Μια τέτοια καυτή μέρα πέφταμε με τα μούτρα στα καρπούζια, για να σβήσουμε τη δίψα μας, γιατί δεν υπήρχε δροσερό νερό, δεν θυμάμαι ψυγεία εκείνα τα χρόνια, τα μόνα δροσερά ήταν τα καρπούζια, που ήταν μια ολόκληρη αποθήκη και, όπως ανοίγει κανείς την πόρτα του ψυγείου για να δροσιστεί, εμείς ανοίγαμε την πόρτα της αποθήκης. Τα καρπούζια, μπάλες σκουροπράσινες κι ανοιχτοπράσινες, στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο στη γωνία σχημάτιζαν ένα τεράστιο κώνο και ήταν πάντα δροσερά.
Πώς δεν ζεσταίνονταν ακουμπώντας μεταξύ τους; Έπαιρνα τότε φόρα και βουτούσα σ’ αυτή την καρπουζοθάλασσα, τα έπαιρνα ένα ένα, τ’ αγκάλιαζα, τα χάιδευα, τα χτυπούσα, όπως χτυπάει κανείς με το δάχτυλο την πόρτα, για να μην εισβάλει αδιάκριτα, και ανάλογα με τον θόρυβο που έκαναν, διάλεγα ένα, να το ανοίξω, με κάποια συστολή πάντα, γιατί μόλις έπαιρνα το ένα στην αγκαλιά μου, αποχαιρετούσε τo διπλανό του, που στο μεταξύ είχαν αναπτύξει σχέση φιλίας, αν δεν ήταν συγγενείς κιόλας, οικογένεια ίσως. Με μιας τότε ένιωθα να ευθύνομαι για τέτοιους χωρισμούς, άφηνα τρυφερά το καρπούζι στη θέση του μουδιασμένη και πήγαινα στην άκρη του σωρού, να βρω κάποιο μοναχικό, που δεν θα ανήκει σε οικογένεια, σε μεγάλο κύκλο φίλων, για να είναι η απώλεια μικρότερη για τους άλλους.
Με όλες αυτές τις ανθρωπόμορφες διαστάσεις όμως που έπαιρναν τα καρπούζια, καταλάγιαζε πια και η δίψα μου και ήμουν πολύ επιφυλακτική και για την εκτέλεσή τους, τον τρόπο που θα αφαιρούσα τη ζωή τους. Άφηνα τότε τον σουγιά στην άκρη, έπαιρνα το καρπούζι και το σήκωνα ψηλά και μετά το πετούσα κάτω, όχι με φόρα, αλλά σιγά σιγά, κι αυτό ήταν ένα παρατεταμένο μαρτύριο και για τους δυο μας, γιατί με το απαλό πέσιμο δεν έσκαγε, απλώς τραυματιζόταν, η πράσινη επιδερμίδα του πάθαινε μώλωπες, γδέρνονταν, κι εγώ υπέφερα, κατέβαινε τότε το σάλιο μου απ’ την ενοχή κι έσβηνε και η δίψα μου κι έλεγα, μα δε διψώ, γιατί ήρθα να αφαιρέσω τη ζωή ενός κατάγερου καρπουζιού.
Κι όταν επιτέλους έσκαγε, ανόρεχτα έχωνα τα δάχτυλά μου και έκοβα κομμάτια της καρδιάς του -τα μόνα που δεν είχαν τραυματιστεί- και τα έτρωγα θλιμμένα, σαν να κατέβαζα κόλλυβα και άφηνα μετά το καρπούζι στην άκρη της αποθήκης, νεκρό απ’ τα τραύματά του και με βγαλμένη την καρδιά του. Το υπόλοιπο σώμα παραδίδονταν στις μύγες που βουτούσαν με βουλιμία τη μουσούδα τους στα ζουμιά του και στον καρπό του, και ό, τι περίσσευε κι απ’ τις μύγες παραδίδονταν στις κότες, που ήταν και πιο λαίμαργες κι από τις μύγες και δεν άφηναν ίχνος κόκκινου καρπού.
Στο τέλος έμεναν μόνο οι φλούδες τους διάσπαρτες στην αυλή, άδειες και στεγνές, αποξηραμένες σχεδόν απ’ τον ήλιο, κατασκονισμένες απ’ το πήγαινε έλα από κοτίσιο στόμα σε κοτίσιο στόμα, έμεναν εκεί άταφες σαν τα κόκκαλα ζωντανού που κατασπαράχτηκε. Εσύ δεν ήσουν ένα τέτοιο καρπούζι, ήσουν μια καρπουζοφέτα, τεράστια και κατακόκκινη από εκείνες που προβάλουν επιδεικτικά την ερυθρότητά τους στις βιτρίνες εστιατορίων, δίπλα στα χλωμά πεπόνια, και με αυτοπεποίθηση περιμένουν να επιλέξουν αυτές ως επιδόρπιο. Μια τέτοια φρεσκοκομμένη, λαχταριστή φέτα ήσουν κι εγώ μια λαίμαργη, διψασμένη μύγα που έπεσα με τα μούτρα πάνω σου, κι ένα χέρι έτρεξε, άρπαξε το αεροζόλ και με περιέλουσε στο δηλητήριο, κι έτσι με τη μούρη μου βουτηγμένη μέσα σου, σαν να φιλιόμασταν βαθιά με τις ώρες, έσβησα μέσα στο πάθος μου. Και ξύπνησα, όχι απ’ την ταραχή του θανάτου μου, αλλά απ’ τον πόνο, ότι αφανίστηκες κι εσύ μαζί μου. Δηλητηριάστηκες. Κι έτσι δηλητηριασμένος δεν θα σ’ αγγίξει ποτέ κανείς, έσβησες για πάντα εξ αιτίας μου, όπως και τα καρπούζια κάποτε, κι ανέβηκε ένας κόμπος στο λαιμό μου απ’ την ώρα που ξύπνησα, που δεν μπορώ πια να καταπιώ.
Αυτή η αγάπη, αυτός ο έρωτας είναι πια ένας κόμπος στο λαιμό.
Ευσταθία Ματζαρίδου
artinews
Μπράβο για το άρθρο.
ΑπάντησηΔιαγραφή