Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017

Την ώρα της …ανάκρισης


Κα­τά τη διάρ­κεια μιας «τυ­πι­κής» α­νά­κρι­σης, (η ο­ποί­α ο­νο­μά­ζε­ται α­πό τους μπά­τσους προ­α­νά­κρι­ση, «φι­λι­κή κου­βε­ντού­λα» ή «ε­ξέ­τα­ση μάρ­τυ­ρα»), η ε­πι­μο­νή των μπά­τσων συ­νί­στα­ται συ­νή­θως στην α­πο­δο­χή κάποιας κα­τη­γο­ρί­ας α­πό τον α­να­κρι­νό­με­νο ή του­λά­χι­στον στην ε­ξεύ­ρε­ση ό­σο το δυ­να­τόν πε­ρισ­σό­τε­ρων στοι­χεί­ων, που θα ι­σχυ­ρο­ποι­ή­σουν τη στοι­χειο­θέ­τη­ση μιας κα­τη­γο­ρί­ας.


Σε πε­ρί­πτω­ση, δη­λα­δή, που εί­ναι σί­γου­ροι πως η ο­ποια­δή­πο­τε κα­τη­γο­ρί­α θα εί­ναι αρ­κε­τά ευ­στα­θής στο δι­κα­στή­ριο, τό­τε η α­νά­κρι­ση λαμ­βά­νει τε­λεί­ως τυ­πι­κό χα­ρα­κτή­ρα, χω­ρίς πί­ε­ση κ.λπ., μό­νο και μό­νο για να συ­μπλη­ρω­θούν τα α­νά­λο­γα έ­ντυ­πα.

Η έν­νοια της τυ­πι­κό­τη­τας χρη­σι­μο­ποιεί­ται προ­κει­μέ­νου να γί­νει ο δια­χω­ρι­σμός με­τα­ξύ ε­ξει­δι­κευ­μέ­νων μορ­φών α­νά­κρι­σης, ό­που για πα­ρά­δειγ­μα χρη­σι­μο­ποιού­νται διά­φο­ρες χη­μι­κές ου­σί­ες, οι ο­ποί­ες ε­ξα­σθε­νούν βιο­λο­γι­κά και πιο ά­με­σα τον ορ­γα­νι­σμό. Άλ­λω­στε, η ό­λη δια­δι­κα­σί­α μιας α­νά­κρι­σης α­πο­σκο­πεί α­κρι­βώς στο να «σπά­σει» ο α­να­κρι­νό­με­νος και να δε­χτεί να συ­νερ­γα­στεί με τους α­να­κρι­τές, προ­κει­μέ­νου να ξε­φύ­γει α­πό τη «δύ­σκο­λη» θέ­ση.

Το πα­ρα­πά­νω, μπο­ρεί να α­κού­γε­ται α­πλό, αλ­λά στην πρά­ξη εμ­φα­νί­ζε­ται αρ­κε­τά πιο πε­ρί­πλο­κο. Κα­τά τη διάρ­κεια της, ο α­να­κρι­νό­με­νος βρί­σκε­ται σε ει­δι­κά δια­μορ­φω­μέ­νους χώ­ρους, έ­χο­ντας α­πέ­να­ντι του ε­παγ­γελ­μα­τί­ες του εί­δους. Η α­πώ­λεια της αί­σθη­σης του χώ­ρου και του χρό­νου, εί­ναι δε­δο­μέ­νη, προ­κει­μέ­νου να υ­πάρ­ξει μια πρώ­τη κα­τα­πό­νη­ση του ορ­γα­νι­σμού.

