Μια πόλη χτίζεται πάνω σ’ άλλη νεκρή πόλη, που κι αυτή χτίστηκε πάνω σε μια άλλη νεκρή. Με τις πόλεις συμβαίνει να μπορούν να ζήσουν πάνω στο θάνατο των άλλων. Έτσι, βγάζουν ρίζες και φυτρώνουν, προσπαθώντας να φτάσουν στον ουρανό. Νεκροζωούν, λοιπόν, παίρνοντας την τροφή τους από το παρελθόν του πολιτισμού. Και μέσα εκεί βρίσκεται η ουσία της ζωής τους. Τα φώτα σήμερα μας βοηθούν να το ξεχάσουμε, αλλά οι παλιές πόλεις δε θα μπορούσαν να το κρύψουν. Θα είχαν στο στόμα τη γεύση του μετάλλου, καθώς θα επέστρεφαν στη γη.
Τα φώτα, όμως, χαλάνε τη γεύση. Βγάζουν την άρνηση από το δεν και κάνουν το ναι έναν ξεπεσμένο συμβιβασμό. Δεν είμαστε αιώνιοι ούτε κι η νεκρανάσταση των πόλεων είναι. Δεν είναι όλα πόλη. Είναι κι αυτά που γεννιούνται και πεθαίνουν μέσα σε αρχέγονες αλήθειες, μέσα στο χώμα των νυχιών αυτών των πόλεων. Είναι η βρωμιά τους, τα ανεπιθύμητα· τα άλλα ανάμεσα στους ίδιους και απαράλλαχτους μοναδικούς.
Η Αναρχία ανήκει σε έναν κόσμο που οι λέξεις ήταν εικόνες, πριν γίνουν οι εικόνες ψεύτικες λέξεις και μας ζαλίσουν με τη φλυαρία τους. Είναι τόσο απλό κι όμως τόσο δύσκολο να θυμηθούμε πώς είναι να μη ζητάς ανταλλάγματα, να μη θέλεις κάτι, γιατί όλα είναι γύρω σου.
Δεν ξέρω τι θα συναντήσω εδώ, σ’ αυτή την πόλη δεν έχω ξαναπάει. Το φως πέφτει παράξενα πάνω της, έτσι όπως σιμώνει από μακριά. Σαν να βγαίνει από αυτήν το φως και αντανακλάται στον ουρανό. Σα να ’πεσε ο ήλιος εκεί, για να ξεκουραστεί. Δίνει μια αίσθηση νερού. Αλλά ξέρω από τον χάρτη ότι είναι εκεί. Μέρες τώρα διασχίζω αυτή την έρημο, δεν ξέρω που θα καταλήξω. Το μήνυμα είναι δύσκολο να το πιστέψουν τη φορά αυτή. Δεν ξέρω πώς θα το πάρουν. Δεν είναι καλή ούτε κακή η είδηση· είναι παράξενη και ξέρω πως στα παράξενα οι άνθρωποι δεν πιστεύουν, αν δε γίνουν πρώτα συνηθισμένα και κοινά αποδεκτά. Δεν έχουν σίγουρα ξανακούσει κάτι παρόμοιο εδώ, όμως εμένα αυτή είναι η δουλειά μου· να το φέρω. Η έρημος τους κρατάει μακριά από τις άλλες πόλεις, αλλά κοντά στη γη.
Είναι λένε αναχωρητές. Εδώ μαζεύτηκαν πριν αιώνες, για να μείνουν μακριά από τον γνωστό κόσμο. Είναι πόλη που γέννησαν αναχωρητές διαφόρων θρησκειών και πολιτικών αδιεξόδων. Έζησαν και ζουν ακόμη έτσι, αν και ζουν μαζί. Εδώ η μοναξιά, άκουσα, θεωρείται μεγάλο προνόμιο· την διάγουν με σεβασμό όσο το δυνατόν περισσότερο. Πως γίνεται να αναπαράγεσαι στη μοναξιά; Ρώτησα τον αποστολέα του μηνύματος. Με ειλικρίνεια, μου απάντησε. Το να αγωνίζεσαι να είσαι ο εαυτός σου σε έναν κόσμο «κοινωνικών» σε αναγκάζει να είσαι ένας άλλος κάθε φορά. Ενώ, αν δεν χρειάζεται να διεκδικείς μια κοινωνικότητα, δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτε από όλα αυτά που κάνουμε εμείς, για να γίνουμε αποδεκτοί. Είσαι ο εαυτός που σου έλαχε, όχι γιατί δεν αλληλεπιδράς με το περιβάλλον, αλλά γιατί αυτό δεν είναι και τόσο σπουδαίο όσο οι σκέψεις σου. Και σε αυτή την περίπτωση η λέξη «σκέψεις» είναι μάλλον φτωχή. Όταν δεν είσαι αναγκασμένος να μιλάς περί ανέμων και υδάτων, δεν έχεις συνηθίσει να ακούς περί ανέμων και υδάτων, συνηθίζεις να ασχολείσαι με την πνευματικότητά σου, να διαπερνάς εσένα και να συνομιλείς με το σύμπαν που σε περιβάλλει. Και επειδή αυτό το σύμπαν ξεκινάει από την έρημο, ξαναγυρνάς στην αρχή του κόσμου. Κάπως έτσι μου τα είπε ή έτσι τα κατάλαβα όσα άκουσα, τελοσπάντων.
