο όνομα της «αναρχίας», ότι «είναι θεμιτό να ψηφίσουμε τώρα που δεν διαθέτουμε τις δυνάμεις να ανατρέψουμε το σύστημα, μπορούμε δηλαδή να έχουμε μια τακτική εμπλοκή με τις εκλογές χωρίς κάτι τέτοιο να αλλοιώνει τις ιδέες μας, χωρίς να έχουμε αυταπάτες, μπορούμε να έχουμε εμπλοκή με τους μηχανισμούς του ίδιου του συστήματος, που σκοπεύουμε να διαλύσουμε».
Είναι προφανές, ότι οι υποστηρικτές της συμμετοχής στις εκλογές, δεν αγωνίζονται για την αναρχία, όχι μόνον λόγω της εμφανούς υιοθέτησης της μαρξιστικής θεωρίας των σταδίων, αλλά και για έναν ακόμη απλό λόγο. «Μπορούμε», διατείνονται, «να ψηφίσουμε τώρα, και μετά να αυτοοργανωθούμε» και επίσης, «Με την ψηφοφορία, δεν λέμε ότι υποστηρίζουμε πλήρως ένα συγκεκριμένο κόμμα ή άτομο, αλλά μάλλον, χρησιμοποιούμε την ψήφο μας για να εκφράσουμε μια προτίμηση μεταξύ των διαθέσιμων επιλογών».
Δηλαδή «ολίγον έγκυος»… Η πολιτική κουτοπονηριά σ’ όλο της το μεγαλείο. Ισχυρίζονται, λοιπόν, οι κινηματικοί τελάληδες της συμμετοχής στις εκλογές, ότι δεν στηρίζουν πλήρως με την ψήφο τους ένα κόμμα ή ένα πρόσωπο, ή ότι η τακτική τους αυτή έχει «στιγμιαία» αποτελέσματα που δεν επηρεάζουν τις υποτιθέμενες αντιεξουσιαστικές αξίες και αρχές τους.
Ψεύδονται συνειδητά και ασύστολα πιστεύοντας, ότι απευθύνονται σε αφελείς ή και σε ηλίθιους. Κάθε ψήφος ενδυναμώνει το συγκεκριμένο κόμμα, που την λαμβάνει και τους εξουσιαστές στο σύνολό τους. Και πως αλλιώς θα μπορούσαν να ήταν τα πράγματα, αφού αυτό, ακριβώς, είναι το ζητούμενο για τους θιασώτες της δημοκρατίας σε κάθε εκλογική διαδικασία. Να εμπλακούν όλο και περισσότεροι άνθρωποι, να εξασφαλιστεί άλλοθι για τα δεινά που θα ακολουθήσουν, να εξασφαλιστεί η συνενοχή και η συνυπευθυνότητα για τα κρατικά εγκλήματα, τα προηγούμενα, τα τωρινά και επόμενα και εν τέλει να επέλθει η κοινωνική αδρανοποίηση.
Δεν είναι τυχαίο, ότι οι αποτυχημένοι προπαγανδιστές των παραπάνω εκλογικών προταγμάτων πρακτορεύουν κομματικά συμφέρονται ανώνυμα, δίχως να δημοσιοποιούν τ’ όνομα της ομάδας ή της συλλογικότητας, στην οποία ανήκουν.
Μα, θα αναρωτηθεί κάποιος, αφού είναι περήφανοι για τις απόψεις τους, γιατί κρύβονται; Πρώτον για να ψαρεύουν σε θολά νερά και δεύτερον, γιατί, όπως έγραφε ο Λένιν, τον οποίο προφανώς οι ίδιοι θαυμάζουν, «η υποκρισία στην πολιτική είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας». Η συμμετοχή στις εκλογές δεν μπορεί να εκληφθεί σε καμία περίπτωση ως «ουδέτερη πράξη». Δεν χρειάζεται πολύ μυαλό για να κατανοήσει κάποιος, ότι στην πολιτική οποιαδήποτε στήριξη παρέχεται μέσω ανταλλαγμάτων και μόνο. Τα παραδείγματα είναι ουκ ολίγα, αλλά δεν σκοπεύουμε να αναφερθούμε περαιτέρω μ’ αφορμή το συγκεκριμένο κείμενο.
