Την δική του εκδοχή για τα όσα καταμαρτυρεί ρεπορτάζ που φέρει έρευνα για τον κορωνοϊό να χρηματοδοτήθηκε από ιδιοκτήτη αεροπορικής εταιρείας, δίνει ένας από τους επιστήμονες που συμμετείχαν στην έρευνα αυτή, ο δρ. Ιωάννης Ιωαννίδης του πανεπιστημίου Στάνφορντ.
Ο κ. Ιωαννίδης, μιλώντας στο Documento κάνει λόγο για λασπολογία σε βάρος του και εξηγεί τόσο τον τρόπο με τον οποίο διεξήχθη η έρευνα, τι έδειχναν τα αποτελέσματά της και πώς χρηματοδοτήθηκε.
Συγκεκριμένα, ο κ. Ιωαννίδης σημειώνει ότι «στο πλαίσιο της πανδημίας έχω κάνει πολλές ερευνητικές προσπάθειες, αλλά η επίμαχη έρευνα που τράβηξε περισσότερο τα πυρά λασπολόγων αφορά την μελέτη επιπολασμού της Σάντα Κλάρα. Η συγκεκριμένη μελέτη μέτρησε την παρουσία αντισωμάτων σε 3300 άτομα από τον γενικό πληθυσμό της περιοχής όπου βρίσκεται και το πανεπιστήμιο Στάνφορντ.
Στη μελέτη υπολογίσαμε ότι το 2.6% του πληθυσμού είχε ήδη αντισώματα στις αρχές Απριλίου, δηλαδή πάνω από 50 φορές περισσότεροι άνθρωποι από όσους είχαν ήδη διαγνωστεί. Το συμπεράσματα λοιπόν ήταν ότι η λοίμωξη με κορονοϊό είναι πολύ πιο συχνή από όσο νομίζαμε πριν και το μεγαλύτερο ποσοστό των λοιμώξεων έχουν λίγα ή καθόλου συμπτώματα. Τα συμπεράσματα αυτά, πρωτοποριακά όταν ανακοινώθηκαν, έχουν επικυρωθεί στο μεταξύ από δεκάδες άλλες μελετών σε όλο τον κόσμο».
Υπογραμμίζει, δε, ότι «ο κορονοϊός δεν είναι φιάσκο, ούτε ποτέ ισχυρίστηκα κάτι τέτοιο. Μίλησα από πολύ νωρίς για φιάσκο στο γεγονός ότι ενώ αντιμετωπίζουμε ένα σοβαρό πρόβλημα, τα δεδομένα μας είναι αναξιόπιστα και πιθανόν πολύ λανθασμένα και ζήτησα να μαζέψουμε όσο πιο γρήγορα αξιόπιστα δεδομένα ώστε να ξέρουμε πόσο θα διατηρήσουμε τα μέτρα εγκλεισμού, πώς θα τα αποσύρουμε, και πώς πρέπει να προετοιμαστούμε για την επόμενη ημέρα. Δεν μπορούμε να πηγαίνουμε στα τυφλά.
Υπογραμμίζει, δε, ότι «ο κορονοϊός δεν είναι φιάσκο, ούτε ποτέ ισχυρίστηκα κάτι τέτοιο. Μίλησα από πολύ νωρίς για φιάσκο στο γεγονός ότι ενώ αντιμετωπίζουμε ένα σοβαρό πρόβλημα, τα δεδομένα μας είναι αναξιόπιστα και πιθανόν πολύ λανθασμένα και ζήτησα να μαζέψουμε όσο πιο γρήγορα αξιόπιστα δεδομένα ώστε να ξέρουμε πόσο θα διατηρήσουμε τα μέτρα εγκλεισμού, πώς θα τα αποσύρουμε, και πώς πρέπει να προετοιμαστούμε για την επόμενη ημέρα. Δεν μπορούμε να πηγαίνουμε στα τυφλά.
Η επιστήμη έκανε τεράστια πρόοδο μέσα στους μήνες που μεσολάβησαν και διαπιστώσαμε ότι όντως οι δυσμενείς εκτιμήσεις που είχαν γίνει στην αρχή ήταν αστρονομικά λάθος – ευτυχώς. Δεν είδαμε τα 50 εκατομμύρια νεκρών που είχαν υπολογιστεί να συμβούν παγκόσμια (όπως το 1918), και δεν είδαμε την θνητότητα που είχε υποτεθεί. Παρασάγγας άλλη εικόνα εξελίχτηκε, πάρα πολύ ηπιότερη. Δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να αρνιόμαστε ότι υπάρχουν τουλάχιστον κι αυτά τα καλά νέα μέσα στην μεγάλη δυσπραγία που έχει δημιουργηθεί παγκόσμια στις εύθριπτες κοινωνίες εγκλεισμού και μετα-εγκλεισμού».