Τώρα κοντεύω. Οι θρύλοι συνοδεύουν αυτό το μέρος. Λένε πως δε θα με δεχτούν εύκολα· γι’ αυτό, δε θα χρησιμοποιήσω τα γνωστά μου τεχνάσματα, τις εισαγωγές και τις φιοριτούρες του αγγελιαφόρου. Λένε ότι διαβάζουν τη σκέψη· αυτή είναι και η δυσκολία μου να τους πείσω. Γιατί αυτό το μήνυμα είναι διαφορετικό. Όμως, μου είπε ο αποστολέας ότι θα με περιμένουν κατά κάποιον τρόπο. κι αυτό βοηθάει τα πράγματα. Έτσι, θα πιστέψουν ότι ήρθα για κάποιον λόγο αληθινό. Αυτή τη φορά δεν ξέρω πόσο θα χρειαστεί να μείνω εδώ. Ίσως αρκετά. Εξαρτάται από το μήνυμα. Είναι περίπλοκο για μένα. Θα δείξει. Ίσως σε δύο με τρεις μέρες να φτάσω σε αυτή την πόλη, ακολουθώντας τον ρυθμό μου. Τα πάνινα παπούτσια που μου έφτιαξε η Κράβιολ βοήθησαν πολύ στο ταξίδι. Ήταν το όχημά μου. Τώρα καταλαβαίνω την επιμονή της να έχω το νου μου μην τα χάσω.
Μετά από δύο ακόμη μέρες ταξίδι είμαι μπροστά στα κάστρα, μα τα κάστρα δεν είναι όπως τα έχει κανείς στο μυαλό του. Είναι από τεράστια δέντρα με πλεγμένα κλαδιά· τόσο τεράστια, που δεν μπορείς να δεις τι βρίσκεται πίσω τους. Δεν ξέρω πώς θα γλίτωναν από τα πύρινα βέλη αυτά τα τείχη, αυτό που ξέρω είναι ότι σου γεννούν το δέος μόλις τα πλησιάσεις: νιώθεις ότι σε παρακολουθούν γίγαντες αυστηροί και ανίκητοι στον χρόνο. Και σκέφτεσαι πως, για να έφτασαν μέχρι εκεί πάνω, θα κάνουν τη δουλειά τους την κατάλληλη στιγμή. Έφτασα λοιπόν. Πριν επιχειρήσω να μπω, θα σουλουπώσω λίγο την εμφάνισή μου. Μετά από όλο αυτό το ταξίδι, θα πρέπει να έχω φρικτή όψη, μάλλον θα με περάσουν για επαίτη.
– Καλημέρα φρουρέ!
– Δεν είμαι φρουρός, είμαι παρατηρητής, σήμερα θα είναι μια δύσκολη μέρα, αλλά δέχομαι την ευχή σου· σε περιμέναμε ξένε, οι σκέψεις μας μαζί σου! Πέρασε να φας και να πιεις, μετά θα μάθουμε ποιος είσαι και τί θέλεις.
– Σ’ ευχαριστώ παρατηρητή, δέχομαι με ευχαρίστηση τις ευχές σου, δε θα πω λόγια περιττά, όμως ήθελα να ξέρω πώς προβλέψατε ότι θα ’ρθω.
– Δεν προβλέπουμε, δεν ξέρουμε το μέλλον· στ’ αλήθεια, δεν πιστεύουμε στον χρόνο· ίσως για αυτό είναι όλα μπροστά μας κατά κάποιον τρόπο.
– Δεν ξέρεις δηλαδή τι θα γίνει μ’ εμένα;
– Πώς να ξέρω; Εσύ ξέρεις; Για μένα είσαι ένας ξένος και ίσως έτσι να παραμείνεις. Θα σε δω στη συνέχεια όμως, μην καθυστερείς, χρειάζεσαι ξεκούραση, αυτό μπορώ να το δω.
