Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Κλοπή: ένα σίγουρο επάγγελμα.


Οταν σου κλέβουν το σπίτι είναι ένα πολλαπλό σοκ. Το πρώτο που βιώνεις είναι ένα αίσθημα καταστροφής. Κάποιος τυφώνας φάνηκε από το πουθενά και δεν άφησε τίποτα όρθιο. Μέχρι να ξαναμπούν τα πράγματα στη θέση τους, παίρνει καιρό.


Αθελά του ο κλέφτης σού προσφέρει μια θέση εργασίας, άμισθη φυσικά, για να οργανώσεις ξανά το σπίτι. Τότε καταλαβαίνεις πόσα άχρηστα πράγματα έχεις. Και μετά ψάχνεις να δεις τι λείπει.

Αν έχεις κρυμμένα χρήματα ή αν υπάρχουν κοσμήματα, αν κι είσαι σίγουρος πως αυτά θα είναι τα πρώτα που θα λείπουν, κρατάς πάντα την ψευδαίσθηση πως ίσως να μην τα έχουν βρει. Στα συνηθισμένα σπίτια των πολλών, κατά κανόνα, δεν υπάρχει τίποτα πολύτιμο.

Αλλά τα πάντα μπορούν να κλαπούν. Ακόμα κι αυτά που δεν μπορείς να σκεφτείς. Από μπουγάδες μέχρι τα φαγητά του ψυγείου. Ή και ρούχα, παπλώματα, μέχρι και μαγειρικά σκεύη.

Και όταν καταλαγιάσουν όλα αυτά, αυτό που σε στεναχωρεί περισσότερο είναι κάποιο αντικείμενο που μπορεί να μην έχει απολύτως καμία αντικειμενική αξία, αλλά για σένα έχει μια απόλυτη, μοναδική αξία. Για μένα, το πιο πολύτιμο πράγμα που μου έκλεψαν παλιά ήταν ο κουμπαράς του παιδιού μου, με τις πενταροδεκάρες του, και αυτός με κλάματα μου έλεγε να πάω να τον βρω και να τον φέρω πίσω.

Σε προηγούμενο σημείωμά μου είχα αναφερθεί στην κλοπή των χρυσαφικών της γιαγιάς μου. Στην ουσία μού έκλεψαν ένα κουτί με οικογενειακές αναμνήσεις. Δεν είναι τυχαίο που αμέσως μετά έψαξα να βρω το οικογενειακό άλμπουμ, το οποίο βρισκόταν σε άθλια κατάσταση (και άλλη δουλειά μάς βγήκε στη μέση).

Και αυτή μου η πρωτοβουλία μου έφερε μια βαθιά θλίψη και έφτασα στα όρια της απελπισμένης ερημιάς. Από την οικογένεια των απόδημων Ελλήνων που είμαστε, ο μόνος που μένει στην Ελλάδα είμαι εγώ.

Οι υπόλοιποι στα πέρατα της Γης. Και αυτό που είναι παράξενο είναι πως αυτοί οι εξόριστοι από τη χώρα τους -τιμωρημένοι χωρίς λόγο- κρατούν σαν ευαγγέλιο την ελληνική γλώσσα που φτάνει μέχρι τα δισέγγονά τους. Ακόμα και στους μεικτούς γάμους, τα ελληνικά είναι η κυρίαρχη γλώσσα. Και αυτός ο ελληνισμός -που εικάζεται πως είναι τόσο μεγάλος όσο και ο ελλαδίτικος- αγνοείται συστηματικά.

Καθ’ οδόν προς το Αστυνομικό Τμήμα, σκεφτόμουν πως αν καταθέσω την αλήθεια μου και τις μνήμες μου, θα με πάρουν για τρελό. Καμιά αστυνομία δεν μπορεί να βρει τις κλεμμένες αναμνήσεις σου.

Αλλά στο Τμήμα του Αγίου Παντελεήμονος προσγειώθηκα αναγκαστικά. Μπαίνοντας μέσα, σε παίρνει η μπόχα. Από πότε είχε να καθαριστεί είναι άγνωστο.

Στον τρίτο όροφο όπου ήταν η αρμόδια υπηρεσία, τα πράγματα ήταν χειρότερα. Βρόμικοι, ξεχαρβαλωμένοι καναπέδες όπου κανείς δεν τολμούσε να καθίσει. Καμιά δεκαριά παθόντες, οι πιο πολλοί ηλικιωμένοι, όρθιοι, περίμεναν υπομονετικά. Ρωτάω έναν αστυνομικό πόση ώρα θα περιμένουμε. Αγνωστο.