Ο καθηγητής του Στάνφορντ τονίζει ότι στην επίμαχη έρευνα «είμαστε 17 συγγραφείς με κύριους ερευνητές τους καθηγητές Eran Bendavid (που είναι ο πρώτος συγγραφέας) και Jay Bhattacharya (που είναι ο τελευταίος συγγραφέας). Πάνω από 100 άλλα άτομα συμμετείχαν στην μελέτη. Πολλοί άλλοι ανεξάρτητοι επιστήμονες που δεν σχετίζονταν άμεσα με τη μελέτη έκριναν την μελέτη μας μετά από την προτροπή μας να την κρίνουν πριν την εμφανίσουμε δημόσια ώστε να βεβαιωθούμε πως ότι κάνουμε είναι σωστό και χρησιμοποιούμε τις καλύτερες μεθόδους. Λόγω της σημασίας των ευρημάτων, επίσης ένας μεγάλος αριθμός επιστημόνων ενδιαφέρθηκαν και έκαναν χρήσιμα σχόλια όταν η εργασία μας έγινε δημόσια διαθέσιμη. Τους ευχαριστώ όλους για τη συνδρομή τους. Λάβαμε τα χρήσιμα σχόλια υπόψη για να βελτιώσουμε την εργασία και τα αποτελέσματα παραμένουν συμπαγή».
Όσον αφορά στη ζήτημα της χρηματοδότησης της μελέτης, ο κ. Ιωαννίδης εξηγεί ότι το ζήτημα προέκυψε όταν «κάποιος ιστότοπος ο οποίος έχει την φήμη ότι ειδικεύεται σε ιστορίες κίτρινου τύπου, «αποκάλυψε» ότι ένας ιδιοκτήτης αεροπορικής εταιρείας είχε κάνει δωρεά $5.000 στο πανεπιστήμιο» προσθέτοντας, ωστόσο, στο ερώτημα αν γνώριζε για τους χρηματοδότες ότι «ο κύριος ερευνητής Eran Bendavid, χρησιμοποίησε τον πλέον αδιάβλητο μηχανισμό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κάνει κάποιος έρευνα διασφαλίζοντας πλήρως ότι η έρευνα δεν θα επηρεαστεί. Το πανεπιστήμιο δέχεται δωρεές από όποιον πολίτη θέλει να καταθέσει μια δωρεά στο γραφείο δωρεών-ανάπτυξης. Οι δωρεές αυτές μένουν ανώνυμες. [...]
Ο καθηγητής του Στάνφορντ τονίζει ότι στην επίμαχη έρευνα «είμαστε 17 συγγραφείς με κύριους ερευνητές τους καθηγητές Eran Bendavid (που είναι ο πρώτος συγγραφέας) και Jay Bhattacharya (που είναι ο τελευταίος συγγραφέας). Πάνω από 100 άλλα άτομα συμμετείχαν στην μελέτη. Πολλοί άλλοι ανεξάρτητοι επιστήμονες που δεν σχετίζονταν άμεσα με τη μελέτη έκριναν την μελέτη μας μετά από την προτροπή μας να την κρίνουν πριν την εμφανίσουμε δημόσια ώστε να βεβαιωθούμε πως ότι κάνουμε είναι σωστό και χρησιμοποιούμε τις καλύτερες μεθόδους. Λόγω της σημασίας των ευρημάτων, επίσης ένας μεγάλος αριθμός επιστημόνων ενδιαφέρθηκαν και έκαναν χρήσιμα σχόλια όταν η εργασία μας έγινε δημόσια διαθέσιμη. Τους ευχαριστώ όλους για τη συνδρομή τους. Λάβαμε τα χρήσιμα σχόλια υπόψη για να βελτιώσουμε την εργασία και τα αποτελέσματα παραμένουν συμπαγή».