Όπως περιγράψαμε στην ανακοίνωσή μας για τις εκλογές της 21ης Μαΐου, «Η «νέα κανονικότητα» στο πολιτικό σύστημα, εν αναμονή των επαναληπτικών εκλογών της 25ης Ιουνίου, φαίνεται να προκύπτει, τελικά, από ένα διαρκώς επανακουρδισμένο σύστημα αντικατάστασης φθαρμένων πολιτικών «υλικών», το οποίο εδώ και πάνω από μια δεκαετία δοκιμάζει, χρησιμοποιεί για λίγο ή περισσότερο τα απαραίτητα «ανταλλακτικά» για να διορθώσει την «βλάβη». Μια «βλάβη» που φάνταζε ικανή να τα τινάξει όλα στον αέρα, έστω και για μια «στιγμή» […] Οι επαναλαμβανόμενες «κρίσεις» έκτοτε, αλλά και η «εκτόνωσή» τους, ήταν αναμενόμενο ότι θα συνδέονταν, αργά ή γρήγορα, με την «νέα κανονικότητα». Αυτό το αφήγημα υπηρέτησαν όλοι τους. Βάσει αυτού του αφηγήματος διαφεντεύει ο «παντοδύναμος» Κυριάκος Μητσοτάκης. Αυτό το αφήγημα υπέγραψε με χέρια και με πόδια ο «πατερούλης» της αριστεράς Τσίπρας…».
Παρ’ όλα αυτά, καμώνονται ο Τσίπρας, ο κατά δήλωσή του πρώτος αριστερός πρωθυπουργός στην Ελλάδα, και το υπόλοιπο αριστερό σινάφι, ότι δεν θυμούνται την ομολογία του Πάνου Καμμένου του συγκυβερνήτη της πρώτης φορά αριστερής κυβέρνησης περί κατοχικής κυβέρνησης των Συ.ριζ.α.-Αν.ελ.
Ή μήπως αυτά είναι ψιλά γράμματα;
Καμώνονται, ακόμη, ότι δεν θυμούνται, ότι το τρίτο και χειρότερο μνημόνιο που επέβαλλε η «εθνοσωτήριος» αριστερή κυβέρνηση ψηφίστηκε με 270 ψήφους, ενοποιώντας μ’ αυτόν τον τρόπο τις πολιτικές δυνάμεις με μοναδικό τρόπο. Όπως γράφαμε ήδη από το 2012, «η πριμοδότηση της Αριστεράς από τα κέντρα εξουσίας, έχει σκοπό να εξασφαλίσει την ανοχή των σύγχρονων σκλάβων μέσα από ψευδαισθήσεις και υποσχέσεις, απειλές και τρομοκρατία, μικροπαροχές και αφαίρεση κάθε μορφής αντίδρασης, με την εναλλαγή του μαστιγίου με το καρότο. Η αριστερά ήταν πάντοτε βουτηγμένη ως το λαιμό στο βούρκο του κρατισμού και συνιστά το κατ’ εξοχήν μέσο εξαπάτησης των ανθρώπων. Αυτοί άλλωστε, δεν είναι που ξελαρυγγιάζονταν για την Ευρώπη των λαών και την ευημερία που θα υπήρχε, αφ’ ότου θα έμπαινε το κράτος στην Ευρώπη;».
Για μιαν ακόμη φορά, όταν το πολιτικό σύστημα «λοξοδρόμησε», η αριστερά ήταν «εκεί» και λειτούργησε ως ο αναντικατάστατος μηχανισμός (πολιτικό-ιδεολογικός) παραγωγής συναίνεσης και σταθεροποίησης. Αυτή ήταν …«αριστερή εκτροπή» και τίποτε περισσότερο, αυτή ήταν η …«μετάλλαξη» σε «κόμμα του κράτους».
Το «κακό παιδί» του συστήματος τα κατάφερε μια χαρά, γι’ αυτό ο Τσίπρας κατά την αποχώρησή του από την ηγεσία του Συ.ριζ.α., δηλώνει περήφανος και δημιουργικός. Αντικατέστησε μια φθαρμένη κυβέρνηση (Σαμαράς) και ηγούμενος μιας θλιβερής αριστεροδεξιάς κομπανίας και μέσω του γνωστού δημοψηφίσματος (που προπαγάνδιζαν τα γνωστά κινηματικά κολλητήρια του Σ.υριζ.α.) κατοχύρωσε τα εγκληματικά μνημονιακά μέτρα, που είχε ήδη συμφωνήσει με τους τροϊκανούς, ζητώντας από το κόσμο, όπως λέγαμε τότε, όχι μόνο να περάσει μόνος του την θηλιά στο λαιμό, αλλά να κλωτσήσει και το σκαμνάκι.
