Το 1916, στο Γερμανικό επιστημονικό περιοδικό Physikalische Zeitschrift (Επιθεώρηση Φυσικής) δημοσιεύθηκε άρθρο του Αλβέρτου Αϊνστάιν προς τιμήν του αποβιώσαντος Έρνστ Μαχ (1838-1916), εξέχοντος φυσικού και φιλοσόφου του 19ου-20ου αιώνα.
Ο Αλβέρτος Αϊνστάιν (1879-1955), δεν χρειάζεται ασφαλώς συστάσεις ως επιστήμονας, είναι απαραίτητο όμως να υπενθυμίζεται πάντα η τεράστια συμβολή του στη Φιλοσοφία, μέσω της φιλοσοφίας της Επιστήμης, στην οποία κληροδότησε εξίσου όσα και στην Επιστήμη.
Στο αφιέρωμα λοιπόν του περιοδικού στον Μαχ, ο Αϊνστάιν συνοψίζει την προσωπική του φιλοσοφική άποψη, ως εξής (μετάφραση δική μου από αγγλικό κείμενο που περιλαμβάνεται στη Διαδικτυακή Εγκυκλοπαίδεια της Φιλοσοφίας, του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ των ΗΠΑ):
«Έννοιες που έχουν αποδειχθεί χρήσιμες για την τακτοποίηση των πραγμάτων, εύκολα αποκτούν τέτοια επιρροή πάνω μας, ώστε να λησμονούμε τη γήινη προέλευσή τους και να τις δεχόμαστε ως ακλόνητες αρχές. Έτσι, αποκτούν σφραγίδα «προαπαιτούμενων» για τη σκέψη, «εξορισμού αληθειών» κτλ. Το μονοπάτι της επιστημονικής προόδου έχει συχνά και για μεγάλα χρονικά διαστήματα, καταστεί αδιάβατο λόγω τέτοιων λαθών. Για τον λόγο αυτό, δεν είναι καθόλου άσκοπο να καταπιαστούμε με την ανάλυση των παλαιών κοινόχρηστων εννοιών και να εκθέσουμε τις συνθήκες από τις οποίες η δικαιολόγηση και η χρησιμότητά τους εξαρτώνται, το πώς ωρίμασαν, η καθεμιά ξεχωριστά, από τα εμπειρικά δεδομένα. Με τον τρόπο αυτό η μεγαλειώδης αυθεντία τους θα διαρραγεί.».
Είναι λοιπόν τεκμηριωμένη και απολύτως σαφής η σχετικότητα την οποία ο Αϊνστάιν προσδίδει σε έννοιες χρήσιμες μεν, οι οποίες όμως κλονίζονται όταν αναλυθούν υπό συνθήκες διαφορετικές από τις συνήθεις. Αυτή του άλλωστε η «φιλοσοφία» ήταν που του επέτρεψε να αμφισβητήσει την έως τότε απόλυτη σταθερά του φυσικού κόσμου: τον χρόνο.
Κατ’ επέκταση, ας εξετάσουμε ορισμένες «σταθερές» από εκείνες που η Εξουσία επιχειρεί να επιβάλλει ως απόλυτες και διαχρονικές αλήθειες, ιδιαίτερα σε λαούς που δοκιμάζονται, όπως ο δικός μας.
«Καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται».
«Δεν διεκδικούμε τίποτε, δεν παραχωρούμε τίποτε».
"Το κράτος έχει συνέχεια".
Γενικές και αόριστες, βασίζονται σε θεωρητικά «ηθικά» θεμέλια (καταδίκη βίας, εξορκισμός αλυτρωτισμών –άρα εθνικισμών-, διαχρονικότητα –άρα αξιοπιστία- κράτους) και δίνουν την εντύπωση «Εντολών» από κάποιο Υπέρτατο Ον, η παράβαση των οποίων ανοίγει την Πύλη της Κολάσεως για τους θνητούς.