Η βρόμα είχε αρχίσει και μου ανακάτευε το στομάχι. Και έφυγα με την απόφαση να μην ξαναπάω. Αλλά ύστερα από οικογενειακές πιέσεις, υπέκυψα. Και την επόμενη μέρα «παρουσιάζομαι αυθορμήτως».

Αυτή τη φορά στάθηκα τυχερός. Λιγότερη αναμονή. Μόνο δύο αστυνομικοί για δέκα-είκοσι κλοπές τη μέρα. Η δική μου κατάθεση κράτησε μία ώρα. Αλλες κρατούν παραπάνω. Ο καθένας λέει τον πόνο του, που δεν είναι τα στοιχεία που χρειάζεται η Αστυνομία.

Και πρέπει ο αστυνομικός να κάνει ένα δικό του κείμενο και να αγνοήσει τη φλυαρία. Δηλαδή δουλειά που κάνουν οι επαγγελματίες λογοτέχνες. Στο γράψιμο, αυτό που μετράει είναι το άχρηστο υλικό που πετάς.

Σκέφτηκα πως αν ξεσπάσει επιδημία χολέρας στη γειτονιά μου, θα ξεκινήσει από το Τμήμα του Αγίου Παντελεήμονος. Και το εξομολογούμαι στον ιδιαίτερα ευγενικό αστυνομικό που με εξυπηρετούσε. «Σε μας το λέτε αυτό που κάθε μέρα διακινδυνεύουμε την υγεία μας;

Βάζουμε ρεφενέ για να φέρουμε καθαρίστρια». Και μπήκα σε μια αστυνομική λογική. Αν έχουμε τόσες κλοπές μόνο σε μια γειτονιά, τι γίνεται στην υπόλοιπη Αττική ή σε ολόκληρη την Ελλάδα; Πρέπει να είναι πάνω-κάτω παντού το ίδιο. Τη δουλειά που έκανε ένας αστυνομικός έπρεπε να την κάνουν τρεις.

Κι αν το ίδιο συμβαίνει και στις άλλες υπηρεσίες που ασχολούνται πιο συστηματικά με τις έρευνες για τις κλοπές, αυτό σημαίνει πως οι κλέφτες δεν θα εντοπιστούν ποτέ, ελλείψει προσωπικού.

Υποτίθεται πως η ιδιοκτησία είναι το εικονοστάσι του αστικού συστήματος. Αλλά αυτό δεν ισχύει για τον μέσο άνθρωπο. Η ιδιοκτησία μετράει από κάποιο σημείο και πέρα. Οι υπόλοιποι στη μοίρα τους. Κι έτσι οι κλέφτες ασκούν ένα σίγουρο επάγγελμα.

Αν τα στοιχεία μου είναι ακριβή, οι αστυνομικοί που έχουν διατεθεί για την ασφάλεια «υψηλών προσώπων» ανέρχονται στους 2-3 χιλιάδες.

Από τι κινδυνεύουν αυτοί οι άνθρωποι; Μια πειστική έκθεση δεν έχω διαβάσει. Ολοι αυτοί είναι πλούσιοι. Γιατί δεν παίρνουν σεκιουριτάδες, να δημιουργήσουν έτσι νέες θέσεις εργασίας και να αφήσουν κανέναν αστυνομικό για τη γειτονιά;

Η αρχή θα μπορούσε να γίνει από τους αστυνομικούς των βουλευτών. Τους χρησιμοποιούν σαν «ορντινάντσα», που είναι έξω από τα καθήκοντά τους. Ο κ. Τσίπρας, που φροντίζει τόσο το επικοινωνιακό του προφίλ, γιατί δεν κάνει μια βόλτα προς τον Αγιο Παντελεήμονα; Θα αποδώσει. Και δεν χρειάζεται να φορέσει στολή αστυνομικού.



Περικλής Κοροβέσης

 efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το blog ΟΛΑ ΛΑΘΟΣ ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει σχετικά σε άρθρα που αναδημοσιεύονται από διάφορα ιστολόγια. Δημοσιεύονται όλα για την δική σας ενημέρωση.