Γιατί πάντα οι σκεπτόμενοι άνθρωποι, αυτοί που έχουν ανοίξει τις πύλες της αντίληψής τους, θεωρούνται κάτι σαν μάντεις; Σκέφτηκε ο παρατηρητής μετά τις ερωτήσεις μου, μα αυτό δεν ήμουν σε θέση να το ξέρω. Εγώ προχώρησα. Η πύλη ήταν ένα άνοιγμα ανάμεσα σε δύο από τα δέντρα. Καλυπτόταν με έναν χοντρό ιστό αράχνης. Άνοιγε από την ίδια την αράχνη, μια τεράστια πάνοπλη μορφή, όπως την έφτιαξε η φύση, που όμοιά της δεν είχα ξαναδεί. Δεν ήταν το μέγεθός της που την έκανε τρομακτική, δεν ήταν οι λεπτομέρειες του σώματός της που φαίνονταν τόσο ανατριχιαστικά καθαρά· ήταν αυτή η παντοδυναμία της φύσης που σε διαπερνούσε και σε διαβεβαίωνε ότι εδώ είσαι σε έναν άλλον κόσμο· εδώ τίποτε δεν ελέγχεται από κανέναν. Ήταν μια αίσθηση πέρα από τον φόβο, δεν ξέρω αν υπερίσχυσε η περιέργειά μου ή η αγωνία μου να παραδώσω το μήνυμα, αλλά ένιωθα τις αισθήσεις μου τεταμένες, σα να είχε μετατραπεί το σώμα μου σε έναν εισδοχέα γνώσεων, σα να εξαρτιόταν αποκλειστικά από μένα όλα αυτά να καταγραφούν. Κρατούσα διαρκώς τα μάτια μου όσο γινόταν ανοιχτά, σα να ήμουν μια κάμερα. Σταδιακά αυτή η ικανότητα γινόταν με όλο και μεγαλύτερη ευκολία, χωρίς να το σκέφτομαι. Η αράχνη, όταν την χτύπησε ελαφρά στο πόδι ο παρατηρητής, κατέβηκε στο έδαφος και άνοιξε τα πόδια της, δημιουργώντας κάτω από το σώμα της μια ανοιχτή πύλη. Με στίλβωσε κρύος ιδρώτας. Κατάπια μια φανταστική μπουκιά που τέντωσε τους αδένες στο λαιμό μου. Αποφάσισα πως έπρεπε να τολμήσω να περάσω. Πίσω μου η έρημος και μέσα μου το μήνυμα.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά ο παρατηρητής δε με καθησύχασε να μη φοβάμαι την αράχνη της πύλης. Ίσως γιατί έπρεπε και να τη φοβάμαι, αν χρειαζόταν, ίσως και γιατί ήταν δικαίωμά μου να τη φοβάμαι, ακόμη κι αν αυτός ήταν καθησυχαστικός. Ίσως, πάλι, γιατί η αράχνη ήταν από μόνη της ένας κριτής που επέλεγε ποιους θα αποφάσιζε να αφήσει να περάσουν κι αυτό δεν εξαρτιόταν από τον παρατηρητή. Τα πόδια μου έτρεμαν και έσπερναν παράλυση σε όλο μου το σώμα. Δεν ξέρω τι ήταν εκείνο που με φόβιζε εκείνη τη στιγμή. Μάλλον το προφανές· το ότι θα κατέληγα ένα τυλιχτό απολίθωμα στον ιστό της, ότι θα γινόμουν αργά ή γρήγορα μεζεδάκι στις ορέξεις της. Αλλά ήταν και η διαδικασία η ίδια. Εκείνη την ώρα τίποτε δε σκεφτόμουν ακριβώς. Όλα ήταν ρευστά. Δεν ήξερα που πάω. Ήξερα μόνο που έπρεπε να βρεθώ. Σιγά-σιγά έβλεπα την πόλη να μου αποκαλύπτεται. Ήταν εκεί, μπροστά μου. Έμοιαζε απέραντη και κινούμενη. Σα να ’μπαινα σε έναν βυθό που άφηνε το φως και τα ρεύματα του αέρα να γίνουν κυματιστά.
Μπήκα μέσα. Όλα έμοιαζαν όπως θα μπορούσαν να είναι, αλλά δεν ήταν. Μπήκα σε μια πόλη που μάλλον την είχα φανταστεί παρά την είχα ξανασυναντήσει. Μια αρχαία αιώνια πόλη; Μια σύγχρονη πόλη; Ένας φανταστικός βυθός; Ένα όνειρο; Ίσως όλα μαζί και τίποτε απ’ αυτά. Ίσως πάλι να μην ξέρω να την περιγράψω, αλλά θα πω ότι έβλεπα ένα μέρος από πέτρα και γυαλί, που τα κτήρια ήταν ακανόνιστα και παράξενα. Όλα διαφορετικά μεταξύ τους. Σα να αψηφούσαν τη βαρύτητα. Σα να υπόσχονταν έναν κόσμο μακριά από τους πνευματικούς μου περιορισμούς. Φυλαγμένοι στο μυαλό μου οι νόμοι της φυσικής, τώρα επαναστατούσαν, θέλοντας να επιβάλουν την τάξη τους, που σκιρτούσε και γκρεμιζόταν στο χάος της φύσης. Είδα πολλά, σα να γεννούσαν τα μάτια μου εικόνες διαρκώς. Μια νεαρή κοπέλα με πλησίασε, ήρεμη και αποφασισμένη, ούτε δουλική ούτε αρχοντική. Θα την έλεγα αιώνια.
– Γεια σου ξένε, κόπιασε να φας και να ξεκουραστείς, να κάνεις μπάνιο και να κοιμηθείς. Αν έχεις όπλα, πέταξέ τα σε μια άκρη, δε θα τα χρειαστείς εδώ. Κανείς δεν έχει.
– Ευχαριστώ, καλώς σας βρήκα, σας μεταφέρω ένα μήνυμα, ίσως να είναι βιαστικό, ίσως να πρέπει να το μάθουν γρήγορα οι κυβερνήτες της πόλης σας.
– Μα, δεν έχουμε κυβερνήτες, δεν έχουμε πόλη και δεν βιαζόμαστε ποτέ. Και το τέλος ακόμη έρχεται στην ώρα του εδώ, όπως όλα δείχνουν. Δεν έχει σημασία τώρα τίποτε άλλο, παρά να ξεκουραστείς και να ευχαριστηθείς, μετά θα βρούμε την κατάλληλη στιγμή να μας αφηγηθείς πώς έφτασες εδώ και τί ζητάς.
