Με απλά λόγια οι πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι ακόμη και χωρίς νηστεία η αλλαγή των δεικτών και των τιμών στο αίμα του επιπέδου των λιπιδίων, είναι απειροελάχιστη. Οι ερευνητές από το πανεπιστήμιο Κάλγκαρι στην Αλμπέρτα, δημοσίευσαν την έρευνα τους στο περιοδικό του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου "Archives of Internal Medicine”. Μεταξύ άλλων λοιπόν αναφέρουν ότι υπάρχει περίπτωση το να έχουμε φάει και να κάνουμε εξετάσεις, τα αποτελέσματα να είναι περισσότερο ακριβή και να έχουν καλύτερη προγνωστική αξία σε σχέση με το να είχαμε μείνει νηστικοί.
 
Οι επιστήμονες από την Αλμπέρτα, μελέτησαν τα αποτελέσματα εργαστηριακών εξετάσεων από περίπου 210.000 άτομα με μέση ηλικία 53 ετών επί τουλάχιστον έξι μήνες και συσχέτισαν τα επίπεδα της χοληστερόλης και των άλλων λιπιδίων που έδειξαν τα τεστ, με τις ώρες νηστείας που είχαν προηγηθεί (από λιγότερο της μιας ώρας έως 16 ώρες).
 
Όπως διαπίστωσαν, ο μέσος όρος της ολικής χοληστερόλης και της «καλής» χοληστερόλης διέφεραν ελάχιστα και η απόκλιση τους δεν άγγιζε καν το 2%, μεταξύ των ανθρώπων, άσχετα με το πόσες ώρες είχαν φάει πριν την εξέταση. Σε σχέση με τα αποτελέσματα για την “κακή” χοληστερόλη η απόκλιση μεταξύ νηστικών και “φαγωμένων” άγγιζε το 10%, ενώ σε ότι αφορά στα τριγλυκερίδια η απόκλιση έφτανε το 20%.
Οι ερευνητές λοιπόν κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η νηστεία για αιματολογικές εξετάσεις ρουτίνας είναι σε μεγάλο βαμό περιττή. Μάλιστα στο ίδιο περιοδικό δημοσιεύτηκε και ένα σχόλιο από τον καρδιολόγο Μάικλ Γκατσιάνο, καθηγητή της Ιατρικής σχολής του Χάρβαρντ, ο οποίος συμφωνεί.