Δεν φανταζόμουν ποτέ πως θα μου έλειπαν, πως θα θυμόμουν με νοσταλγία, σκηνές από παραλίες ανατριχιαστικές για μένα τότε, χαριτωμένες τώρα, στην ανάκληση τους από τη μνήμη.
Παιδιά να τσιρίζουν, να τσαλαβουτούν και να βρέχουν την ώριμη κυρία με το πορτοκαλί κραγιόν και το σκουφάκι στα μαλλιά, που στεκόταν τρία τέταρτα στο νερό και δεν έμπαινε πάρα μέσα, γιατί είχε ανατριχίδες (έτσι τις έλεγε τις ανατριχίλες) «Αχ καλέ, μπούζι είναι, ανατριχίδιασα»!
Και με τις πρώτες σταγόνες νερού, εκείνη να γυρίζει το βλέμμα σαν περισκόπιο στην ακτή, να βρει τις μαμάδες των χαμένων κορμιώνε, να ξεσπάσει. Πού να τις βρει όμως; Ένα είχαν γίνει με τις πεταλίδες στην άμμο απ’ τη ντροπή οι καημένες.
Μόνο όταν η κυρία έβγαινε να λιαστεί, (τρόπος του λέγειν έβγαινε. σάμπως είχε μπει;), τότε μόνο τότε άκουγες: «Μιχαλάκη, όχι στα βαθιά μανάρι μου, θα πινηγείς.»
Καλογραμμωμένοι νεαροί με φέτες τους κοιλιακούς να παίζουν με τις ρακέτες και κάθε που έσκαγε το μπαλάκι στην κοιλιά μου, να έρχονται με το χαμόγελο της Κολγκέιτ και με χίλιες συγγνώμες να το πάρουν. «Να σου…» έλεγα από μέσα μου και μούγκριζα απ’ έξω μου «Δεν πειράζει παιδί μου»!
Παραγινωμένοι κύριοι, ενίοτε και με σκαρπίνι και φανελάκι αθλητικό (ναι, σαν τον κύριο που όλοι έχουμε δει στο διαδίκτυο), να προσπαθούν να ξεφύγουν από τον οφθαλμό (ός τα πανθ' ορά) της κυράς τους, για να φλερτάρουν την νεαρά στο μπαρ «Καλή μου θέλεις να σου φέρω μια τυρόπιτα;» (η κερκόπορτα ήταν αυτό)
Φωνές, φασαρία, πολυκοσμία, μηχανές, μαρσαρίσματα, κεφτεδάκια στο τάπερ, μπύρες, παγωτά να κρέμονται από στόματα, σαματάς για την ξαπλώστρα με την προνομιούχα θέση, γυαλισμένα κορμιά, μυρωδιά καρύδας, ο λουκουμάς, το «μασάτσι» που πουλούσαν οι Κινέζοι (όχι λάμπα με πολύχρωμα φωτάκια, αλλά μασάζ), ο καλαμποκάς, αγάπες και πόθοι που πνίγονταν στο νερό (ναι, άμα είσαι μπουκωμένος με κεφτέδες, πού πας να αγαπήσεις βρε βαριόμοιρε;). ΟΛΑ αυτά που έκαναν το καλοκαίρι μου εφιαλτικό, τώρα μου ΛΕΙΠΟΥΝ…
Γιατί ήταν ζωή. Γιατί έδιναν ζωή.
Τώρα δεν νοείται μπάνιο με απαγόρευση. Μη εδώ, μη εκεί, όχι μπύρες, όχι μουσική, όχι παρέες.
Δεν νοείται ζωή όλο αυτό που μας παρέχουν… για το καλό μας.
Καλύτερα να μείνω σπίτι και να ρίχνω κάνα καυγά με τους μηχανόβιους απ’ το μπαλκόνι (που ξεσηκώνουν τη γειτονιά μεσημεριάτικα).
Λες να έρθει μια μέρα που να μου λείψουν κι αυτοί;
Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου
via
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)