Όσον αφορά στη ζήτημα της χρηματοδότησης της μελέτης, ο κ. Ιωαννίδης εξηγεί ότι το ζήτημα προέκυψε όταν «κάποιος ιστότοπος ο οποίος έχει την φήμη ότι ειδικεύεται σε ιστορίες κίτρινου τύπου, «αποκάλυψε» ότι ένας ιδιοκτήτης αεροπορικής εταιρείας είχε κάνει δωρεά $5.000 στο πανεπιστήμιο» προσθέτοντας, ωστόσο, στο ερώτημα αν γνώριζε για τους χρηματοδότες ότι «ο κύριος ερευνητής Eran Bendavid, χρησιμοποίησε τον πλέον αδιάβλητο μηχανισμό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κάνει κάποιος έρευνα διασφαλίζοντας πλήρως ότι η έρευνα δεν θα επηρεαστεί. Το πανεπιστήμιο δέχεται δωρεές από όποιον πολίτη θέλει να καταθέσει μια δωρεά στο γραφείο δωρεών-ανάπτυξης. Οι δωρεές αυτές μένουν ανώνυμες. [...]
Όταν η εργασία ολοκληρώθηκε και ήταν έτοιμη να κατατεθεί σε κρίση δημόσια, οι κύριοι ερευνητές ρώτησαν το γραφείο δωρεών-ανάπτυξης του πανεπιστημίου αν θα ήταν θεμιτό να τους πούνε ποιοι είναι οι δωρητές που μπορεί να είχαν προσφέρει δωρεές και να τους αναφέρουμε. Το πανεπιστήμιο απάντησε αρνητικά, σε αυτή τη φάση τουλάχιστον. Όπως και να έχει, οι δωρητές δεν είχαν απολύτως καμία σχέση με τον σχεδιασμό, τέλεση, και παρουσίαση της έρευνας».
Σχετικά με το γεγονός ότι η έρευνα προκάλεσε τόση ένταση, ο Ι. Ιωαννίδης σημειώνει ότι «ούτε εγώ, ούτε οι κύριοι ερευνητές πήραμε προσωπικά έστω και 1 δολάριο από αυτή την έρευνα. Μάλιστα προσωπικά, έχω αρνηθεί μέχρι τώρα να πάρω έστω και 1 δολάριο από την οποιαδήποτε ενασχόλησή μου με την πανδημία του κορονοϊού, γιατί θεωρώ ότι είναι ένα μείζον πρόβλημα και επιθυμώ να διαθέτω την προσπάθειά μου και το χρόνο μου εντελώς αφιλοκερδώς.
Σχετικά με το γεγονός ότι η έρευνα προκάλεσε τόση ένταση, ο Ι. Ιωαννίδης σημειώνει ότι «ούτε εγώ, ούτε οι κύριοι ερευνητές πήραμε προσωπικά έστω και 1 δολάριο από αυτή την έρευνα. Μάλιστα προσωπικά, έχω αρνηθεί μέχρι τώρα να πάρω έστω και 1 δολάριο από την οποιαδήποτε ενασχόλησή μου με την πανδημία του κορονοϊού, γιατί θεωρώ ότι είναι ένα μείζον πρόβλημα και επιθυμώ να διαθέτω την προσπάθειά μου και το χρόνο μου εντελώς αφιλοκερδώς.
Όμως η μελέτη μας δυστυχώς δημοσιοποιήθηκε μέσα σε ένα πολύ φορτισμένο και πολωμένο τοπίο οργής και αντιπαράθεσης που συνοδεύει την κρίση του κορονοϊού. Δεν ανήκω σε καμία πολιτική παράταξη και θεωρώ φοβερό λάθος να συγχέεται η επιστήμη με την πολιτική. Όμως μέσα σε ένα πλαίσιο φανατισμού, πολλοί προσπαθούν να ερμηνεύσουν την επιστήμη με πολιτικές αναγνώσεις και κατά συνέπεια χρησιμοποιούν τα συνηθισμένα μέσα λασπολογίας και δολοφονίας χαρακτήρα που είναι συνήθη στον πολιτικό χώρο. Πιθανόν στην περίπτωσή μου να υπήρχε ο επιπρόσθετος λόγος ότι είμαι γνωστός για την προσπάθειά μου να υπερασπιστώ την αδιαβλητότητα της επιστημονικής έρευνας. Αυτό ίσως έχει δυσαρεστήσει πολλούς».
via
via
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αποποίηση ευθυνών: Το ιστολόγιο δεν παρέχει συμβουλές, προτροπές και καθοδήγηση.
Εισέρχεστε & εξέρχεστε με δική σας ευθύνη :)