Έτσι, εύκολα και αναίμακτα, δόθηκαν όλα όσα ζητούσαν οι τοκογλύφοι δανειστές, ήδη από το 2010, με τον Συ.ριζ.α. να προσφέρει τα καλύτερα διαπιστευτήρια στους «εταίρους», δίνοντας περισσότερα και από τους λεγόμενους παραδοσιακούς ντόπιους υπηρέτες της ευρωπαϊκής κυριαρχίας, και των μεγάλων αφεντικών του ΔΝΤ. Δεν ξεχνάμε, φυσικά, και τις «πλάτες», που έβαλαν τόσο το ΚΚΕ, όσο και η Χρυσή Αυγή, που υποστήριζαν αμφότεροι, ότι η απομάκρυνση από το ευρώ δεν ήταν δυνατή στις «παρούσες συνθήκες».
Η αριστερή σκηνοθεσία, πράγματι, άφησε άναυδους και τους πλέον μυημένους. Και τι δεν συμπεριελάμβανε! Άρες μάρες κουκουνάρες, για «περήφανες διαπραγματεύσεις», για «παράλληλα προγράμματα», για «κουρέματα χρέους», λεονταρισμούς για να χορτάσει το αριστεροδεξιό πόπολο, «αγριάδες» του τύπου, «κυρά Μέρκελ go home», υποσχέσεις για σκίσιμο των μνημονίων «μ’ ένα άρθρο και ένα νόμο»… Και μετά ήρθε η παραδοχή για την ανάγκη «ωρίμανσης» και ακολούθησαν οι ύμνοι για τον «υπάκουο» και «παραγωγικό» Συ.ριζ.α. και οι αγκαλιές με την «κυρά Μέρκελ» και τον Τραμπ, του οποίου, σύμφωνα με τον Τσίπρα, «η προσέγγιση στα πράγματα και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει την πολιτική ορισμένες φορές μπορεί να μοιάζει διαβολικός, αλλά γίνεται για καλό»…
Και έτσι, μ’ αυτά και μ’ αυτά, «καλόμαθε η γριά στα σύκα»!
Σύμφωνα με τον περιβόητο Γάλλο υπουργό Εξωτερικών Ταλεϋράνδο (1754-1838), «Κανένας αποχαιρετισμός στον κόσμο δεν είναι τόσο βαρύς, όσο ο αποχαιρετισμός της δύναμης της εξουσίας». Λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές της 25ης Ιουνίου, στις οποίες τα εκλογικά αποτελέσματα του Συ.ριζ.α. «βυθίστηκαν» ακόμη περισσότερο (με ποσοστό 17,9 όσων ψήφισαν), ο Τσίπρας επέμενε κατά την διάρκεια ομιλίας του στην Πάτρα, ότι ο Συ.ριζ.α. παραμένει κόμμα εξουσίας: «Με τη δική σας στήριξη θα ξανακάνουμε τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΠΣ και τη προοδευτική παράταξη, κυβερνώσα δύναμη ξανά […] Είναι και θα παραμείνει κόμμα εξουσίας. Ούτε κόμμα διαμαρτυρίας. Ούτε και συμπλήρωμα σε κυβερνήσεις της Δεξιάς».
Τρεις ημέρες αργότερα, ο Τσίπρας παραιτείται από πρόεδρος του Συ.ριζ.α..
Όπως έχουμε επισημάνει, είναι λανθασμένη κατά την γνώμη μας η πεποίθηση, ότι η πρόβλεψη κάποιων γεγονότων είναι και η εξήγησή τους. Ταυτόχρονα ένα απρόβλεπτο γεγονός μπορεί και αφήνει πάντα ανοικτές πολλές επιλογές και κατ’ επέκταση αναδεικνύει μια νέα σειρά από αιτίες και αποτελέσματα. Ας προχωρήσουμε, όμως, σε ορισμένες απαραίτητες παρατηρήσεις σχετικά με την «νέα κανονικότητα», την «παντοδυναμία» Μητσοτάκη, και το «νέο» κοινοβουλευτικό σκηνικό.
