Όσο ήταν νέα ήλπιζε ότι θα ανοίξει κάποτε τα φτερά της και θα σηκωθεί να φύγει. Όχι κατ’ ανάγκην σε άλλες πόλεις, χώρες ή ηπείρους. Μια γειτονιά παρακάτω θα της έφτανε ή έστω δυο τρία τετράγωνα παραπέρα, στη χειρότερη ας ήταν και ένας δυο όροφοι πιο πάνω.
Αρκεί να είχε το δικό της διαμέρισμα, χωρίς τη σκεβρωμένη πόρτα, το μακρύ χολ, τα στενά μπαλκόνια, τα παλιομοδίτικα έπιπλα, τους ρομαντικούς πίνακες και το μονίμως αναμμένο καντηλάκι των γονιών της.
Αλλά είκοσι χρόνια μετά συνεχίζει να μένει στο ίδιο δυαράκι με την ίδια σκεβρωμένη πόρτα, το ίδιο μακρύ χολ και το ίδιο στενό μπαλκόνι, έχοντας τουλάχιστον απαλλαγεί απ’ όλες τις προηγούμενες νεανικές της ψευδαισθήσεις. Ότι με τον βασικό της πείνας και με τις απλήρωτες υπερωρίες και με τα επιδόματα της ανεργίας θα μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό από το να κάθεται στον παλιομοδίτικο καναπέ της μάνας της και να χαζεύει με τις ώρες τους ρομαντικούς πίνακες των τοίχων. Όπου μια γυναικεία μορφή στα λευκά σατέν ανεμίζει τη μια μπροστά σε ένα ταραγμένο θαλασσινό τοπίο και την άλλη στην κορυφή ενός απόκρημνου λόφου, θαρρείς έτοιμη να πέσει ή να πετάξει.
Όσο μάλιστα περνάει ο καιρός νιώθει να ταυτίζεται με τους πίνακες, σαν να υποψιάζεται ένα συμβολικό μήνυμα για τη ζωή της. Και είναι μάλιστα φορές, όπως καλή ώρα τώρα, που κάθεται με τις ώρες προσπαθώντας να το αποκωδικοποιήσει.
Στο μεταξύ, μην ξεχάσει να ανάψει το καντήλι με το πρώτο χτύπημα της καμπάνας και να θυμιάσει το σαλόνι. Του Αγίου Σπυρίδωνος αύριο. Μεγάλη η χάρη του.
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)