Η θέ­ση μέ­σα στο α­να­κρι­τι­κό δω­μά­τιο, εί­ναι έ­τσι δια­μορ­φω­μέ­νη ώ­στε να α­φή­νει έκ­θε­το τον α­να­κρι­νό­με­νο α­πέ­να­ντι στους α­να­κρι­τές, δί­νο­ντας τους πλη­ρο­φο­ρί­ες σχε­τι­κά με το αν αυ­τά τα ο­ποί­α λέ­ει, εί­ναι α­λη­θή ή ό­χι, προ­σαρ­μό­ζο­ντας α­νά­λο­γα την τα­κτι­κή που α­κο­λου­θούν. Και αυ­τό, για­τί ό­ταν κά­ποιος λέ­ει ψέμμα­τα τό­τε το σώ­μα α­ντι­δρά, υ­ιο­θε­τώ­ντας για πα­ρά­δειγ­μα α­μυ­ντι­κή στά­ση, (π.χ. χέ­ρια ή πό­δια, σταυ­ρώ­νουν). Α­πό την άλ­λη, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό τον έ­λεγ­χο του σώ­μα­τος του, έ­νας άν­θρω­πος ο ο­ποί­ος λέ­ει ψέ­μμα­τα α­ντι­δρά και α­συ­ναί­σθη­τα.
Μυ­ϊ­κές συ­σπά­σεις στο πρό­σω­πο, συ­στο­λή και δια­στο­λή της κό­ρης των μα­τιών κα­θώς και αύ­ξη­ση ρυθ­μού α­νοι­γο­κλει­σί­μα­τος των μα­τιών, ε­φί­δρω­ση στο φρύ­δι, κοκ­κί­νι­σμα στα μά­γου­λα και πολ­λές άλ­λες μι­κρο­σκο­πι­κές κι­νή­σεις οι ο­ποί­ες δεν μπο­ρούν να ε­λεγ­χθούν, δί­νουν τις πλη­ρο­φο­ρί­ες σχε­τι­κά με το τι πι­στεύ­ει αυ­τός που μι­λά­ει, για αυ­τά που λέ­ει. Άλ­λω­στε, α­κό­μη και κά­με­ρες βρα­δεί­ας λή­ψε­ως χρη­σι­μο­ποιού­νται, προ­κει­μέ­νου να εί­ναι ευ­διά­κρι­τες και οι πιο α­νε­παί­σθη­τες κι­νή­σεις.

Α­κό­μη, η θέ­ση στο δω­μά­τιο λει­τουρ­γεί ε­πι­βο­η­θη­τι­κά μέ­σα στο γε­νι­κό­τε­ρο πλαί­σιο εκ­φο­βι­σμού, έ­χο­ντας όρ­θιους γύ­ρω τους αν­θρώ­πους οι ο­ποί­οι τον α­πει­λούν, μη μπο­ρώ­ντας να α­ντι­δρά­σει. Η συ­μπε­ρι­φο­ρά των α­να­κρι­τών εί­ναι συ­γκε­κρι­μέ­νη, ό­που για πα­ρά­δειγ­μα υ­πάρ­χει ο «κα­λός» και ο «κα­κός».

Ο έ­νας δη­λα­δή α­να­κρι­τής, πα­ρου­σιά­ζε­ται ως ο «ε­πι­κίν­δυ­νος» για τον α­να­κρι­νό­με­νο ε­νώ ο άλ­λος ως ο «φί­λος», ο ο­ποί­ος προ­σπα­θεί να τον βγά­λει α­πό την δύ­σκο­λη κα­τά­στα­ση, πιέ­ζο­ντας τον να συ­νερ­γα­στεί, προ­κει­μέ­νου να ξε­πε­ρά­σει τη δύ­σκο­λη θέ­ση και να πά­ψει να α­πει­λεί­ται α­πό τον «κα­κό». Με στά­ση δη­λα­δή του εί­δους, «ο συ­νά­δελ­φος α­πό ε­δώ εί­ναι ευέ­ξα­πτος και χτυ­πά­ει, πέ­στα να τε­λειώ­νου­με, ε­γώ μα­ζί σου εί­μαι», (πρό­βλη­μα του, άλ­λω­στε και ε­γώ θέ­λω να φύ­γω).

Η λο­γι­κή του «κα­λού» α­να­κρι­τή-μπά­τσου στο­χεύ­ει ε­πί­σης στη γε­φύ­ρω­ση του χά­σμα­τος με­τα­ξύ αυ­τού και του α­να­κρι­νό­με­νου. Εί­ναι γε­γο­νός ό­τι ο­ποια­δή­πο­τε κου­βέ­ντα που γί­νε­ται δε­κτή α­πό τον α­να­κρι­νό­με­νο, α­κό­μα και θε­ω­ρη­τι­κά ά­σχε­τες κου­βε­ντού­λες, στο­χεύ­ουν στο να «πλη­σιά­σει» ο μπά­τσος αυ­τόν που έ­χει α­πέ­να­ντί του, να τον κά­νει να νιώ­σει ό­τι συ­νο­μι­λεί με «δι­κούς» του αν­θρώ­πους.