Από τα πρώτα χρόνια της μνημονιακής «κρίσης», τότε που το «καράβι» έπλεε «ακυβέρνητο», κυρίως συνταγματολόγοι, αλλά και πολιτικοί και δημοσιογράφοι, επεξεργάζονταν με διεξοδικό τρόπο τα «δεδομένα» που προέκυπταν από το λεγόμενο τέλος του παραδοσιακού διπολικού συστήματος και βέβαια τις «εναλλακτικές».
Το αρχικό (ρητορικό) ερώτημα ήταν το εξής: «Είναι αντιθεσμικό και αντισυνταγματικό να κυβερνάει συνεχώς η εκτελεστική εξουσία (κυβέρνηση) με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου παραγκωνίζοντας το κοινοβούλιο, καθώς το Σύνταγμα (άρθρο 44 παρ. 1) επιτρέπει την έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης»;
Θα θυμίσουμε σε όσους έχουν ασθενή μνήμη, ότι εκείνα τα πρώτα μνημονιακά χρόνια και συγκεκριμένα από το 2010 μέχρι τα τέλη του 2014, είχαν υπογραφεί 38 Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, ο Συ.ριζ.α. υποστήριζε, ότι το γεγονός αυτό ήταν ακλόνητη ένδειξη ότι είχαμε «χούντα με κοινοβουλευτικό μανδύα», ενώ και ο ίδιος ο Τσίπρας τις παρομοίαζε με «βασιλικά διατάγματα».
Φυσικά, αμέσως μόλις ανέλαβε ο Τσίπρας την πρωθυπουργία έβαλε την υπογραφή του σε δυο Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, η δε επίσημη κομματική γραμμή τις παρουσίαζε πλέον ως πατριωτικό καθήκον, δικαιώνοντας τον μαρξιστή Γάλλο φιλόσοφο Alain Badiou, ο οποίος, στο σύντομο βιβλίο του «Το κακό έρχεται από πιο μακριά», υποστηρίζει ότι «αν η βασική λειτουργία ενός κράτους είναι να εξασφαλίσει ότι η μεσαία τάξη θα είναι πειθαρχημένη και υπάκουη, ο ρόλος πηγαίνει γάντι στην Αριστερά, η οποία διακρίνεται ιδιαίτερα στην διασφάλιση της πειθάρχησης».
Το δεύτερο ερώτημα συνδέεται με το πρώτο και έχει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον: «για να βγούμε από την κρίση θέλουμε θεσμούς που διευκολύνουν την εύκολη αλλαγή του status quo, όπως στην πρώτη φάση της Μεταπολίτευσης, όταν κυριαρχούσε το αίτημα για ισχυρές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες ικανές να εφαρμόσουν απερίσπαστα το λαοπρόβλητο πρόγραμμά τους ή μήπως επιδιώκουμε τη διεύρυνση της πολιτικής βάσης λήψης των αποφάσεων, επενδύοντας θεσμικά στην τόνωση των στοιχείων του συμβιβαστικού και συναινετικού κοινοβουλευτισμού και με τις δύο εκδοχές του, είτε με την επικράτηση συμμαχικών κυβερνήσεων είτε με τη ριζική αναθέσμιση των σχέσεων κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και μειοψηφίας;».
Τα ερωτήματα, λοιπόν, και οι απαντήσεις για τους όρους συγκρότησης της «νέας κανονικότητας» είχαν τεθεί προ πολλού. Η σταθεροποίηση του «συστήματος Μητσοτάκη» δεν μπορεί να εξηγηθεί από τις γελοιότητες περί «συντηρητικοποίησης» της κοινωνίας και υποχώρησης του «προοδευτικού» χώρου. Προς επίρρωσιν των παραπάνω θα θυμίσουμε, ότι η προκήρυξη νέων εκλογών τον Σεπτέμβρη του 2015, μετά το δημοψήφισμα, από τον Τσίπρα ήταν σε πλήρη γνώση και συμφωνία με την ΕΕ και το ΔΝΤ, με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Γιούνγκερ να δηλώνει χαρακτηριστικά ότι «η νέα Βουλή αναμένεται να αποτυπώσει τη διεύρυνση του κοινοβουλευτικού κύκλου, που στηρίζει το νέο πρόγραμμα. Αυτό θα επιτρέψει μια ευρεία και πρωτόγνωρη συναίνεση για ουσιαστικές αλλαγές σε όλους τους τομείς – του κράτους, της οικονομίας, της διακυβέρνησης».