– Σ’ ευχαριστώ, ξένη, πώς είναι το όνομά σου;
– Δεν έχω όνομα, κανείς μας δεν έχει. Καθένας κάνει ό,τι μπορεί καλύτερα κάθε φορά και έτσι τον φωνάζουν, ανάλογα με αυτά που κάνει. Εμένα αυτό τον καιρό με λένε μεταφράστρια, γιατί μελετώ τα κείμενα και αναζητώ τις αφηγήσεις των ανθρώπων για τον κόσμο. Έτσι φαντάστηκα ότι θα είχες όπλο. Το είδα σε έναν αρχαίο πάπυρο. Σε περιμέναμε, ακούσαμε τα βήματά σου στην έρημο και ήρθε ο τσαλαπετεινός να μας το πει πως πλησιάζεις.
– Παράξενα όλα αυτά, μα όμορφα ακούγονται, μεταφράστρια. Θα πάμε μαζί στο μέρος που θέλεις, σ’ ευχαριστώ.
– Μη μ’ ευχαριστείς συνέχεια, δεν χρειάζεται, δε μου οφείλεις τίποτε. Όσο θέλεις να είσαι εδώ, δεν χρειάζεται παρά να μπεις στην καρδιά αυτής της πόλης· αρκετά όμως με τις φλυαρίες, πάμε.
Την ακολούθησα. Δεν προχωρήσαμε μακριά. Με υποδέχτηκε μια παρέα από άνδρες και γυναίκες που κάθονταν και τραγουδούσαν. Τα τραγούδια τους ήταν παράξενα, οι ίδιοι έμοιαζαν με αρχαίους ποιητές ή φιλοσόφους. Αλλά δεν είχαν υπηρέτες και δούλους, δεν είχαν γυναίκες να τους υπηρετούν. Κανένας δεν υπηρετούσε κανέναν, όπως θα καταλάβαινα μετά. Αλλού ήταν το νόημα της ζωής τους, αν μπορούμε να πούμε ότι αυτό υπάρχει. Μου έκαναν νεύμα να καθίσω. Η μεταφράστρια μού ’δειξε έναν καταρράκτη, πλησιάσαμε. Το νερό ήταν χλιαρό. Μπήκα και καθαρίστηκα. Μου έδωσε ρούχα να φορέσω, χιτώνες απλούς σαν τους δικούς τους και βαμβακερά παπούτσια, απαλά και σωτήρια για τα κουρασμένα πόδια μου. Με πλησίασε ο γιατρευτής και μου άλειψε, με ένα λάδι που μύριζε όμορφα, το σώμα και τα πόδια.
Ένιωσα πολύ καλύτερα. Ακούγοντας το τραγούδι τους, ξάπλωσα κι ηρέμησα. Τα λόγια παράξενα. Σα να συνομιλούσαν ή να έλεγαν φωναχτά τις σκέψεις τους με ένα τραγούδι. Δεν τα καταλάβαινα όλα, μα ένιωθα ήρεμα. Ξάπλωσα σε ένα ωραίο παχύ στρώμα από άχυρα και αποκοιμήθηκα. Ήταν ο πιο ωραίος ύπνος. Δεν ήταν σαν τους ύπνους που είχα κάνει ως τώρα. Στ’ όνειρό μου, που μάλλον δεν ήταν όνειρο, άκουγα όλα όσα μου έλεγαν στο τραγούδι και απαντούσα και εγώ τραγουδιστά. Καταλαβαινόμασταν με μια γλώσσα που δεν χρειαζόταν μετάφραση. Ήμασταν μαζί με αυτούς τους ανθρώπους, όσο το σώμα μου ξεκουραζόταν. Με ξενάγησαν στο μέρος, που δεν είχε αρχή και τέλος· εκεί που κάτι τελείωνε άρχιζε πάλι, αλλά δεν ήταν λαβύρινθος. Ήταν ένα μέρος που δεν ανησυχούσες μη χαθείς, δε σου ’κρυβε παγίδες. Η έξοδος ήταν μπροστά σου.
Κάποια στιγμή μέσα στο όνειρο ονειρεύτηκα ότι ξάπλωσα στο ίδιο μέρος που είχα ξαπλώσει και πριν με πάρει ο ύπνος. Ξαφνικά, χωρίς να ξέρω πια αν ήμουν στον ξύπνιο ή στο όνειρο είπα: «Εγώ είμαι το μήνυμα». Το τραγούδι σταμάτησε, όλοι με κοιτούσαν σοβαροί, αλλά όχι θλιμμένοι ούτε θυμωμένοι, ούτε χαρούμενοι· απλώς με κοιτούσαν. Σα να παραλήφθηκαν οι αντιδράσεις τους. Αν ήμουν στο μυαλό τους θα έλεγα ότι ήταν ήρεμοι, αλλά δεν ήμουν. Τους κοιτούσα και δεν ήξερα αν είχαν συμβεί όλα όσα περιέγραψα. Και αν τα ονειρεύτηκα; Αλλά πάλι· κι αν όσα ονειρεύτηκα συνέβησαν; Και αν… Γιατί τους το ’πα αυτό; Αυτό ήταν το μήνυμα; Όχι, στην αρχή.