Μέ­σα α­πό ε­πί­σης πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­νες ε­ρω­τή­σεις, με α­νά­λο­γο τό­νο στη φω­νή, α­σκεί­ται μια ψυ­χο­λο­γι­κή πί­ε­ση, ό­που ε­πι­χει­ρεί­ται να τρο­μο­κρα­τη­θεί ο α­να­κρι­νό­με­νος σε τέ­τοιο βαθ­μό, ό­που πλέ­ον α­συ­νεί­δη­τα θα αρ­χί­σει να συ­νερ­γά­ζε­ται. Προ­σεγ­γί­σεις του εί­δους, «έ­λα τα ξέ­ρου­με ό­λα, πέ­στα να τε­λειώ­νου­με», (ω­ραί­α, α­φού τα ξέ­ρε­τε, α­πο­δείξ­τε τα και α­φή­στε με ή­συ­χο, για­τί με ρω­τά­τε;), «ο φί­λος σου τα ξέ­ρα­σε ό­λα», (α­λή­θεια, το ί­διο δεν θα μπο­ρού­σαν να πού­νε σε αυ­τόν και για μέ­να;), «έ­λα, φαί­νε­σαι κα­λό παι­δί», (τό­τε α­φή­στε με να φύ­γω) και «ά­ντε να τε­λειώ­νου­με, έ­χου­με και δου­λειές / οι­κο­γέ­νεια κ.λπ.», (τό­τε να πά­τε ε­κεί, δεν ζή­τη­σα ε­γώ να εί­μαι ε­δώ), εί­ναι μέ­ρος της ό­λης α­να­κρι­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας, μέ­ρος της προ­σπά­θειας σπα­σί­μα­τος και ό­χι φι­λι­κές ή μη κου­βέ­ντες, α­πό κά­ποιους φαι­νο­με­νι­κά ά­σχε­τους.

Βά­σει των πα­ρα­πά­νω, γί­νε­ται κα­τα­νο­η­τό, πως η ε­πο­χή ό­που η α­ντί­στα­ση του α­να­κρι­νό­με­νου σχε­τι­ζό­τα­ν μό­νο με την α­ντο­χή του στο ξύ­λο, έ­χει πε­ρά­σει σχε­δόν α­νε­πι­στρε­πτί. Οι μέ­θο­δοι οι ο­ποί­οι χρη­σι­μο­ποιού­νται, με τη βο­ή­θεια της τε­χνο­λο­γί­ας, δί­νουν αρ­κε­τές πλη­ρο­φο­ρί­ες σχε­τι­κά με το χα­ρα­κτή­ρα ε­νός αν­θρώ­που, μό­νο και μό­νο μέ­σα α­πό μια «α­πλή κου­βέ­ντα» με κά­ποιον ε­παγ­γελ­μα­τί­α α­να­κρι­τή, ει­δι­κό­τε­ρα μέ­σα στο χώ­ρο του. Το να θε­ω­ρεί κά­ποιος ό­τι μπο­ρεί να κά­νει «ι­δε­ο­λο­γι­κή συ­ζή­τη­ση» με κά­ποιον α­πό αυ­τούς ή να παί­ξει το παι­χνί­δι τους, συμ­με­τέ­χο­ντας σε μια α­νά­κρι­ση, (α­πα­ντώ­ντας στις ε­ρω­τή­σεις κ.λπ.), κο­ρο­ϊ­δεύ­ο­ντας τους και «νι­κώ­ντας» τους, εί­ναι το λι­γό­τε­ρο πα­ρά­λο­γο. Εν α­ντι­θέ­σει, βο­η­θά στο να γί­νει ό­σο το δυ­να­τόν πλη­ρέ­στε­ρος ο φά­κε­λος του, να α­να­λυ­θεί ο χα­ρα­κτή­ρας του, φέρ­νο­ντας τον ε­αυ­τό του σε δυ­σκο­λό­τε­ρη θέ­ση. Κά­θε προ­σπά­θεια που κά­νει ο α­να­κρι­τής ή ο μπά­τσος να «πλη­σιά­σει» τον α­να­κρι­νό­με­νο, πρέ­πει να συ­να­ντά έ­ναν α­δια­πέ­ρα­στο τοί­χο. Κα­λό εί­ναι να αρ­νη­θεί κά­θε κου­βέ­ντα ο­ποιου­δή­πο­τε ζη­τή­μα­τος, α­κό­μα και προ­σω­πι­κού που ί­σως ε­κεί­νη τη στιγ­μή να φαί­νε­ται ά­σχε­το.

