Παρασκευή 21 Ιουλίου 2017

Λέξεις περίεργες ένα πρωί...


Με άκομψες δρασκελιές, εισέβαλε στο χώρο το κορίτσι. Ψηλό, πανύψηλο για το φύλο του, σγουρό, παιδικό σχεδόν κεφάλι. Και βλέμμα απροσγείωτο, που δεν ανήκε πουθενά. Ούτε δω, ούτε κει. Στα χείλη ένα ακαθόριστο, χλωμό χαμόγελο.
"Γεια σας"! έκανε μπαίνοντας. Απευθυνόμενη στον κανένα.

«Γεια σου Μαρία!», της απάντησε ο μπάρμαν συνεχίζοντας τη δουλειά του. Κάτι παρέες θαμώνων γύρισαν. Άλλοι συνέχισαν στο πρόβλημά τους.

Εκείνη κάθισε κάπως άκομψα στο πρώτο σκαμπό που βρήκε μπροστά της μπρος στο παράθυρο. «Έναν καφέ, βαρύ γλυκό!». «Ξέρω!», Απάντησε άκεφα το παιδί του μπαρ. Και καθώς η φωνή της ακατέργαστη, διαπεραστική, διέσχισε το μαγαζί, κάμποσοι ξαναγύρισαν, μερικοί σαφώς ενοχλημένοι να την κοιτάξουν.

Όση ώρα κάπνιζε, σιγομιλούσε, κρυφογελούσε, αλαφιαζόταν, συνδιαλλάσσονταν με τον άγγελό της, περνούσε από δίπλα της η πραγματικότητα των κανονικών. Αυτών που είχαν μόλις αφήσει την πόρτα ενός σπιτιού, μιας τράπεζας, ενός γραφείου ίσως. Κι όσο αυτοί αρπάζονταν για λίγο από ένα γέλιο της παράταιρο, από μια χαιρετούρα δίχως αποδέκτη («γεια σου παππούλη πας στην εκκλησία; Την ευλογία σου!» στο διερχόμενο ιερέα που ούτε καν την αντιλήφθηκε, καθώς περνούσε βιαστικά έξω από το μπαρ), για να αισθανθούν για λίγο τυχεροί στην κανονικότητά τους, και να κουνήσουν όλο νόημα το κεφάλι τους ή να κρυφοσχολιάσουν, άλλο τόσο και κείνη, περπλανιόταν στον κόσμο των παραστρατημένων νευρώνων της, χωρίς να δίνει σημασία.

Γύρω της ανέμιζαν ωστόσο σκόρπιες κουβέντες. Άλλες τονισμένες με ένταση, άλλες με θυμό, οι περισσότερες με τρόπο που θα μπορούσες να τον πεις επιτήδευσης …ίσως, σα για να επικυρώνουν την νορμοτυπία, αυτού που τις ξεστόμιζε. Το δάνειο. Η αποπληρωμή. Οι τόκοι. Ο φόρος. Γαμώ το. Αει σιχτίρ.

Αλλά και άλλες νεοφερμένες. Όσδε. Ελγά. Έφκα. Οπεκεπέ. Ένφια… Λέξεις περίεργες…Το κορίτσι γελούσε δυνατά!!

Ήταν τότε που κάποιος, κάποια(;), έκανε παρατήρηση στον μπάρμαν: «Γιατί την αφήνεις να μπει; Ούτε έναν καφέ δεν μπορούμε να πιούμε με την ησυχία μας;». Το παιδί κάτι ετοιμάστηκε να πει, να δικαιολογήσει. Σκεφτόταν και την παρατήρηση του αφεντικού… ίσως και το χειρότερο. Μόλις κάτι μήνες και μετά από χίλια ζόρια ήταν σ’ αυτή τη δουλειά. Έτσι δεν είπε τίποτα. Σηκώθηκε να πάει προς το μέρος της.

Όμως ήδη μάζευε βιαστικά τα πράγματά της. «Γεια!» του έκανε ακοίταχτα.

Και πήρε το δρόμο της, καθώς λέξεις περίεργες την ακολουθούσαν.

Γεωργία Τριγάζη

artinews
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το blog ΟΛΑ ΛΑΘΟΣ ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει σχετικά σε άρθρα που αναδημοσιεύονται από διάφορα ιστολόγια. Δημοσιεύονται όλα για την δική σας ενημέρωση.