Στο μακρύ δρόμο, μέχρι να φτάσω ως εδώ, συνάντησα πολλούς, έπαθα ακόμη περισσότερα, χωρίς να είναι λιγότερα αυτά που με παραξένεψαν. Σκεφτόμουν διαρκώς, όταν ξαπόσταινα να κοιμηθώ, μα και όταν περπατούσα, ότι δε θα με πίστευαν για όσα θα τους έλεγα. Το μήνυμα που είχα στο μυαλό μου, μου έδωσε εντολή να το μεταφέρω ο βασιλιάς του κόσμου. Με διέταξε να φτάσω πάση θυσία εκεί, να μη λυπηθώ κόπους και χρήμα, για να προσεγγίσω αυτό το μέρος. Έπρεπε να τους ενημερώσω εγκαίρως ότι ο άρχοντας του κόσμου, με την άγρυπνη μηχανή του είχε εντοπίσει την πόλη των αναχωρητών και όφειλε σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες να δείξει καλή θέληση και να τους προειδοποιήσει ότι το μέρος τους έπρεπε να καταστραφεί. Και αυτό γιατί του ανήκε και το χρειαζόταν για να επεκτείνει την οδό της καύσης. Η οδός της καύσης ήταν ένας παγκόσμιος δρόμος που ένωνε τις ενεργειακές κοιτίδες και πηγές με τους προορισμούς τους, όπου θα διοχετευόταν και θα αναλισκόταν η ενέργεια που έτρεφε τις μηχανές.
Στην πραγματικότητα, ο δρόμος αυτός μπορούσε να περάσει και από αλλού, παρακάμπτοντας την χώρα των αναχωρητών. Αλλά ο άρχοντας σκέφτηκε ότι θα ήταν καλή ευκαιρία να τελειώνει και μαζί τους μια και καλή. Τώρα πια σκέφτομαι πως οι άρχοντες κατοικούν στην πόλη των τυφλών. Ξέρουν τόσο καλά τον κόσμο της ελευθερίας, που με μανία πολεμούν, τον παρακολουθούν τόσο στενά, αλλά επιλέγουν με κάθε τρόπο να στέκουν απέναντί του.
Όταν ξεκίνησα, ήμουν σίγουρος για όσα έπρεπε να μεταφέρω στους πολίτες. Το μήνυμα ήταν σαφές: έπρεπε να φύγουν το συντομότερο. Και ’μένα η αμοιβή μου θα ήταν τόσο καλή, ώστε να εξασφαλίσω τους δικούς μου και να κάνω ό,τι ήθελα. Το τι ήθελα τότε πριν φύγω, τώρα το έχω σχεδόν ξεχάσει. Ήθελα κυρίως ένα μαγαζί, για να εξασφαλιστώ. Μα τώρα όλα αυτά…
Ο δρόμος, ο δρόμος ήταν αυτός που μετέτρεψε τη ζωή μου, δηλαδή εμένα σε άλλον άνθρωπο. Αυτοί που βρήκα μπορεί να μην ήταν οι ίδιοι αν είχα μεγαλώσει μαζί τους μια ζωή. Πολλές φορές οι άνθρωποι, καθώς λένε, φανερώνουν περισσότερα στους ξένους και τους περαστικούς παρά στους δικούς τους ανθρώπους. Σαν εκείνο το παραμύθι με τα αυτιά γαϊδάρου που είχε ο βασιλιάς. Ήμουν και ’γώ ο άνεμος που μετέφερε τα μυστικά τους πέρα μακριά από τον τόπο τους και έφερα τον πόνο τους σαν άλλο ρούχο. Άλλη φορά αγγελιαφόρος του κόσμου όλου δεν είχα υπάρξει, πριν ήμουν ένας απλός ταχυδρόμος, που είχε χάσει τη δουλειά του. Μα αυτή η τιμή που μου έγινε σε συνδυασμό με τα χρήματα γέμισε με νόημα την κούφια ως τότε ζωή μου. Το παράξενο ήταν ότι το μήνυμα άλλαζε νόημα, όσο πλησίαζα στον προορισμό μου, σαν το ίδιο το μήνυμα να είναι αυτό που φέρει εμένα. Κάθε φορά που ανασυγκροτούσα το μήνυμα στο μυαλό μου, κάνοντας πρόβες πώς θα το πω, έβαζα κι άλλες λέξεις. Στην αρχή, για να το πω πιο ευγενικά ή πιο υποφερτά, δεν ξέρω. Μετά, δίσταζα κιόλας. Σκεφτόμουν μήπως έβρισκα μπροστά μου τίποτε πολεμιστές, έναν ολάκερο στρατό, που θα με σκότωνε, ακούγοντας αυτό που είχα να πω.
Έτσι, έκανα δοκιμές. Σας μεταφέρω το μήνυμα του άρχοντα του κόσμου, μη λιθοβολείτε τον αγγελιαφόρο. Σας φέρνω μια προειδοποίηση, δεν ήρθα για το κακό σας, θα μπορούσατε να μεταφερθείτε κάπου αλλού, ο άρχοντάς μου σας προσφέρει υλικές αποζημιώσεις για όσα θα υποστείτε…
Την σκέψη μου διέκοψε το ένα από τα επτά παιδιά της οικογένειας που με είχε φιλοξενήσει σε μια από τις στάσεις μου.
– Αυτός ο παγκόσμιος άρχοντας που λες, που βρίσκεται; Γιατί εμείς δεν τον ξέρουμε; Δεν τον έχουμε δει ποτέ.
– Γιατί μένετε μακριά από το κέντρο. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει, αυτός αποφασίζει για όλα.
– Και ’γώ, δηλαδή, έχω αυτόν για άρχοντά μου;
– Φυσικά και τον έχεις, δεν χωράει αμφιβολία, όλοι τον έχουμε: και οι γονείς σου και οι παππούδες σου και τα παιδιά που θα κάνεις.