Α­κό­μη και στο γρα­φεί­ο του ε­πί­ση­μου α­να­κρι­τή, (δηλ. ό­χι στην α­στυ­νο­μί­α), ι­σχύ­ει η ί­δια κα­τά­στα­ση, με τη δια­φο­ρά ό­τι η πα­ρου­σί­α δι­κη­γό­ρου και η προ­ε­τοι­μα­σί­α πριν τη δια­δι­κα­σί­α, βο­η­θά στο να μην δυ­σχε­ραί­νε­ται η θέ­ση του α­να­κρι­νό­με­νου. Σε ο­ποια­δή­πο­τε μορ­φής α­νά­κρι­ση, το κτή­νος το ο­ποί­ο έ­χει κά­ποιος α­πέ­να­ντι του, σε κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση δεν «θέ­λει το κα­λό του». Η δου­λειά του εί­ναι να κα­τη­γο­ρεί αν­θρώ­πους και να τους στέλ­νει στην φυ­λα­κή και η ε­μπει­ρί­α η ο­ποί­α έ­χει, σε σχέ­ση με την ι­κα­νό­τη­τα «σπα­σί­μα­τος» ε­νός αν­θρώ­που, εί­ναι δε­δο­μέ­νη και δύ­σκο­λα α­ντι­λη­πτή.

%ce%b1%ce%bd%ce%b1%ce%ba%cf%81%ce%b9%cf%83%ce%b71 


Α­πό ε­κεί και πέ­ρα, ο φό­βος εί­ναι κά­τι το φυ­σι­κό, δε­δο­μέ­νο και σί­γου­ρα πε­ρί­ερ­γο ά­μα δεν υ­πάρ­χει. Το θέ­μα εί­ναι να μη δο­θεί η δυ­να­τό­τη­τα κα­τα­νό­η­σης α­πό πού προ­έρ­χε­ται αυ­τός ο φό­βος, (πέ­ρα α­πό το ό­τι βρί­σκε­ται ο α­να­κρι­νό­με­νος στα χέ­ρια του κρά­τους). Το λι­γό­τε­ρο που μπο­ρεί να κά­νει έ­νας άν­θρω­πος, βρι­σκό­με­νος σε αυ­τή την κα­τά­στα­ση, εί­ναι να δια­τη­ρή­σει την ψυ­χραι­μί­α του. Η α­πο­δο­χή της θέ­σης του κα­τη­γο­ρου­μέ­νου, εί­ναι το βα­σι­κό­τε­ρο και ου­σια­στι­κό­τε­ρο βή­μα μιας α­νά­κρι­σης. Α­πό ε­κεί και πέ­ρα, ο α­να­κρι­νό­με­νος μπαί­νει στο πε­τσί του ρό­λου που προ­σπα­θούν να του ε­πι­βάλ­λουν, μειώ­νο­ντας τις α­ντι­στά­σεις του, φορ­τί­ζε­ται συ­ναι­σθη­μα­τι­κά και γί­νε­ται πιο ευά­λω­τος στις α­να­κρι­τι­κές τε­χνι­κές.

Η ου­σί­α, βρί­σκε­ται α­κρι­βώς στην α­ντί­λη­ψη του ό­τι το μο­να­δι­κό που έ­χει ση­μα­σί­α, εί­ναι να κρα­τη­θεί η ψυ­χραι­μί­α, να μην προ­κλη­θεί πα­νι­κός εί­τε α­πό τις α­να­κρι­τι­κές με­θό­δους εί­τε α­πό λο­γι­κές «α­θω­ό­τη­τας». Η ε­ντύ­πω­ση του ό­τι α­φού «εί­μαι α­θώ­ος, δεν έ­χω να κρύ­ψω τί­πο­τε», α­πο­τε­λεί μια α­κό­μη κερ­κό­πορ­τα συμ­με­το­χής στην ό­λη δια­δι­κα­σί­α, με α­πο­τέ­λε­σμα τη συ­νερ­γα­σί­α στο να α­πα­ντη­θούν οι ε­ρω­τή­σεις (που θα α­ξιο­λο­γη­θούν αρ­γό­τε­ρα σε συν­δυα­σμό με άλ­λα στοι­χεί­α), να υ­πο­γρα­φεί η κά­θε κα­τά­θε­ση, να δο­θούν α­πο­τυ­πώ­μα­τα κ.λπ.