Η υιοθέτησή τους αποτελεί προϋπόθεση για τη λήψη πιστοποιητικού πολιτικής ορθότητας (είναι το σύγχρονο ανάλογο της αποκήρυξης του κομμουνισμού προς απόκτηση πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων, που άνοιγε κάποτε τον δρόμο σε έναν «εθνικόφρονα» βίο λοβοτομής και βολέματος).
«Καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται».
Στη συνείδηση του απλού ανθρώπου, η βία ταυτίζεται με την απρόκλητη φυσική βία ενός αντικοινωνικού πλάσματος, το οποίο στερούμενο συναισθημάτων και επιχειρημάτων καταφεύγει σε βιαιοπραγίες προκειμένου να ωφεληθεί σε κάτι ή να επιβάλλει τις απόψεις του.
Το γλωσσικό τέχνασμα συνολικής καταδίκης της βίας όμως, δήθεν ανεπιτήδευτο αφού δεν κάνει «διακρίσεις» μεταξύ των δραστών, δεν είναι παρά τσουβάλιασμα αδίκων και δικαίων και ισοπέδωση κινήτρων.
Η (αυτο)αμυντική βία ενός τυραννισμένου λαού έναντι οποιουδήποτε δυνάστη, εξωτερικού ή εσωτερικού, και η τιμωρητική βία εις βάρος προδοτών, δεν μπορούν να τσουβαλιάζονται με τις υπόλοιπες, διότι τότε ακυρώνονται οι ποταμοί αίματος για την ελευθερία και οι παραδειγματικές ποινές των εχθρών του λαού.
Άλλωστε, κατά τον Όργουελ, οι «ειρηνιστές» (pacifists) είναι σε θέση να καταδικάζουν τη βία επειδή κάποιοι άλλοι είναι πρόθυμοι να την ασκήσουν για λογαριασμό τους!
Ο Όργουελ βεβαίως αναφέρεται σε αντιμιλιταριστές παντός τύπου, οι οποίοι απολαμβάνουν την ελευθερία να καταδικάζουν τους στρατούς και τις ένοπλες συρράξεις επειδή αγνά λαϊκά παιδιά υπηρετούν τη θητεία τους προστατεύοντάς τους. Ωστόσο, ο γίγας αυτός της σκέψης, δεν θα είχε φαντάζομαι αντίρρηση να συμπεριλάβουμε και τους σύγχρονους εξουσιαστές που καταδικάζουν τη βία εν μέσω σωματοφυλάκων και πραιτωριανών.
«Δεν διεκδικούμε τίποτε, δεν παραχωρούμε τίποτε».
Αρχίζοντας από το δεύτερο μέρος, διαπιστώνουμε απόλυτη και αφόρητη υποκρισία. Όσοι μετέτρεψαν την Ελλάδα σε αποικία χρέους, με υποθήκευση του συνόλου της δημόσιας περιουσίας για 99 χρόνια, κουνούν το δάχτυλο και αναφωνούν «δεν παραχωρούμε ούτε σπιθαμή γης». Θα ήταν αστείο, αλλά δυστυχώς είναι τραγικό.
Και τώρα το καυτό πρώτο μέρος: «δεν διεκδικούμε τίποτε». Πώς προέκυψε κάτι τέτοιο, ποιος το αποφάσισε και με ποιο σκεπτικό; Όχι βέβαια ο ελληνικός λαός.
Πρόκειται για την επιβληθείσα δια της βίας άποψη των επαγγελματιών της πολιτικής, οι οποίοι σε έναν παροξυσμό πατερναλισμού και «ρεαλισμού» (κυνισμού και εθελοδουλίας) μας πληροφορούν εσχάτως ότι «εξωτερική πολιτική δεν γίνεται με το θυμικό», εννοώντας προφανώς ότι εξωτερική πολιτική γίνεται μόνο με κρυφά αλισβερίσια, εντολές άνωθεν, δωροδοκίες, εκβιασμούς, απειλές, πρακτοριλίκια και άλλα «διπλωματικά όπλα».