– Είναι δηλαδή αιώνιος;
– Ναι, κατά κάποιον τρόπο είναι αιώνιος. Δεν μπορώ να στο εξηγήσω ακριβώς…
– Εσύ τον έχεις δει; Με τα ίδια σου τα μάτια;
– Όχι, όχι, από κοντά δεν τον έχω δει ποτέ. Τον έχω δει σε εικόνες. Οι αξιωματούχοι του μου μετέφεραν το μήνυμα που τώρα μεταφέρω εγώ. Ο αποστολέας του μ’ ενημέρωσε· ο άρχοντας δεν ασχολείται με τέτοιες λεπτομέρειες.
– Γιατί;
– Τι γιατί;
– Γιατί δεν τον έχεις δει; Πώς γίνεται να πιστεύεις σε αυτόν και να μην τον έχεις δει;
– Χμ…ε…χε… η πίστη είναι διαφορετικό πράγμα, δεν καταλαβαίνεις. Είναι ζήτημα υπακοής. Εγώ, άλλωστε, ένας απλός υπήκοος είμαι. Και συ το ίδιο…
– Α, εγώ δεν είμαι αυτό που λες και δεν πιστεύω σε αυτό τον άρχοντά σου και ας λέει…
– ΣΣΤ… μπορεί να σε ακούσει, τα πάντα μπορεί να ακούσει… μπορεί να μας παρακολουθεί…
– Τι χαζομάρες είναι αυτές που λες; Που ζείτε εσείς εκεί; Τι δυστυχία! Εγώ δεν είμαι αυτό με την υπακοή που λες. Δεν το κάνω… όχι… με τίποτε σου λέω, δεν τον υπακούω. Κανέναν δηλαδή, ας μην το παίρνει προσωπικά ο κυρ-άρχοντας. Κανέναν δεν υπακούω, ούτε τους γονείς μου που τους ξέρω, πόσο μάλλον αυτόν τον άγνωστο. Και οι γονείς μου για αυτόν δεν ξέρουν μάλλον και πολλά, γιατί δε μου είπαν τίποτα. Πάντως, για να καταλάβεις, εγώ έπρεπε να κοιμάμαι προ πολλού, αλλά δεν τους ακούω, γιατί δεν έχω ύπνο. Δεν γίνεται να κοιμηθείς, άμα σου πει κάποιος κοιμήσου, δε γίνεται αυτό. Δε γίνεται, σου λέω…
– Καλά, όταν θα μεγαλώσεις, θα μάθεις. Τελοσπάντων, το μήνυμα είναι η δουλειά μου να το μεταφέρω και θα το μεταφέρω. Άσε με ήσυχο να κάνω τις πρόβες μου.
– Καλά, είσαι παράξενος ξένε, δε σε καταλαβαίνω και πολύ, κάνε ό,τι κάνεις, εγώ δε θα χάσω άλλο χρόνο μαζί σου. Γεια σου.
Χάθηκε στο σκοτάδι το παιδί, μα εγώ βυθίστηκα σε σκέψεις. Αυτή ήταν η δουλειά μου, ναι, αλλά αυτό πώς ήταν δυνατόν, πώς γινόταν να μην τον ξέρει κανείς τον άρχοντα; Παράξενα πράγματα, σκεφτόμουν διαρκώς. Θράσος που το ’χει τούτο το παιδί ν’ αψηφά τις εντολές… τί ανόητοι οι γονείς του να μην το έχουν συμμαζέψει· θα τους μιλούσα το πρωί.
Είχα οργιστεί με το παιδί και τη συμπεριφορά του, θεωρούσα ότι ήταν ζήτημα κακής ανατροφής. Συνέχισα την πορεία μου για αρκετές μέρες, κάνοντας φανταστικούς διαλόγους μαζί του και με τη σκέψη τι θα του έλεγα, αν συνεχίζαμε να μιλάμε. Ανέσυρα διάφορα επιχειρήματα για το κοινό καλό και το χρέος τού καθένα απέναντι στην ανθρωπότητα, αλλά δεν είχα σοβαρό αντίλογο από την αφεντιά μου.
Μετά από τους επόμενους ενδιάμεσους σταθμούς συνάντησα ένα χωριό που οι κάτοικοί του ήταν καθηλωμένοι στο ίδιο μέρος για τόσους πολλούς αιώνες και χιλιετίες που κανείς δεν ήξερε να πει πότε δημιουργήθηκε για πρώτη φορά. Ίσως, είπαν κάποιοι, να ήταν εκεί για πάντα, αν κάτι σήμαινε αυτό. Οι δρόμοι της πόλης αυτής ήταν φτιαγμένοι από χονδρό αλάτι, που είχε τόσο συμπιεστεί και πατηθεί, ώστε δημιούργησε τεράστιες πλάκες, συμπαγείς και σταθερές, δυνατές να σηκώσουν και άμαξες ακόμη.