Η μη συμ­με­το­χή σε αυ­τό το παι­χνί­δι, μέ­σω μιας συ­νε­χούς α­πά­ντη­σης, η ο­ποί­α δεν δί­νει πε­ρι­θώ­ρια δια­λό­γου, σε κά­θε ε­ρώ­τη­ση, (π.χ. δεν έ­χω να δη­λώ­σω τί­πο­τα, αν κα­τη­γο­ρού­μαι για κά­τι να μου το πεί­τε, α­φή­στε με να φύ­γω κ.λπ.) βο­η­θά. Ό­πως και η α­παί­τη­ση πα­ρου­σί­ας δι­κη­γό­ρου εί­ναι ί­σως ο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρος τρό­πος αφ’ ε­νός στο να ξε­πε­ρα­στεί αυ­τή η δια­δι­κα­σί­α και α­φ’ ε­τέ­ρου να μη δο­θεί η ο­ποια­δή­πο­τε ευ­και­ρί­α στα γου­ρού­νια, εί­τε εν­δυ­νά­μω­σης μιας ο­ποιασ­δή­πο­τε κα­τη­γο­ρί­ας, εί­τε ευ­χα­ρί­στη­σης στο ό­τι «έ­σπα­σες».

Η μη υ­πο­γρα­φή ο­ποιου­δή­πο­τε χαρ­τιού, α­κό­μα και αν γρά­φο­νται ε­πα­κρι­βώς οι φρά­σεις του ε­κά­στο­τε «α­να­κρι­νό­με­νου», δεν δί­νει την δυ­να­τό­τη­τα στις αρ­χές, συ­μπλή­ρω­σης εί­τε κά­ποιων στοι­χεί­ων και ε­ρω­τη­μά­των που «ξέ­χα­σαν» να ρω­τή­σουν εί­τε του φα­κέ­λου με τον γρα­φι­κό χα­ρα­κτή­ρα του α­να­κρι­νό­με­νου, για πα­ρά­δειγ­μα. Πο­τέ δεν ξέ­ρει κα­νείς τι πράγ­μα­τα μπο­ρούν να προ­στε­θούν σε κά­θε τέ­τοιο χαρ­τί, ε­νώ ε­πί­σης μια υ­πο­γρα­φή δεί­χνει την α­πο­δο­χή του ρό­λου ως «κα­τη­γο­ρού­με­νος», «μάρ­τυ­ρας», «ε­ξε­τα­ζό­με­νος» κ.λπ. Το ί­διο ι­σχύ­ει και ό­σον α­φο­ρά τα α­πο­τυ­πώ­μα­τα. Η άρ­νη­ση του να δο­θούν α­πο­τυ­πώ­μα­τα, τη στιγ­μή μά­λι­στα που δεν έ­χει α­παγ­γελ­θεί η ο­ποια­δή­πο­τε κα­τη­γο­ρί­α (1) α­πο­τε­λεί ε­πί­σης άρ­νη­ση συμ­με­το­χής σε αυ­τό το πα­νη­γύ­ρι. Το κλα­σι­κό «ά­ντε να τα δώ­σεις και να φύ­γεις» α­ντι­με­τω­πί­ζε­ται με την ε­πι­μο­νή πα­ρου­σί­ας δι­κη­γό­ρου (2), ο ο­ποί­ος γνω­ρί­ζει τον χειρισμό α­νά­λο­γων κα­τα­στά­σεων σε νο­μι­κό ε­πί­πε­δο. Αν πά­λι α­παγ­γελ­θούν οι κα­τη­γο­ρί­ες, τό­τε η ε­πι­μο­νή για συ­νεν­νό­η­ση με κά­ποιον δι­κη­γό­ρο, πέ­ρα α­πό «δι­καί­ω­μα», α­πο­τε­λεί και α­νά­γκη, για να γί­νει του­λά­χι­στον γνω­στή η κα­τά­στα­ση ο­μη­ρί­ας πα­ρα­έ­ξω.