Το δόγμα υποθέτω ότι επιχειρεί να εξοβελίσει τους μύθους περί χαμένων πατρίδων, οι οποίοι στα χέρια ανίκανων και θερμοκέφαλων ελληναράδων, αντί να ενισχύσουν το έθνος, το συρρίκνωσαν προσθέτοντας εθνικές τραγωδίες. Αν και αυτό είναι προφανώς αληθές, γιατί δεν μπορούμε να υπερφορτώσουμε τεχνητά το δικό μας μέρος της πλάστιγγας, ώστε να εξισορροπήσουμε την υπερφόρτωση των απέναντι; Γιατί δεν επιτρέπεται να διεκδικούμε την Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να σώσουμε τα νησιά μας; Γιατί απαγορεύεται να κυκλοφορήσουμε χάρτες της Μεγάλης Ελλάδας που να περιλαμβάνουν την Βόρειο Ήπειρο και την (ψεύτικη) Βόρειο Μακεδονία, προκειμένου να γλυτώσουμε τη Βόρεια Ελλάδα;
Ποιο ακριβώς είναι το αντίβαρο στον υπαρκτό εθνικισμό των γειτόνων; Το «διεθνές δίκαιο» των πλανηταρχών; Ο ραγιαδισμός; Η πολιτική κατευνασμού; Ο σχετικισμός και οι ανοησίες περί της αλήθειας του άλλου; Τα ρομαντικά τσιτάτα περί «φιλίας και συνεργασίας των λαών;». Τα αυστηρά μηνύματα των διακοσμητικών γλαστρών του προεδρικού Μεγάρου;
Ποιος είναι τέλος πάντων αυτός που με πάγια διαταγή μάς αποτρέπει από το να γίνουμε αντιρροπιστικά εθνικιστές, όταν ακόμη και ο άπατρις κύριος Κόινερ (φανταστικός ήρωας του Μπρεχτ) μεταμορφώθηκε, έστω και για λίγο, σε εθνικιστή επειδή υποχρεώθηκε σε ταπείνωση από εθνικιστή αξιωματικό, κατακτητή της χώρας του;
Είναι αναγκαιότητα η διεκδίκηση. Είναι όρος επιβίωσης.
«Το κράτος έχει συνέχεια».
«Κράτος» είναι διοικητικός όρος. Το κράτος είναι ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου για πολιτική οργάνωση και άσκηση εξουσίας. Υπό αυτή την έννοια, την αυστηρά γραφειοκρατική, ασφαλώς έχει «συνέχεια» και βεβαίως οι δεσμεύσεις του πρέπει να τηρούνται. Δυστυχώς για τους καρεκλοκένταυρους όμως, κράτος χωρίς λαό δεν υφίσταται. Η ύπαρξη κράτους προϋποθέτει ύπαρξη λαού και όχι το αντίστροφο. Το κράτος υπάρχει προς χάριν του λαού και είναι υποχρεωμένο να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του λαού και μόνον. Οτιδήποτε άλλο είναι δευτερεύον. Οτιδήποτε διαφορετικό είναι εξορισμού ανήθικο.
Προδοτικές πράξεις εις βάρος του λαού και δράσεις εναντίον των συμφερόντων του, ασφαλώς και δεν μπορεί να έχουν «συνέχεια», ούτε βεβαίως υπογραφές αντίθετες με τη βούλησή του έχουν οποιαδήποτε ισχύ. «Συνέχεια» στην προδοσία και στην αντιλαϊκή πολιτική μόνο ως μαύρο χιούμορ μπορεί να εκληφθεί.
Καλά θα κάνουν λοιπόν οι νενέκοι και οι φαύλοι που κυβερνούν ερήμην του λαού να προσέξουν πολύ. Το δίκαιο είναι με το μέρος του λαού. Οι Εντολές των ΑρχιΤεκτόνων της Παγκοσμιοποίησης απορρίπτονται.
Ενδιαφέρον και τεκμηριωμένο .
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνθα γαρ σοφίης δέει, βίης έργον ουδέν. Όπου χρειάζεται εξυπνάδα η βία δεν είναι καθόλου χρήσιμη. Την εξυπνάδα ψάχνουμε.
ΑπάντησηΔιαγραφή