Έμεινα λίγες μέρες εκεί. Φιλόξενοι άνθρωποι και σεβάστηκαν τόσο το έργο μου, που με έκαναν να νιώσω άβολα. Με θεωρούσαν ιερό πρόσωπο σχεδόν και ήξεραν βέβαια τον αυτοκράτορά μας και πόσο παντοκράτορας ήταν. Τόση βεβαιότητα με έβαλε σε σκέψεις, μήπως με κορόιδευαν, ήθελαν να φανούν καλοί; Ήταν πράγματι καλοί; Υπήρχε κάποια παγίδα; Ήμουν μπερδεμένος, αλλά η θερμή φιλοξενία τους με συγκίνησε και έμεινα λίγες μέρες παραπάνω από όσο υπολόγιζα. Μου φάνηκε αστείο στην αρχή· σε αυτή την πόλη μιλούσαν όλοι λογοτεχνικά κατά κάποιον τρόπο. Στο λόγο τους υπήρχε μονίμως ποίηση και μεταφορά, ρυθμός, παρομοίωση, συμβολισμοί και όλα τα σχετικά. Έτσι, και τα πιο απλά, τα πιο τετριμμένα γίνονταν ποιητικά. Για παράδειγμα, όταν προσπάθησα να εξηγήσω στους κατοίκους, που είχαν συγκεντρωθεί για να με τιμήσουν, τον σκοπό της αποστολής μου (δηλαδή να παραδώσω το μήνυμα και λοιπά και λοιπά), εκείνοι δεν ήταν σε θέση να δεχτούν πώς γίνεται να μην υπάρχει και ένας συμβολισμός σε αυτή μου την πράξη. Ο φούρναρης είπε:
– Ο αγγελιαφόρος που θυσιάζεται για να παραδώσει το μήνυμα στο διηνεκές, ένα μήνυμα που όλη η ανθρωπότητα ξέρει ότι θα πρέπει να πενθήσει για αυτό: ο θάνατος όχι ενός ανθρώπου, αλλά του ανθρώπου και του κοσμοειδώλου του.
– Όχι, δεν καταλάβατε… νομίζω πως είμαι ένας απλός εκτελεστής, που θα ανταμειφθεί για την πράξη του…
Τότε η ράφτρα:
– Ναι, αυτό σας καθιστά τραγικό άνθρωπο, σας φέρνει αντιμέτωπο με το χρέος να είστε αξιωματούχος της εξουσίας, ενώ μέσα σας σπαράσσεται ένας κόσμος, το σύμπαν διαστέλλεται και δεν ξέρετε ποιο κομμάτι του να διαλέξετε.
Και η μαία:
– Τα αυτιά μου γίνονται έντομα που περισυλλέγουν τα ψίχουλα της ύπαρξης. Δεν είμαι ούτε στην αρχή ούτε στη μέση της ιστορίας που δεν τελειώνει ποτέ. Ο άγγελος δίδει το μήνυμα και ξεψυχά, η ανάσα του υπογραμμίζει το επιθανάτιο άγγελμα της εξουσίας για αυτό τον κόσμο που γυρίζει και γυρίζει και γυρίζει…
– Μισό λεπτό, ε… χμ… συγγνώμη που διακόπτω, αλλά δε θέλω να παίξω αυτό τον ρόλο. Σας ευχαριστώ. Πολύτιμη η βοήθειά σας, ακόμη πιο πολύτιμη η φιλοξενία σας, εκτιμώ την προσπάθεια να με κατανοήσετε, αλλά δεν ξέρω… θα έλεγα ότι κάτι άλλο έχω στο μυαλό μου…
Και ο ποιητής:
– Ας μην κουράζουμε άλλο τον άνθρωπο, Τον άνθρωπο αν θέλετε. Ήρθε η ώρα να τον χαιρετίσουμε.
Από ότι κατάλαβα ο ποιητής είχε βαρυσήμαντο λόγο, μετρούσαν πιο πολύ όσα πρότεινε αυτός κατά έναν τρόπο. Οι άλλοι τον σέβονταν και τον άκουγαν περισσότερο. Ήταν κάτι σαν δήμαρχος. Πράγματι, με χαιρέτησαν την κατάλληλη στιγμή, όταν το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει από όλα αυτά που με έκαναν ήρωα μιας πράξης που δεν καταλάβαινα. Ήμουν ένας προλετάριος της ποίησης…
Με το κεφάλι να προσπαθεί να παραμείνει στη θέση του συνέχισα την πορεία μου. Συνέχισα για μέρες· με τις προμήθειες των λογοτεχνών, είχα το περιθώριο να το κάνω. Μα πριν χάσω τελείως από τα μάτια μου την πόλη ετούτη, γύρισα και την κοίταξα· ίσα που φαινόταν. Και τότε κατάλαβα· η πόλη ήταν χτισμένη μέσα στο κεφάλι της γυναίκας του Λωτ. Έβλεπα ξεκάθαρα το χάσκον μάτι να μην μπορεί πια να δει, να είναι κενό, ένα μαύρο χάος που πιο πολύ ακόμη κοίταζε τον κόσμο. Τώρα το βλέμμα της ήταν πιο επίμονο, πιο συμπαγές.