Έχουμε υποστηρίξει επανειλημμένα ότι οι «κρίσεις», οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές, υγειονομικές, όχι μόνο προβλέπονται από τα κυριαρχικά κέντρα, αλλά αποτελούν πολύτιμα εργαλεία μετασχηματισμού (λόγου χάριν την 1η Μαΐου 2008 ο Thomas Mayer, διευθύνων σύμβουλος της Deutche Bank και μετέπειτα συνεργάτης του Γ. Βαρουφάκη, δήλωνε στους New York Times ότι η Ελλάδα είναι «ένα ατύχημα έτοιμο να συμβεί»).
Οι «καταστάσεις εξαίρεσης», επομένως, δεν μπορούν να ειδωθούν ως απλά «στιγμιότυπα» με πρόσκαιρες επιπτώσεις, την ίδια μάλιστα στιγμή, που κάθε λογής και προέλευσης εξουσιαστές διαβεβαιώνουν, ότι η επιστροφή στην «κανονικότητα» είναι απλά ένα όνειρο απατηλό. Γι’ αυτό και τονίζαμε σε κάθε τόνο και με κάθε αφορμή, κατά την διάρκεια της υγειονομικής «κρίσης», αλλά και αργότερα, ότι για τους αναρχικούς παραμένει αδιαπραγμάτευτη η αντιμετώπιση του κράτους σε κάθε περίπτωση, «εξαιρετική» ή μη, ότι θεωρούμε κράτος και κεφάλαιο ως τους νόμιμους βιαστές της θέλησης των ανθρώπων, και αρνούμαστε να αποδεχθούμε νόμους, θεσμούς και κάθε λογής κρατικές απαγορεύσεις, εντολές και καταναγκασμούς και τέλος ότι δεν αναγνωρίζουμε το οιοδήποτε δικαίωμα στους δυνάστες μας στ’ όνομα της «ασφάλειας», της υγειονομικής ή άλλης, να αναλαμβάνουν τα «κατάλληλα καθήκοντα», ώστε να μας «προστατέψουν».
Είχαμε εξηγήσει, μάλιστα, το αυτονόητο, ότι εάν αναγνωρίζαμε ορισμένα δικαιώματα στο κράτος, δεχόμενοι την (δήθεν) υπό όρους εξουσία του, να επιβάλλει απαγορεύσεις σε καθορισμένα ζητήματα, θα σήμαινε ότι ουσιαστικά αναγνωρίζουμε την ουσία της επιβολής. Και αν χθες αναγνωρίζαμε αυτή την εξουσία, αυτή την δικαιοδοσία, γιατί αύριο δεν θα πρέπει να αποδεχθούμε κάτι παρόμοιο, για ένα άλλο «κρίσιμο» ζήτημα, αφού κάτι τέτοιο υποτίθεται θα συνηγορεί προς το «γενικό καλό»;
Η κοινωνική εμπέδωση, λοιπόν, της «νέας κανονικότητας» ήταν, είναι και θα είναι κοινός στόχος για όλες τις εξουσιαστικές μερίδες, γι’ αυτό και δεν πείθουν τα κροκοδείλια δάκρυα όσων υπηρέτησαν την πρώτη φορά αριστερή κυβέρνηση.
Ο Μητσοτάκης θα παραμείνει πολιτικά «παντοδύναμος», εφ’ όσον συνεχίζει να καταλαμβάνει δίχως αντίπαλο και τον διευρυμένο λεγόμενο κεντρώο χώρο (αρπάζοντας θέσεις και στελέχη της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά καλύπτοντας και την δικαιωματική ατζέντα της αριστεράς, βλ. φιλο-ΛΟΑΤΚΙ πολιτικές κ.ά.) και φυσικά όσο χρειάζεται, δηλαδή όσο εξυπηρετεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο με πράξεις το κοινό σχέδιο, γιατί τα λόγια μπορεί να χτίζουν ανώγια και κατώγια, αλλά δεν φθάνουν. Η λεγόμενη ενδυνάμωση του λεγόμενου προσφάτως «ανορθολογικού τόξου» όχι μόνον δεν τον εμποδίζει αλλά αντίθετα του προσφέρει επιπλέον «χώρο».