Στο μυα­λό του κά­θε αν­θρώ­που πρέ­πει να υ­πάρ­χει έ­να πράγ­μα. Ό­τι αυ­τοί εί­ναι Α­ΠΕ­ΝΑ­ΝΤΙ του και δεν εί­ναι για κα­λό. Ό­σο δύ­σκο­λη ή πιε­στι­κή και αν φαί­νε­ται πως εί­ναι μια κα­τά­στα­ση, το λι­γό­τε­ρο που μπο­ρεί να κά­νει κά­ποιος εί­ναι να δια­τη­ρεί την ψυ­χραι­μί­α του. Άλ­λω­στε και ό­σον α­φο­ρά κυ­ρί­ως τις «προ­σα­γω­γές υ­πό­πτων», τις «ε­ξα­κρι­βώ­σεις στοι­χεί­ων» κ.λπ., αν πραγ­μα­τι­κά υ­πάρ­χουν στοι­χεί­α ε­νο­χής, ό­λα τα πα­ρα­πά­νω θα έ­παιρ­ναν α­πλά γρα­φειο­κρα­τι­κή μορ­φή. Η ε­μπει­ρί­α έ­χει δεί­ξει, πως ό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρη λύσ­σα δεί­χνουν, ό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρη πί­ε­ση α­σκούν, τό­σο λι­γό­τε­ρα πράγ­μα­τα έ­χουν στα χέ­ρια τους.

Θα πρέ­πει να ξε­κα­θα­ρι­στεί, πως ό­λα τα πα­ρα­πά­νω δεν α­πο­τε­λούν κά­ποιο εί­δους «κα­νό­νων συ­μπε­ρι­φο­ράς». Άλ­λω­στε, ο κά­θε άν­θρω­πος εί­ναι και αυ­τός που θα ε­πι­λέ­ξει τη στά­ση που θα κρα­τή­σει. Ση­μα­σί­α έ­χει, ό­μως, να γί­νει κα­τα­νο­η­τό, πως η «προ­σα­γω­γή υ­πό­πτου για ε­ξα­κρί­βω­ση στοι­χεί­ων» ή η «προ­σα­γω­γή μάρ­τυ­ρα» (ό­πως α­ρέ­σκο­νται να την ο­νο­μά­ζουν τε­λευ­ταί­α) στο­χεύ­ει στην τρο­μο­κρά­τη­ση του α­να­κρι­νό­με­νου. Μέ­σα α­πό την «ε­πι­λο­γή» του να συμ­με­τά­σχει στην ό­λη δια­δι­κα­σί­α, κα­τα­γρά­φε­ται ο ί­διος, δί­νει την δυ­να­τό­τη­τα στις διω­κτι­κές αρ­χές, να έ­χουν μια πλη­ρέ­στε­ρη ει­κό­να κά­ποιων πραγ­μά­των και σε κά­ποιες πε­ρι­πτώ­σεις, να στοι­χειο­θε­τού­νται κα­τη­γο­ρί­ες ε­νά­ντια του.

Ό­λα τα πα­ρα­πά­νω, εί­ναι α­πλά μια α­πό­πει­ρα κα­τα­γρα­φής της ε­μπει­ρί­ας α­πό α­νά­λο­γες κα­τα­στά­σεις, βα­σι­σμέ­νης σε δύ­ο ση­μεί­α: Α­φ’ ε­νός στην προ­στα­σί­α του αν­θρώ­που που τε­λεί υ­πό ο­μη­ρί­α και (κυ­ριο­λε­κτι­κά μό­νος του) α­ντι­με­τω­πί­ζει το κρά­τος σε μια α­πό τις σκλη­ρό­τε­ρες μορ­φές του και α­φ’ ε­τέ­ρου στο –έ­στω και με αυ­τό τον τρό­πο– σα­μπο­τά­ρι­σμα κρα­τι­κών λει­τουρ­γιών.
————————–