Πέρασα και την πόλη του άλατος, βάδισα κοιλάδες και βοσκοτόπια. Για κάποιες μέρες δε μίλησα και δε μου μίλησαν. Το μυαλό μου ζητούσε να καθαρίσει από τις λέξεις. Τι εννοούσαν όλοι αυτοί, όταν μου είπαν ότι είμαι τραγικός ήρωας; Ότι μπορεί αυτό το μήνυμα να είναι το τέλος μου; Κι εκείνο το παιδί το αυθάδες; Μήπως είπε την αλήθεια; Μήπως αυτό το μήνυμα δεν αξίζει τίποτε; Μήπως δεν είναι τόσο σημαντικός αυτός ο άρχοντας; Τρόμαξα και μόνο που έθεσα το ερώτημα. Μέσα μου τόσο απειλητικό, που φοβήθηκα μήπως με ακούσει κανείς, μήπως κατά λάθος την ξεστόμισα και δεν τη σκέφτηκα απλώς αυτή την αμφιβολία, που με περιέβαλλε σαν αρρώστια. Κι αν μ’ άκουσε κανείς; Κι αν του το προλάβει; Κι αν καταγράφηκε η σκέψη μου από κανέναν δορυφόρο του; Κι αν ήδη με κυνηγούν;
Το φεγγάρι αμείλικτο από πάνω μου, με κοιτούσε και πρόδιδε τα μυστικά μου. Το μυαλό μου μια σβούρα που γυρίζει και δεν ήξερα που θα προσγειωθεί. Πού ήταν τελικά αυτός ο άρχοντας; Που ήμουν εγώ; Ήμουν υπήκοος; Ήμουν υπάκουος; Ποιος ήμουν τελοσπάντων; Δεν ήξερα· ανυπομονούσα να περάσει αυτή η νύχτα που με ανακάτευε σαν κουτάλι, με γυρνούσε και με βροντούσε χάμω. Ανυπομονούσα να περάσω τη ζωή μου κάπου αλλού. Όχι στους δρόμους. Να επιστρέψω με την αμοιβή στην οικογένειά μου και να σταθεροποιηθώ, να γαντζωθώ από μια κοινωνία, εκείνη που ήξερα. Δεν ήμουν αντικοινωνικός, ήμουν εξωκοινωνικός τώρα πια. Περιδιαβάζω μα δε διαβάζω τη ζωή έτσι. Κάτι μου συμβαίνει. Φοβάμαι μην κόλλησα καμιά αρρώστια της ερήμου· καλύτερα να βρω έναν τρόπο να ηρεμήσω. Θα πιω λίγη στάλα.
Ξημέρωσα σε μια έρημη μέρα. Ο ήλιος τώρα καυτερός, έτσουζε. Έπρεπε να προχωρήσω. Μέχρι να βρω την επόμενη πόλη. Ποιος ήμουν, είχα ξεχάσει από τη νύχτα και το αλκοόλ. Συνέχιζα και συνέχιζα. Θα έβρισκα άλλους. Κι άλλους. Μέχρι να φτάσω στην τοιχισμένη πόλη. Το ταξίδι αργό, βαρύ, ξένο. Γύρισα και γύρισα, πυξίδα μου η δίψα να φτάσω κάπου. Έστω και προσωρινά, στο μυαλό μου η σκέψη μην πεθάνω εδώ, μην αρρώστησα, μην τρελάθηκα και δεν μπορώ να το ξέρω. Κι αν δεν μπορώ να επιστρέψω στους ανθρώπους; Ντρέπομαι που είμαι έτσι ξένος, που είμαι γυμνός από την κοινωνία, που δεν μπορώ πλέον να με δω πλάι σε άλλους ανθρώπους. Ψάχνω τη φωλιά μου, το καταφύγιό μου και έρχεται πάλι εκείνη η φωνούλα και μου λέει: «Πώς γίνεται να πιστεύεις σε αυτόν και να μην τον έχεις δει; …δεν πιστεύω σε αυτό τον άρχοντά σου…».
Το παιδί μού είπε κάτι που τότε δεν κατάλαβα. Κανείς δεν το τιμώρησε, ούτε δορυφόροι το άκουσαν… το παιδί βλέπει… είναι ένας μάντης αυτού του κόσμου, που ξεφλουδίζεται από τις σάρκες του και από κάτω φοράει και άλλες σάρκες, αναζητάει την αληθινή, μα απλά και μόνο χαράζει το δέρμα. Αυτή είναι η παραίσθησή μου ή η αλήθεια μου; Τι αναπνέει κάτω από αυτό το δέρμα, που χάνει τους χυμούς του; Που βρίσκομαι; Ανασαίνω σίγουρα. Ανασαίνω. Προχωράω. Εκεί, λίγο πριν τη δω να εμφανίζεται μπροστά μου τούτη την πόλη, η αμφιβολία έσπασε και βγήκε από μέσα της η γνώση.
Δεν ξέρω τι θα συναντήσω, σ’ αυτή την πόλη δεν έχω ξαναπάει. Το φως πέφτει παράξενα πάνω της, έτσι όπως σιμώνει από μακριά. Σαν να βγαίνει από αυτήν το φως και αντανακλάται στον ουρανό. Σα να ’πεσε ο ήλιος εκεί, για να ξεκουραστεί. Δίνει μια αίσθηση νερού. Αλλά ξέρω από τον χάρτη ότι εκεί είναι. Μέρες τώρα διασχίζω αυτή την έρημο, δεν ξέρω που θα καταλήξω. Το μήνυμα είναι δύσκολο να το πιστέψουν τη φορά αυτή…
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 136, Μάρτιος 2014
https://anarchypress.wordpress.com/2017/05/15/%cf%84%ce%bf-%ce%bc%ce%ae%ce%bd%cf%85%ce%bc%ce%b1-%ce%b5%ce%af%ce%bc%ce%b1%ce%b9-%ce%b3%cf%89/
Lemmy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)