Επομένως, ο παλιομοδίτικος κινηματικός αντιφασισμός, όχι μόνον είναι προβλέψιμος και ανώδυνος, αλλά θα αποτελεί εμφανώς και το μοναδικό δεκανίκι για την ανασυγκρότηση του ρηγμαμένου στρατοπέδου.
Και κάτι ακόμη. Ο εθνικισμός του 1930 έχει υποστεί πλήρη μεταμόρφωση, καθώς από έναν λαϊκό εθνικισμό που έδινε έμφαση σε αίμα, έδαφος, καθαρότητα, σε μια ταυτότητα συγκροτημένη από μια ιστορία που φιλοδοξούσε να αφηγηθεί το παρελθόν της φυλής, έχει μετατραπεί κυρίως σε έναν κρατικό εθνικισμό με έμφαση στην αντίθεση στην μετανάστευση, αλλά και στο εθνικό κράτος ως προστάτη του δικαίου της δημοκρατίας και εξίσου των συντάξεων και των άλλων κοινωνικών κεκτημένων. Αν όλα αυτά σας μπερδεύουν και σας θυμίζουν ταυτόχρονα και τον ορισμό του αριστερού εθνικισμού, έτσι όπως λόγου χάριν εκφράζεται από τις θέσεις και τις πράξεις του Συριζα ή και του ΚΚΕ για τα ελληνοτουρκικά, δεν φταίμε εμείς, αλλά η πραγματικότητα.
Η «νέα κανονικότητα», όμως, συμβολίζει για τους αριστερούς και δεξιούς κατασκευαστές της και την κατοχύρωση της κοινωνικής ειρήνης, την περαιτέρω κοινωνική αδρανοποίηση. Λογαριάζουν δίχως τον ξενοδόχο. Ούτε τα επιδόματα, ούτε οι μικροπαροχές, ούτε ο «καλλωπισμός» του συστήματος υγείας και εργασίας, ούτε τα υπουργεία οικογένειας και οι ψηφιακοί «παράδεισοι», που υπόσχεται το κράτος Μητσοτάκη μπορούν να κρύψουν την πραγματικότητα.
Ας μην κοιμούνται ήσυχοι. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και οι εξεγερτικές διαθέσεις, όπως έχει αποδειχθεί διαχρονικά εκφράζονται και ανθίζουν μακριά από τις βεβαιότητες της πολιτικής και των αριστερών παζαριών. Οι αναρχικοί δεν αναγνωρίζουν αφέντες και καταπιεστές, κόμματα και εκπροσώπους, μεσολαβητές και σωτήρες.
Η πρόταση για ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ, έτσι όπως εκφράστηκε με σαφήνεια, ειλικρίνεια και αγωνιστική συνέπεια από δεκάδες αναρχικές ομάδες και συλλογικότητες είναι μια σοβαρή παρακαταθήκη. Οι αναρχικοί δεν μετράμε με νούμερα την συμβολή μας στην απελευθερωτική προοπτική. Παρ’ όλα αυτά, θεωρούμε ότι η τεράστια αποχή, που έφθασε σχεδόν το 48%, είναι σε σημαντικό βαθμό αποτέλεσμα μιας γενικευμένης κοινωνικής άρνησης εκπροσώπησης από κόμματα και κομματίδια και δη αριστερά.
Γνωρίζουμε, επίσης, ότι η έλλειψη εναλλακτικών λύσεων για την εξουσία συνολικότερα, όχι μόνον δεν πιστοποιεί την «παντοδυναμία» των τωρινών διαχειριστών των κρατικών υποθέσεων, αλλά αντίθετα αποδυναμώνει συνολικά την εξουσία. Από την πλευρά μας, όμως, θα τονίσουμε ότι η εξουσία ασφαλίζεται και δεν κινδυνεύει, όταν η στροφή στην μερικότητα επικρατεί έναντι της συνολικής εναντίωσης, με λόγο και πράξη, στους κρατικούς σχεδιασμούς.
Έχουμε κάθε λόγο να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν…
30-6-2023,
Συσπείρωση Αναρχικών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)