(1) Έ­χει κά­ποια ση­μα­σί­α, να α­να­φερ­θούν κά­ποια πράγ­μα­τα σε σχέ­ση με τα α­πο­τυ­πώ­μα­τα, τη στιγ­μή που λέ­γο­νται πολ­λά και έ­χουν α­κου­στεί α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρα. Κατ’ αρ­χήν, κα­νείς δεν υ­πο­χρε­ώ­νε­ται σε νο­μι­κό ε­πί­πε­δο –και τη στιγ­μή που δεν έ­χουν α­παγ­γελ­θεί κα­τη­γο­ρί­ες– να δώ­σει τα α­πο­τυ­πώ­μα­τα του. Α­πό την στιγ­μή που αυ­τές α­παγ­γέλ­λο­νται, τα πράγ­μα­τα εί­ναι λί­γο μπερ­δε­μέ­να, με δε­δο­μέ­νο του ό­τι η κά­θε πε­ρί­πτω­ση / δι­κη­γό­ρος / κα­τη­γο­ρού­με­νος εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κά. Έ­χει α­να­φερ­θεί για πα­ρά­δειγ­μα πε­ρί­πτω­ση ό­που κα­τη­γο­ρού­με­νος αρ­νή­θη­κε να δώ­σει α­πο­τυ­πώ­μα­τα, με το αι­τιο­λο­γι­κό ό­τι έ­χει ξα­να­δώ­σει, και ό­ντως (με τον δι­κη­γό­ρο να βά­ζει το… χε­ρά­κι του, στην ε­πε­ξή­γη­ση του… Κώ­δι­κα Ποι­νι­κής Δι­κο­νο­μί­ας) να μην δί­νει. Ό­πως ε­πί­σης έ­χουν α­να­φερ­θεί πε­ρι­πτώ­σεις, ό­που χρη­σι­μο­ποιεί­ται βί­α προ­κει­μέ­νου να α­να­γκα­στεί ο «ύ­πο­πτος» και ό­χι κατ’ α­νά­γκη κα­τη­γο­ρού­με­νος να δώ­σει τα α­πο­τυ­πώ­μα­τα του, χω­ρίς φυ­σι­κά την… πα­ρου­σί­α κά­ποιου δι­κη­γό­ρου. Σ’ αυ­τή την πε­ρί­πτω­ση, η δη­μο­σιο­ποί­η­ση του γε­γο­νό­τος α­πο­τε­λεί και μια πρώ­τη μορ­φή α­ντί­δρα­σης. Η α­λή­θεια πά­ντως, εί­ναι πως ε­ξαρ­τά­ται α­πό πολ­λούς πα­ρά­γο­ντες, με κυ­ριό­τε­ρους τη φύ­ση της υ­πό­θε­σης, την ε­μπει­ρί­α και τη θέ­λη­ση του «υ­πό­πτου» ή κα­τη­γο­ρού­με­νου και την ι­κα­νό­τη­τα του δι­κη­γό­ρου, στο να βρε­θούν «πα­ρα­θυ­ρά­κια» α­κό­μη και α­πο­φυ­γής αυ­τής της… με­λα­νής δια­δι­κα­σί­ας.

(2) Εν­νο­εί­ται φυ­σι­κά, πως σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση α­να­κρι­νό­με­νου ή κα­τη­γο­ρού­με­νου, ο δι­κη­γό­ρος θα εί­ναι άν­θρω­πος ε­μπι­στο­σύ­νης, που δεν θα κά­νει τα… δι­κά του, «για το κα­λό» του κα­τη­γο­ρου­μέ­νου.
 Ση­μα­ντι­κή ση­μεί­ω­ση:


Κα­λό θα εί­ναι ε­πί­σης να α­πο­φεύ­γο­νται οι διά­φο­ρες προ­σφο­ρές και τα κε­ρά­σμα­τα κα­φέ­δων, σά­ντου­ιτ­ς κλπ. Α­κό­μα και το νε­ρό που θ’ α­να­γκα­στεί να πιεί κά­ποιος (α­να­γκα­στι­κά με­τά α­πό πο­λυ­ή­με­ρη πα­ρα­μο­νή) θα πρέ­πει προηγουμένως να βε­βαιω­θεί πως δεν έ­χει υ­πο­στεί ε­πεμ­βά­σεις. και αλ­λοιώ­σεις. Για να μη βρε­θεί στη δυ­σά­ρε­στη θέ­ση ό­που δεν θα μπο­ρεί να ε­ξη­γή­σει μια «ευ­κοί­λια λό­γου», που εν­δε­χο­μέ­νως θα του προ­κύ­ψει…
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 8, Νοέμβριος 2002
https://anarchypress.wordpress.com/2017/02/09/%cf%84%ce%b7%ce%bd-%cf%8e%cf%81%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%b1%ce%bd%ce%ac%ce%ba%cf%81%ce%b9%cf%83%ce%b7%cf%82/

Lemmy
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το blog ΟΛΑ ΛΑΘΟΣ ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει σχετικά σε άρθρα που αναδημοσιεύονται από διάφορα ιστολόγια. Δημοσιεύονται όλα για την δική σας ενημέρωση.